Με
στόχευσε κατάματα με δυο αστρίτες μάτια
κι αντέδρασε απρόσμενα ζυγιάζοντας τις λέξεις:
« Είμαι
το μέλλον», φώναξε, «κι εσύ το παρελθόν!».
Κι
αποσβολώθηκα,
στους αιχμηρούς υπαινιγμούς κεραυνωμένη
σα να
θαμπώθηκα,
σε αστραπές εκλάμψεις της μορφής του
τυλιγμένη.
Εφτά
Απρίληδων σπορά κι όμως ατίθαση κι ατρόμητη
οργή του
Δία και Φαέθοντας μαζί στο άρμα του Ήλιου.
Κύμα το δέος
μπρος στου λιγοστού κορμιού τη
θέα
που ξάφνου
γιγαντώθηκε -λες- και πνίγει τον
αέρα.
Ταράζεται η ανάσα μου, ψυχορραγεί, μ’ αφήνει
κι η
θύμηση ακολουθεί του λιποτάκτη νου
σημάδια
στης
ιστορίας τα σκαιά, τα δαιδαλώδη μονοπάτια.
Λίμνες
χρυσές, απέραντες οι κόρες των ματιών του
αντικαθρεφτίζουνε βουβό της ζωής το δράμα
σε
ατέρμονη, χυδαία παρέλαση εικόνων της ντροπής:
Βία κι
οδύνη , ναι, κοσμούν του ολέθρου το βασίλειο
μαρτυρώντας φρικτά κουφάρια και φύση ρημαγμένη
πρυτάνευση της διαφθοράς κι εκφυλισμό της αρετής·
με το
συμφέρον άοκνο, θεατρινίστικα να παριστά
από ανόσιο
έρωτα δήθεν κλεμμένη Ελένη.
Και μέσα
σε όλα, παιδιά χαμένα με αύριο απρόβλεπτο
καταμετρούνε
τραύματα αντί για αστέρια
κι ο
φόβος μόνιμος σύντροφος και δόλιος πιστικός
του
κράτους της απάθειας που σιγά τα κατατρώγει.
Μα πριν
ψελλίσω καν ανούσια, κούφια επιχειρήματα
γαλήνεψε πάλι μεμιάς η καταγγελτική θωριά του
σε όψη
αγγέλου ολόλαμπρου με στέμμα της αγάπης.
Πώς λησμονούνε γρήγορα και συγχωρούνε
τα παιδιά
πόση
ευλογία αντίβαρο στην τραγική τους μοίρα.
Σαν
ηλιαχτίδα σκόρπισε, σα μουσική, σα χάδι
ο αγωνιστής
των παιχνιδιών, ο ήρωας των μύθων
και
λεύτερα ανάσανα. Τάχα λυτρώθηκα όμως;
Τι
ωφελεί να κρύβομαι, κάλλιο να το παραδεχτώ:
Κι αν
πολεμώ τη σκέψη μου, κι αν προσπαθώ να
αλλάξω
οι
τύψεις μου καραδοκούν, με κατατρύχει η
ευθύνη
ανεξίτηλα
με σημαδεύει η ντροπή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου