Ανήφορος.
Δρόμος δύσκολος.
Τραχύς.
Κι αγκομαχώ.
Βήμα το βήμα σταματώ.
Αίμα ψυχής
και δάκρυ θολό,
σταγόνα-σταγόνα καυτό,
χτυπούν στο χώμα το ξερό.
Λιγοψυχώ.
Μα προχωρώ.
Στη μεγάλη να φθάσω εκκλησιά,
στη Γιάτρισσα Παναγιά
και στο εικόνισμα το θαυματουργό,
ικέτης να στηθώ μπροστά.
Μα προχωρώ.
Στη μεγάλη να φθάσω εκκλησιά,
στη Γιάτρισσα Παναγιά
και στο εικόνισμα το θαυματουργό,
ικέτης να στηθώ μπροστά.
Όχι για δικά μου σπαράγματα ζωής
ή για κρυφές επιθυμίες ψυχής.
Μα για όλα εκείνα τ’ άπειρα, τα πολλά,
πλούσια σε αντιφάσεις και τρομερά
που συμβαίνουν στον κόσμο τούτο τον καιρό!
ή για κρυφές επιθυμίες ψυχής.
Μα για όλα εκείνα τ’ άπειρα, τα πολλά,
πλούσια σε αντιφάσεις και τρομερά
που συμβαίνουν στον κόσμο τούτο τον καιρό!
Γιάτρισσα Μεγαλόχαρη, χιλιονόματη Παναγιά,
η γη των ανθρώπων σείεται διαρκώς
απ’ το ποδοβολητό
σιδερένιων μηχανών
που ξερνούν ατσάλι και φωτιά!
Φτερωμένες μηχανές
οργώνουν τον ουρανό!
Ξαμολούν κεραυνούς
με βρόντο φρικτό!
Ορυμαγδός!
Κουρνιαχτός!
Κι απ’ τον καπνό
μαύρα σύννεφα σηκώνονται ψηλά!
η γη των ανθρώπων σείεται διαρκώς
απ’ το ποδοβολητό
σιδερένιων μηχανών
που ξερνούν ατσάλι και φωτιά!
Φτερωμένες μηχανές
οργώνουν τον ουρανό!
Ξαμολούν κεραυνούς
με βρόντο φρικτό!
Ορυμαγδός!
Κουρνιαχτός!
Κι απ’ τον καπνό
μαύρα σύννεφα σηκώνονται ψηλά!
Στην Ασία, στην Αφρική, στη Βιρμανία κι όπου γης,
των απλών ανθρώπων ακούω της καρδιάς τον παλμό.
Της ζωής τους νοιώθω τον εξευτελισμό, τον κατατρεγμό!
Των παιδιών τον φόβο τον τρομερό!
Κι όπως στο βάθος της σκέψης τους βουτώ,
θύελλα διαμαρτυρίας
ξεσηκώνεται δυνατή στην ψυχή.
των απλών ανθρώπων ακούω της καρδιάς τον παλμό.
Της ζωής τους νοιώθω τον εξευτελισμό, τον κατατρεγμό!
Των παιδιών τον φόβο τον τρομερό!
Κι όπως στο βάθος της σκέψης τους βουτώ,
θύελλα διαμαρτυρίας
ξεσηκώνεται δυνατή στην ψυχή.
Ανήμπορη για λογαριασμό
δικό τους να υψώσω τη φωνή,
να ρωτήσω «γιατί και πώς»
έγινε η Ειρήνη απαγορευμένος καρπός
και παιχνίδι στα χέρια των λίγων
οι τύχες των λαών,
σφίγγω τις γροθιές,
για τις πολλές των «ισχυρών» αποκοτιές.
δικό τους να υψώσω τη φωνή,
να ρωτήσω «γιατί και πώς»
έγινε η Ειρήνη απαγορευμένος καρπός
και παιχνίδι στα χέρια των λίγων
οι τύχες των λαών,
σφίγγω τις γροθιές,
για τις πολλές των «ισχυρών» αποκοτιές.
Ω! μέρες των καιρών
μ’ εικόνες φοβερές!
Ανθρώπινες ζωές
κρυμμένες σε τρόμου σπηλιές!
Άλαλη παρακολουθώ
του ήλιου το φως να ισκιώνει!
Ακούω να στενάζει
το χώμα της γης,
να μη μερώνει!
Ν’ αχολογάει
φρίκη ο αέρας κι ουρλιαχτό!
Βλέπω τον θάνατο όλο χαρά
να ξεφαντώνει,
ρίχνοντας τους ανθρώπους
σ’ άβυσσο πόνου βαθιά.
μ’ εικόνες φοβερές!
Ανθρώπινες ζωές
κρυμμένες σε τρόμου σπηλιές!
Άλαλη παρακολουθώ
του ήλιου το φως να ισκιώνει!
Ακούω να στενάζει
το χώμα της γης,
να μη μερώνει!
Ν’ αχολογάει
φρίκη ο αέρας κι ουρλιαχτό!
Βλέπω τον θάνατο όλο χαρά
να ξεφαντώνει,
ρίχνοντας τους ανθρώπους
σ’ άβυσσο πόνου βαθιά.
Ω! Μάνα Θεού
Κι ανθρώπων παρηγορήτρα γλυκιά,
το τέρας της μισαλλοδοξίας,
δεν μας αφήνει να γίνουμε αυτό
για το οποίο ευλογηθήκαμε απ’ τον Δημιουργό,
να κάνουμε την γη τόπο ευδαιμονίας.
Κι ανθρώπων παρηγορήτρα γλυκιά,
το τέρας της μισαλλοδοξίας,
δεν μας αφήνει να γίνουμε αυτό
για το οποίο ευλογηθήκαμε απ’ τον Δημιουργό,
να κάνουμε την γη τόπο ευδαιμονίας.
Συ που τον ανείπωτο ένοιωσες πόνο
και βρήκες παρηγοριά,
τώρα στον ανθρώπινο πόνο
Ελπιδοφόρα Παρακαλώ Σε,
μ’ ανοικτή σπεύσε μητρική αγκαλιά.
Στον ήχο της φωνής Σου να στυλωθεί
κάθε λυγισμένη καρδιά.
και βρήκες παρηγοριά,
τώρα στον ανθρώπινο πόνο
Ελπιδοφόρα Παρακαλώ Σε,
μ’ ανοικτή σπεύσε μητρική αγκαλιά.
Στον ήχο της φωνής Σου να στυλωθεί
κάθε λυγισμένη καρδιά.
Και ξεφεύγοντας απ’ τον κλοιό της μοιρολατρίας,
να βρει τη δύναμη να δει πως η ζωή
έχει κι άλλη όψη διαφορετική.
Να ξανοίξουν μπροστά της οράματα πλατιά
κι η ψυχή του κάθε ενός
μ’ αγαλλίαση να σκιρτά
στο ιλαρό της Αγάπης Σου φως.
να βρει τη δύναμη να δει πως η ζωή
έχει κι άλλη όψη διαφορετική.
Να ξανοίξουν μπροστά της οράματα πλατιά
κι η ψυχή του κάθε ενός
μ’ αγαλλίαση να σκιρτά
στο ιλαρό της Αγάπης Σου φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου