Όταν μου είπες
πως κάτι Σ' έσπρωχνε να φύγεις μακριά μου,
ο Πόνος διάπλατα άνοιξε
των στοχασμών μου το σκοτεινό Αυλοθύρι.
Ήταν του σούρουπου μιά ώρα δύσκολη,
όντας τα μαλλιά Σου χρύσωνε,
του ΄Ηλιου μιά στερνή αχτίδα.
Και, ήσουν τόσο ΄Ομορφη,
σαν τ' ανθισμένο γιασεμί,
στης τελευταίας του αναλαμπής την ώρα.
Όξω, απ' της νυχτιάς πουρχότανε το παραθύρι,
μιά Νυχτερίδα επικροχαιρότανε,
κι ο Γκιώνης στό απέναντι κλαρί εμοιρολόγαγε,
αγάπης πιά νεκρής, πικρόλογο τραγούδι.
Κι ο θρήνος τούτος έφτανε,
ως του Ουρανού, τα άφωτα σοκάκια.
Στο δώμα, το καντηλέρι ίσκιους έριχνε
στα γένια των Αγίων,
ενώ το μισοσούρουπο έβαφε μενεξεδί,
το πονεμένο πρόσωπό Σου...
Κι εγώ,
από τον ανθισμένο κήπο μας λουλούδια έφερα,
τον δρόμο Σου με ανθοπέταλα να στρώσω,
καθώς αμήχανα Σε κοίταζα,
την ώρα του φευγιού Σου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου