Βάδιζε σε δρόμο έρημο
ανάμεσα σε πόρτες
που άνοιγε κι έκλεινε
βαδίζοντας συνέχεια
ανάμεσα σε πόρτες
ανάμεσα σε πόρτες
όλες ίδιες.
Κάποιες άνοιγαν μόνες τους
καθώς πλησίαζε
κι έκλειναν πίσω του
σαν προσπερνούσε.
Για πόσο βάδιζε δεν γνώριζε
ώσπου έφτασε σε μια λίμνη
τριαντάφυλλα
τότε έγινε νερό και χύθηκε ανάμεσα
είχα μια επιθυμία, είπε
μα τώρα πια δεν τη θυμάμαι.
*
Κι όταν δεν είχε άλλο να θυμάται
πια
σώπασε.
Μόνο στην απόληξη του δεξιού χεριού
ένα κομμένο καλώδιο τηλεφώνου
έσταζε φωνές
σε ένα αυτοσχέδιο ποτηράκι από
χαρτί.
Κρωξίματα γλάρων χύνονταν
στο σκοτεινό του χρόνου
οροπέδιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου