Στην απότομη χαράδρα της Νύχτας,
που καταπίνει την άφωτη πόλη,
ένα μικρό πετεινάρι με φτερά αετού,
κράζει στο ατίθασο αγέρι
να συμαζόξει από τις έρημες όχτες,
δυό τσακισμένα ιστία και μιά ξένη οσμή.
Όνειρα σπαρμένα σε δάση με ξέφωτα,
λικνίζονται δίχως ηχώ στα λημέρια των ίσκιων
κι ένα πάφλασμα κυμάτου υπόκωφου
σβήνει αθόρυβα στην άκρια
του ανεμοδαρμένου γυαλού!
Κι εγώ,
ντυμένος με τις κάτασπρες ώρες μου
στης νύχτας την εκπνοή,
καρτερώ να ξαγναντίσει η Αυγή,
γιά να παίξω τον ΄Ηλιο
σαν τόπι μικρό,
με τα παγωμένα μου χέρια...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου