Έμοιαζε δένδρο έτσι όπως πρόσφερε
τα χέρια του γεμάτα σπόρους και νερά.
Αντλούσε το αθέατο ρίζωνε ολοπράσινος.
Γύρω του τα πουλιά, φαίνονταν χωριστά.
Λαμνοκοπούσαν τα φτερά, μοιράζανε τον άνεμο
άλλα στεφάνι χρώματα στο έξω σώμα άλλα
κουρνιάζανε στις άκρες μαρμαρωμένο φως
άλλα βοσκούσανε στα πόδια του μικρές προσευχές
πουλιά ποτάμι ένα. Μιστράς Ευρώτας και Ταΰγετος.
Από το ανοιχτό παράθυρο εγώ κοιτούσα.
Πώς γίνεται μες στους ξερούς καιρούς μας
να βλασταίνει ο άνθρωπος; Πώς το μαθαίνουν
τα πουλιά και έρχονται από τις τέσσερις ζωές
πατώντας μονοπάτια ουράνια, που μόνο αυτά
κι εκείνοι που αγαπούν, μπορούν να βλέπουν;
Αναρωτιόμουν, ακουμπώντας το σκληρό περβάζι
ξυπνός βυθισμένος σε απόμακρο όνειρο, όπου
οι άκρες των πραγμάτων έπεφταν σε πηγάδι σιωπής
και μόνο από πολύ μακριά πολύ μακριά ο ήχος
μιας φλογέρας, κύμα από σπηλιά φυλαγμένο σε έγκατα,
κελαηδούσε: Κοιτάξτε εδώ το δένδρο άνθρωπος
που ξέρει το μερίδιο των πουλιών και τους το δίνει.
Κοιτάξτε τα φτερά ανθίζουνε στους ώμους του, πώς
ανεβαίνει δίπλα τους σε μονοπάτια μουσικά, κοιτάξτε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου