Στον Κώστα Φιλίνη
«Ένας – ένας φεύγει
και μ` αφήνετε μόνο
ν` ακούω ν` αλαλάζουν
τα κύμβαλα της αλλοφροσύνης
να κροταλίζουν τα κρόταλα
των ψευδών υποσχέσεων.
Είχαμε ομογνωμήσει
κι ανάψαμε τα καντήλια του χρέους
στ` άραχλα σκοτάδια της απελπισίας
ξορκίζοντας τους εφιάλτες της υποταγής.
Μου
είπαν πως έφυγες
κι `αντέταξα τη φωνή
που δεν γνωρίζαμε πως είχαμε
κι αποκτήσαμε την ημέρα
π` αντικρύσαμε της αδικίας το προσωπείο.
Οι
άνθρωποι της γενιάς μας
δεν πεθαίνουν. Γκρεμίζουν,
σκάβουν, χτίζουν, θεμελιώνουν
τα σπίτια τα ολάνοιχτα
στον ήλιο της λευτεριάς.
Στα
χίλια εννιακόσια εξήντα τρία
η πρώτη μας γνώρα Κώστα,
εκεί, όπου για να σε ιδεί το φως του ήλιου
πρέπει να πάρει άδεια
από τα σταυρωτά σίδερα.
Ανάμεσα
στις παρτίδες σκάκι
μου ανάλυες τη « θεωρία των παιγνίων»
και πως το ζητούμενο είναι
να την αξιοποιούμε για να χαράζουμε
σωστή στρατηγική πολιτική.
Τότες συμφωνούσαμε σε όλα.
Όταν
αποφυλακιστήκαμε
συνεργαστήκαμε αντάμα
στης δημοσιογραφίας την έπαλξη.
Στης
δικτατορίας την καταχνιά
ο ένας στη φυλακή κι άλλος στην εξορία
δε βρεθήκαμε στην ίδια συντοιχιά,
διαλέξαμε δρόμους, παράλληλους, μα
διαφορετικούς.
Στο γκρέμισμα της Χούντας ,
ύστερα από πολλές δολιχοδρομίες
και
πάλι μαζί
στους δρόμους των οραμάτων.
Αλαφιάζονται
τα σημαινόμενα
να βρουν τα κελύφη τους
να καλυφθούν στα περικάρπια.
Ψάχνουν
κι οι αγωνιστές του ονείρου
να `βρουν τα γνωμικά
που τα λένε τσιτάτα
να ταυτιστούν με τη διαλεκτική σκέψη,
ενώ
η επανάσταση τρέχει στους δρόμους,
κρούει τις θύρες, μας φωνάζει
και δεν την ακούμε.
Σκυμμένοι στα παλαιά βιβλία
των σοφών γυρεύουμε
να ταυτίσουμε τις γνώμες τους
με το παρόν και δεν βρίσκουμε άκρη.
ως πότε;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου