Ι
Προσέλθετε, καλεσμένοι και απρόσκλητοι,
να μοιραστείτε τη χαρά μου
είπε ο άρχοντας,
Γέμει η τράπεζα και η καρδιά μου
άρτων ειρηνικών και πάσης σαρκός τεμάχιον˙
γεννήματα εκλεκτά της γης και οπώρες,
πάντα τα κτήνη των ορέων και τα κήτη της θαλάσσης
σας προσφέρω: Ευφρανθείτε.
Εν τη πτωχεία μας,
καθίσαμε όλοι στο τραπέζι
ΙΙ
Τόση αφθονία,
θέτει καθέναν
ενώπιον των ευθυνών του˙
Και βρέθηκαν πολλοί
που γέμισαν το πιάτο τους
μια, δύο και τρεις φορές
ενώ η αρετή διαμαρτυρόταν
και άλλοι τόσοι δίστασαν
ν’ απλώσουν και να πάρουν μερτικό
μήπως δε φτάσει για όλους˙
Κάποιοι, κατέλυαν τα ηδονικά
και νήστευαν τα άνοστα
και μερικοί, καχύποπτοι απείχαν
από το φόβο μην πληρώσουν
ΙΙΙ
Το λίγο περισσεύει
και το πολύ δεν φτάνει˙
Το αρκετό
είναι το ερωτηματικό
που ο καθένας
θέτει στον εαυτό του.
Σηκώνουμε τα βάρη
την νοημοσύνης που αισθάνεται
IV
Ο οικοδεσπότης, έκανε πως έτρωγε
ενώ εντατικά παρατηρούσε
Την ιερότητα της πείνας
και της απληστίας την
αλύτρωτη οργή˙
Κρασί δεν κέρασε ποτέ,
μόνο ένα τελευταίο λόγο
διπλής απόσταξης:
Δε σας προσφέρω γεύμα – μέτρο του εαυτού προσφέρω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου