Ρέθυμνο, καλοκαίρι του 1992:
Η πόλη αργοξυπνούσε, έτσι καθώς ανηφόριζα από την παραλία.
Περπάταγες ακριβώς δίπλα μου κι αυθόρμητα σου είπα καλημέρα.
Μακριά, το πρώτο φως έσκαγε στη βουνοκορφή
κι ο ουρανός δεν είχε ίχνος σύννεφο.
Βιέννη, Χριστούγεννα του 1991:
Στη Rauenstraße ο ουρανός είχε σχεδόν καθίσει πάνω στα σπίτια,
λίγο πριν αρχίσει να διαλύεται σε κομμάτια
που έπεφταν επάνω μου και με κατάπιναν.
Πάει ώρα που σε κυνηγούσα από γωνία σε γωνία,
μέσα στην αδηφάγα λαιμαργία της πόλης που μ’ εξαφάνιζε.
Ανάμεσα στα δαιδαλώδη της σχήματα, τις γωνίες και τις τεθλασμένες,
το μόνο που δεν είχε σχήμα ήταν ο ουρανός.
Μόναχο, πρωτοχρονιά του 1992:
Πελώριες οι σάλπιγγες αντηχούσανε στην κεντρική πλατεία,
κάτω από έναν καθαρό, αλλά παγωμένο ουρανό.
Το μάτι μου σε πήρε ανάμεσα στο πλήθος,
αλλά τα πόδια μου ήταν βαριά, από την κούραση και την ορθοστασία.
Σε λίγο είχες χαθεί.
Σκόπελος, καλοκαίρι του 1990:
Θάλασσα και ουρανός είχανε γίνει ένα.
Ο ήλιος βυθιζότανε στην άκρη ενός γαλάζιου τοπίου
κι εγώ ονειρευόμουνα τη λεωφόρο του φεγγαριού.
Νανσί, φθινόπωρο του 1991:
Ποιος θα περίμενε ποτέ να βρεθεί σ’ ένα δρόμο,
που να ονομάζεται `Οδός της Ερημιάς μου `;
Η προοπτική του χανότανε στον ουρανό.
Έμεινα εκεί ώρα πολλή, χωρίς να περιμένω απολύτως τίποτα.
Ρέθυμνο, τέλη καλοκαιριού 1992:
Ξαναγυρίζω. Δεν είχα άλλη επιλογή.
Πάντα θα ξαναγυρίζω.
Δεν είναι απλά ένας τόπος όπου πηγαίνεις, αλλά απ’ όπου επιστρέφεις.
Με τα μάτια γεμάτα ουρανό.
Μόνο ουρανό. Τίποτ’ άλλο από έναν βαθύ, καταγάλανο και καθαρό ουρανό.
Και κατάλαβα πως αυτός ο ίδιος ο ουρανός, θα μ’ ακολουθούσε για πάντα
Η πόλη αργοξυπνούσε, έτσι καθώς ανηφόριζα από την παραλία.
Περπάταγες ακριβώς δίπλα μου κι αυθόρμητα σου είπα καλημέρα.
Μακριά, το πρώτο φως έσκαγε στη βουνοκορφή
κι ο ουρανός δεν είχε ίχνος σύννεφο.
Βιέννη, Χριστούγεννα του 1991:
Στη Rauenstraße ο ουρανός είχε σχεδόν καθίσει πάνω στα σπίτια,
λίγο πριν αρχίσει να διαλύεται σε κομμάτια
που έπεφταν επάνω μου και με κατάπιναν.
Πάει ώρα που σε κυνηγούσα από γωνία σε γωνία,
μέσα στην αδηφάγα λαιμαργία της πόλης που μ’ εξαφάνιζε.
Ανάμεσα στα δαιδαλώδη της σχήματα, τις γωνίες και τις τεθλασμένες,
το μόνο που δεν είχε σχήμα ήταν ο ουρανός.
Μόναχο, πρωτοχρονιά του 1992:
Πελώριες οι σάλπιγγες αντηχούσανε στην κεντρική πλατεία,
κάτω από έναν καθαρό, αλλά παγωμένο ουρανό.
Το μάτι μου σε πήρε ανάμεσα στο πλήθος,
αλλά τα πόδια μου ήταν βαριά, από την κούραση και την ορθοστασία.
Σε λίγο είχες χαθεί.
Σκόπελος, καλοκαίρι του 1990:
Θάλασσα και ουρανός είχανε γίνει ένα.
Ο ήλιος βυθιζότανε στην άκρη ενός γαλάζιου τοπίου
κι εγώ ονειρευόμουνα τη λεωφόρο του φεγγαριού.
Νανσί, φθινόπωρο του 1991:
Ποιος θα περίμενε ποτέ να βρεθεί σ’ ένα δρόμο,
που να ονομάζεται `Οδός της Ερημιάς μου `;
Η προοπτική του χανότανε στον ουρανό.
Έμεινα εκεί ώρα πολλή, χωρίς να περιμένω απολύτως τίποτα.
Ρέθυμνο, τέλη καλοκαιριού 1992:
Ξαναγυρίζω. Δεν είχα άλλη επιλογή.
Πάντα θα ξαναγυρίζω.
Δεν είναι απλά ένας τόπος όπου πηγαίνεις, αλλά απ’ όπου επιστρέφεις.
Με τα μάτια γεμάτα ουρανό.
Μόνο ουρανό. Τίποτ’ άλλο από έναν βαθύ, καταγάλανο και καθαρό ουρανό.
Και κατάλαβα πως αυτός ο ίδιος ο ουρανός, θα μ’ ακολουθούσε για πάντα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου