Σελίδες

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Η ΠΑΡΕΛΑΣΗ (απόσπασμα)

«Σήκω Ανδρομάχη, να μας πεις το ποίημα: «Τί είναι η Πατρίδα μας» με μάγουλα στο χρώμα της φωτιάς, και μια καρδιά που χτύπαγε στα στήθη σαν ταμπούρλο αλλά και μια σεμνή περηφάνια -που ο κύριος για άλλη μια φορά είχε διαλέξει εμένα να απαγγείλω  ανάμεσα σε τόσα παιδιά, μπροστά στον επιθεωρητή- ανασηκώθηκα αμέσως από το θρανίο μου, βάζοντας στην θέση την καρέκλα μου προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο καθώς σηκωνόμουνα και αφού έσιαξα  τις πιέτες της ποδιάς μου άρχισα με μια φωνή που έβγαινε μέσα από την ψυχή μου να βροντοφωνάζω  , τονίζοντας μια μια τις λέξεις ,δίνοντας χρώμα στις προτάσεις:

«Τι είναι η Πατρίδα μας
Μην είναι οι κάμποι;
Μην είναι τα ψηλά βουνά;
Μην είναι η Θάλασσα;
Όλα
Όλα είναι η Πατρίδα μας
Κι΄ αυτά και εκείνα και όλα  που ΄χουμε μες την καρδιά;»

Όσο προχωρούσα το ποίημα , όσο βυθιζόμουνα μέσα του άλλο τόσο το ζούσα, είχα ανατριχιάσει ολόκληρη κι ας ήμουν μόνο 8 χρονών, το ΄νιωθα στο πετσί μου αυτό το ποιήμα. Ξέχασα και τον κύριο, ξέχασα ( και τον φόβο και τρόμο τότε) τον επιθεωρητή ., ξέχασα και τους συμμαθητές μου, αδιαφόρησα για την  ξυλόσομπα που εκείνη την ώρα βρήκε η ευλογημένη  την ώρα να κορώσει!
Ήμουν μια Ελληνοπούλα εκείνη τη στιγμή .Μια Ελληνοπούλα, με μπλέ ποδιά κι΄ άσπρο γιακά , που τα ΄δινε  όλα.
Τελειώνοντας  βροντοφώναξα τον επίλογο : -Κι αυτά κι΄εκείνα που΄ χουμε μες την καρδιά , και  χτύπησα με την μπουνιά μου την καρδιά μου, κι έκατσα με δύναμη στην καρέκλα μου, κάτι σαν να ξεφόρτωνα την πανοπλία μου , τόσο είχα φορτιστεί, που τα χειροκροτήματα που εισέπραξα απ΄ όλους , από την μέση και μετά άρχισα να τα ακούω !
- «Μαμά , μαμά..» η φωνή της κόρης μου με προσγείωσε απότομα στο χρόνο.
-«25η Μαρτίου 2009, μου σιδέρωσες το πουκάμισο; Τα παπούτσια  μου τα ΄βαψες; Πού είναι το καλτσόν;»
 -«Ησύχασε παιδί μου , από χθες δεν τα ετοιμάσαμε όλα, σήκω να πλυθείς.>>
-«Εσύ θα με πας ή ο μπαμπάς;»
-«Εγώ»
-«Να μην αργήσουμε, να κάνουμε γρήγορα, είπε ο κύριος  10.30 στην αυλή να είμαστε όλοι στο σχολείο. Δέκα και μισή ακριβώς!»
-«Θα είμαστε, ακόμα είναι εννιά, Έλα να σε χτενίσω. Μήπως πρέπει να σου βάλω την άσπρη κορδέλα;»
-«Όχι μαμά, θα είναι ελεύθερα τα μαλλιά.»
Η κόρη μου στα δέκα, πότε μεγάλωσε, ακόμα χτες την έντυνα Αμαλία…Πλισέ ποδιά, γιλέκο μπλε, λευκό πουκάμισο!!!
-«Αχ κορίτσι μου , πόσο πίσω με γυρίζεις στο χρόνο, όμορφα που θα είστε όλα σήμερα και να προσέξεις, παιδί μου ,να μην λερώσεις την φούστα σου.
Εμείς πάντα τέτοια μέρα λερώναμε την φούστα μας!»
-«Την  λερώνατε την φούστα σας ; Γιατί μαμά;»
-«Απ΄ το λουκούμι παιδί μου, μετά την παρέλαση απαραίτητα μας κέρναγαν λουκούμι, άσπρο λουκούμι  κι άλλες φορές ροζ λουκούμι που μύριζε τριαντάφυλλο.
Εκεί να δεις τί γινότανε, με τί λαχτάρα απλώναμε τα χέρια μας να πάρουμε το λουκούμι, ξεχνούσαμε και τις μπλέ πλισέ φούστες μας επειδή  τα λουκούμια δεν ήταν ποτέ το ένα ίδιο με το άλλο σε μέγεθος, κοίταζε ο καθένας να αρπάξει το μεγαλύτερο, διαλέγαμε , έτσι χιόνιζε λουκουμόσκονη στις μπλέτες  της φούστας μας.
-«Α ρε μαμά για ένα λουκούμι κάνατε έτσι;»
-«Ναι παιδί μου, ήταν μεγάλη υπόθεση τότε για μας τα παιδιά να ασχοληθούν με την αφεντιά μας και να μας κεράσουν λουκούμι! Δύο φορές τον χρόνο , γινόταν μονάχα, αυτό, στις εικοσιοκτώ  Οκτωβρίου  και την εικοσιπέντε Μαρτίου , κάποιες φορές μάλιστα μας τράτερναν και τους εργολάβους .»
-«Τι ήταν αυτά ; Χτίστες;»
-«Όχι καλέ κορούλα μου , είναι τα σημερινά αμυγδαλωτά με την ψίχα.»
-«Αααα αυτά μάλιστα!»
-«Αυτά μας τα κερνούσαν σπανιότερα ή μάλλον λίγο αργότερα, πιο μεγάλη ήμουνα θυμάμαι… Δυο τρεις μέρες πριν τις παραμονές της επετείου η κρατική τηλεόραση έδειχνε  μονάχα φιλμ και αφιερώματα πατριωτικού περιεχομένου.Απ΄ το πρωί ξυπνούσαμε με την φωνή της Βέμπο, όλα τα μεγάφωνα στη διαπασών, μεγάφωνα η εκκλησία-η λειτουργία του Ευαγγελισμού ακουγόταν από άκρη σε άκρη- μεγάφωνα ο Δήμος, μεγάφωνα το σχολείο, παντού μεγάφωνα.»

«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει»
«Βάζει ο Ντούτσε την Στολή του για την 28η Οκτωβρίου»
«Παιδιά της Ελλάδος παιδιά!»
«Μάνα μου τα κλεφτόπουλα!»..................................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου