Εψές πουρνό, μεσάνυχτα, στης φυλακής την μάντρα,
μες στης Κρεμάλας την θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τά ‘κουσε κανένας.
Η μάννα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρ’ όνειρο δεν είδαν
κι η νιά που τον ορμήνευε δεν άκ’ σε νυχτοπούλι.
Εχθές πουρνό, μεσάνυχτα, θάψαν τον Ευαγόρα.
——————————————
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλ’ η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζίν, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο κτίστης εκκλησιά, πανίν απλώνει ο ναύτης
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνουν η πρώτη η άτακτη κι η Τρίτη που διαβάζει
μπαίνει κι η Πέμπτη, αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι; – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες!!! λέει ο δάσκαλος και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω κι ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφυλλητό ετούτοι κι όλη η τάξη
- Παλληκαρίδη, άριστα! Ευαγόρα, πάντα πρώτος!
Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σκολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία
———————————————-
Τόπε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα σκεπάζανε της τάξης τα θρανία
έξω από ‘κείνο τ’ αδειανό, παντοτεινά γεμάτο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου