Έβρεχε
μες τη νύχτα… Έβρεχε… κι εγώ μουσκεμένη από τα δάκρυα τ’ ουρανού και τα
δικά μου.Έτρεχα, έτρεχα… να χαθώ… να σβηστώ στο σκοτάδι… δεν ήθελα να
πιστέψω, δεν… Μόνο ήθελα… ήθελα να πνίξω τη φωνή… εκείνη που έβγαινε από
μέσα μου, μέσα βαθιά… Μόνο ήθελα… ήθελα να ξεγράψω τη θωριά… εκείνη που
ερχόταν εμπρός μου… εκείνη που τόσο έντεχνα με αφάνιζε…
Τα πάντα κατέρρεαν γύρω μου. Τα έβλεπα όλα. Κι εγώ στη μέση. Να μην κάνω τίποτα… να μην αντιδρώ… Δεν… δεν άντεχα…
Ερωτευμένη -μισό χαμόγελο- … ερωτευμένη… πολύ.
Σπίτι. Ώρες σαλέματος στο σκοτάδι. Στο δωμάτιο κλεισμένη, γονάτισα. Έριξα το κεφάλι χαμηλά. Κάτω από το κρεβάτι. Τράβηξα το κουτί. Έτρεμαν τα χέρια, η καρδιά. Το κρύο; Η βροχή που έπεφτε στην ψυχή μου. Βελούδο καλυμμένο. Άγγιξα το σκέπασμα. Απαλό. Ζεστό, σαν το δέρμα του. Δίστασα. Να το ανοίξω; Το άνοιξα. Όλα «εν τάξει», και το γράμμα του μαζί.
Έπιασα τον φάκελο. Δειλά. Έβγαλα από μέσα ένα χαρτί, βρεγμένο κιόλας. Θυμήθηκα τα λόγια του: «Μαζί με το δώρο υπάρχει κι ένα γράμμα. Μην το διαβάσεις τώρα. Θα καταλάβεις την ώρα, κοριτσάκι». Να ήταν τώρα η ώρα που πεθυμούσε; Ξετύλιξα το χαρτί. Μαύρο μελάνι, κηλίδες στο λευκό. Άρχισα να διαβάζω…
Σπίτι. Ώρες σαλέματος στο σκοτάδι. Στο δωμάτιο κλεισμένη, γονάτισα. Έριξα το κεφάλι χαμηλά. Κάτω από το κρεβάτι. Τράβηξα το κουτί. Έτρεμαν τα χέρια, η καρδιά. Το κρύο; Η βροχή που έπεφτε στην ψυχή μου. Βελούδο καλυμμένο. Άγγιξα το σκέπασμα. Απαλό. Ζεστό, σαν το δέρμα του. Δίστασα. Να το ανοίξω; Το άνοιξα. Όλα «εν τάξει», και το γράμμα του μαζί.
Έπιασα τον φάκελο. Δειλά. Έβγαλα από μέσα ένα χαρτί, βρεγμένο κιόλας. Θυμήθηκα τα λόγια του: «Μαζί με το δώρο υπάρχει κι ένα γράμμα. Μην το διαβάσεις τώρα. Θα καταλάβεις την ώρα, κοριτσάκι». Να ήταν τώρα η ώρα που πεθυμούσε; Ξετύλιξα το χαρτί. Μαύρο μελάνι, κηλίδες στο λευκό. Άρχισα να διαβάζω…
.........................
Χθες βράδυ σ’ αναζήτησα. Σ’ έψαξα στη μνήμη, μα… έλειπες. Το μόνο που βρήκα μια ξεθωριασμένη φωτογραφία από ένα ταξίδι που δεν αρχίνησες ποτέ. Ο Χρόνος εξάχνωσε τη μορφή σου, σε μίσησε, όπως –τάχα;- κι εγώ. Δεν αντιστάθηκες, ίσως δεν το μπορούσες… υπάκουος πάντα παραδόθηκες στη φθορά.
Χθες βράδυ σ’ αναζήτησα. Σ’ έψαξα σε κορμιά ξένα, μα… δεν ήταν εσύ. Το βλέμμα τους μ’ έψυχε γερμένο απάνω μου, το γέλιο με κούφαινε, το ίδιο κι η φωνή. Εσύ πού να 'σουν, αλήθεια; Τα σεντόνια μου ζέχνουν ακόμα απ’ τα αβούλητα αγγίγματα, η μυρωδιά σου έσβησε… δεν βρίσκεσαι πουθενά.
Χθες βράδυ σ’ αναζήτησα. Σ’ έψαξα στις λέξεις, μα… αντίκρισα μονάχα κενό. Οι ήχοι ιχνηλάτησαν κάποτε το ανάκουστο κι οι εικόνες παράλυσαν στον ατέρμονα βρόχο της μοναξιάς.
Σ’ έψαξα, σ’ έψαξα, μα… ήσουν πάλι απών… κι έπαυα να σ’ ερωτεύομαι, μάτια μου, καθώς έπαυες κι εσύ να με εμπνέεις.
..........................
Στο δωμάτιο κλεισμένη, γονάτισα. Έριξα το κεφάλι χαμηλά. Κάτω απ’ το κρεβάτι. Τράβηξα το κουτί. Έτρεμαν τα χέρια, η καρδιά. Το κρύο; Η βροχή. Η βροχή που έπεφτε στην ψυχή μου.
Βελούδο καλυμμένο. Άγγιξα το σκέπασμα. Απαλό. Ζεστό, σαν το δέρμα του. Δίστασα. Να τ’ ανοίξω; Το άνοιξα. Όλα «εν τάξει», και το γράμμα του μαζί.
Έπιασα το φάκελο. Δειλά. Έβγαλα από μέσα ένα χαρτί, βρεγμένο κιόλας. Θυμήθηκα τα λόγια του: «Μαζί με το δώρο υπάρχει κι ένα γράμμα. Μην το διαβάσεις τώρα. Θα καταλάβεις ποια είναι η ώρα, κοριτσάκι.»
Να ήταν τώρα τάχα η ώρα που επιθυμούσε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου