Σε μια γωνιά της ΣβέαΒέγκεν, μεσάνυχτα, | |
έπεσε ο πυροβολισμός. | |
και η σφαίρα βρήκε τη βασιλόφλεβα | |
της ειρήνης του κόσμου. | |
Ποιος το περίμενε, Ούλοφ, τόσο άξαφνα | |
μ΄ένα σαλτάρισμ΄αστραπή | |
να μπεις στην αιωνιότητα ακέριος! | |
Χαράματα είδαμε ένα κοπάδι περιστέρια | |
να φεύγουν με ματωμένα φτερά | |
προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. | |
Πώς έκλεισαν όμως τα μάτια μας πώς | |
σε αφήσαμε ολομόναχο στη νύχτα | |
μπροστά στο ρεβόλβερ του δολοφόνου; | |
Η σφαίρα βρήκε τη βασιλόφλεβα | |
κι άδεισε απ΄το στήθος σου | |
στο πεζοδρόμιο το λίγο φως του κόσμου. | |
Κι ήρθαν απ΄το σκοτάδι οι γριές ήπειροι | |
με βότανα και κομποσκοίνια να σε γιάνουν. | |
ήρθε η Ασία και η Αφρική που αγάπησες, | |
βουβές, με τις κοιλιές πρησμένες. | |
Μα είναι στενή η Σβέαβέγκεν, Ούλοφ, | |
καιρός να την πλατύνουμε: σήμερα κιόλας | |
της χαρίζουμε τ΄όνομά σου! | |
Για να περάσουν τα ποτάμια | |
με όλα τα δάκρυα που χύθηκαν για σένα. | |
Να βολευτούν οι σαραντάπηχ΄ ίσκιοι | |
με τα γαρούφαλα στο κορμί: | |
ο Λόρκα, ο Μπελογιάννης, ο Λουμούμπα, | |
ο Τσε, ο Μάρτιν Λούθηρ, ο Αλιέντε- | |
Οι χιλιάδες που θα σε κρατήσουν χεραγκαλιά | |
στην πρώτη γραμμή της πορείας | |
για τα δικαιώματα του ανθρώπου. | |
Και κάθε νύχτα, ώρα έντεκα και είκοσι, | |
σα θα σκολάει ο κινηματογράφος | |
στα χνάρια σου θα περπατούν οι αγαπημένοι, | |
σίγουροι, δίχως το ρεβόλβερ στην πλάτη. |
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου