ΑΠΟΣΤΡΟΦΟΣ
Συμμαζεύω
λέξεις, σκέψεις, βιώματα
Επικεφαλίδες, μετρώ και ξαναμετρώ
Τοδιανυθέν
μήκος με
Αστιγματική ματιά.
Κεφάλαια
σκόρπια, συνδέσεις πρόχειρες
Δρωμένων
επιπόλαιες συρραφές
Εικόνων
Το χθες
σήμερα επιτακτικό
Ζητάει
εξηγήσεις και πιάνει τους λογαριασμούς
Που μένουν
σε εκκρεμότητα από χρόνια
Μα τα
πρόσωπα έχουνε λιώσει
Τα ιμάτια
διεμερίσθησαν προ πολλού και ο κλήρος
Με βγάζει
άκληρο και παραπαίοντα
Μεταξύ των
μακρών και βραχέων φωνηέντων μου
Στην
ακαταστασία των λαθών μου να βρίσκω
Σταθερό
άλλοθι αθροίζοντας
Τις
χρεώσεις.
Κατά τα
άλλα, τα ράφια μου σφύζουν
Από
φιλόδοξες λεξιθηρικές στοιβάξεις
Και πάσης
φύσεως προσεγγίσεις
Επί παντός
του επιστητού
Με βιολετί
πινελιές πού και πού στη χρώση
Της
φαντασίας.
Τίποτα...
Στην
ουσία, μια παρατεταμένη προσκόλληση
και μια
διαρκής εμμονή
-με προφανώς αποχρώντα λόγο-
Στη
βασανιστική αναίδεια
Της
έκθλιψης.
ΚΟΣΜΟΣ
Κόσμος
οπλισμένος τις έγνοιες του εναντίον
Του εαυτού
του, τρέχει
Κυνηγημένος
από τις τύψεις του για τα
Σ’ αγαπώ
που δεν είπε για τις
Αναβολές
του
Που
στοίχησαν οδηγώντας σε λάθη, κόσμος
Παραδομένος σε κοινοτυπίες, σε συμπεριφορές
Συνήθεις, θηρευτής
ευκαιριών
Δυσδιάκριτων και αμφίβολων ημερών
Καιροσκόπος, με το βαθύτερο εγώ να
Καταζητείται από τις δυνάμεις του φωτός
Και του
σκότους στην πάλη τους, από την άλλη
Γητευτές
αμαλθείας με εμπορεύματα και
Υποσχέσεις
προκαλούνε τη μοίρα τους μήπως
Γίνει τύχη
Φιλήσυχοι
αστοί ντυμένοι φροντίδες κι ευθύνες
Δικών
τους, οργανώνουν
Μικρές
αποδράσεις στα άπειρα Cafe κουρνιάζοντας
Για λίγο
στην εσοχή τους κι ύστερα πάλι
Εφ’ όπλου
σχεδιάζουν το μέλλον με παρρησία
Στην
ακηδία του ενεστώτος μετά
Χαράσσουν
την καθημερινή επιστροφή τους επί του
Κρασπέδου
των επιδιώξεων, πεζοδρόμια
Ταλαίπωρα
περιφέρονται σηκώνοντας αγωνίες
Με προορισμούς
ποικίλους
Στη
διάρκεια μιάς έκτακτης συστολής
Μηδενίζει
ο κόσμος και μετά
Ξανά απ’
την αρχή
Τραβά προς
τη ματαιότητα.
ΚΙΤΡΙΝΗ Η ΝΥΧΤΑ
(ΠΑΝΩ ΠΛΑΤΕΙΑ)
Κίτρινη η νύχτα
Από τα φώτα του δρόμου και το νερό
Των δακρύων στα ομιχλώδη τοπία
Του νου.
Ακοίμητα κτίρια μέσα στα χρόνια
Σωπαίνουνε μαρτυρίες και μνήμες.
Από την Πάνω Πλατεία κατηφορίζουν
Αναρίθμητα βήματα στο μωσαικό του καιρού
Ανεμίζοντας σημαίες άλλες κι άλλες.
Θυμάμαι βεγγέρες που ακινητήσαν
Τα πρόσωπα σε κορνίζες μετά
Αισθήματα κεντημένα στο χέρι που πάλιωσαν
Να προσμένουν
Τρυφερά ζευγάρια οι μέρες
Σαν φιγούρες εποχής ξεμακραίνουν
Κι αφήνουν πίσω την ερημιά
Δρόμοι που μείναν σαν άλλοτε
Μυρουδιές που πάντα θα με γυρίζουν
Φωνές ακόμα αγαπημένες κι ας σιγήσαν.
Κίτρινη η νύχτα
Κι εγώ να συνομιλώ με την απουσία μου
Νοιώθοντας όπως οι μισάνοιχτες ξώθυρες
Με ανέγγιχτο το ρόπτρο από χρόνια...
εκδ. «απόστροφος», 2007