Σε λίγο θα ξημέρωνε – νύχτα των Χριστουγέννων∙
όλοι βαθιά κοιμόντουσαν και σώπαινε το σπίτι
και μόνο εγώ δεν έβρισκα ανάπαυλα στο στρώμα.
Κι όταν οι σκύλοι στις αυλές άρχισαν να γαυγίζουν
– φρικτή ερωταπόκριση –
κατάκοπος σηκώθηκα, σύρθηκα ως τη σάλα
και κάθισα μες στο μισόφωτο του δωματίου.
Στη μέση το τραπέζι βαθυκόκκινο
και πίσω του ασήμιζε το φύλλωμα του Δέντρου
κι ένα γαλάζιο παγερό έφεγγε τις κουρτίνες.
Αφηρημένος κοίταζα
ώσπου αρχίσανε αργά
σκέψεις στο νου μου να ’ρχονται
αλλόκοτες και μαύρες
σκέψεις ενός που αισθάνεται πως όλοι κοιμηθήκαν
και μόνο αυτός δεν μπόρεσε να βρει το θάνατό του.
Και τότε βλέπει η σκέψη μου μιαν αυταπάτη:
μπήκε μες στο δωμάτιο κάτι σαν ένας γέρος,
ζητιάνος ή καλόγερος∙ έμοιαζε να ’χει έρθει
απ’ του χιονιού την έρημο∙ τα γένια του και τα μαλλιά,
μια καταχνιά του φεγγαριού∙ κουρελιασμένο
φόραγε το σάβανο σα ράσο
ένα κερί που τρέμιζε στο χέρι του κρατώντας.
Είπε: «Απόψε ο ήλιος άγγιξε
της άβυσσος τα χείλη
κι οι άνθρωποι τυλίγονται μες στις πτυχές του ύπνου
φέρνω τα σμύρνα, το χρυσό,
μα και ψυχές θερίζω».
Έξω η νύχτα έλαμπε∙ σηκώθηκα και βγήκα
μέσα στην κρύα μοναξιά μήπως και δω να φεύγει
με κουρασμένο ζωντανό ή με φτερά αγγέλου.
Κι είδα να χάνεται ψηλά (ή μήπως να γεννιέται)
ένα αστέρι που έπεσε, πάνε χιλιάδες χρόνια,
και μόλις τώρα έφτανε στα μάτια μου η λάμψη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου