Σελίδες

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Ο μοναχός μου πόθος / Πολυλάς Ιάκωβος

Στις γνώμες τις ανθρώπινες είν’ χωρισμός μεγάλος.
Ένας τη δόξα επιθυμεί,
άλλος τα χρήματα ποθεί,
τη μάθηση ένας άλλος.

Ποιος στο χειμώνα αρέσκεται και ποιος στο καλοκαίρι,
ποιος θέλει κόττα ή παππί·
ποιος ασηκώνεται πρωί
και ποιος το μεσημέρι.

Ποιος θέλει νύφη ασπρόλαιμη, ψηλή, χαριτωμένη,
ποιος τη ζητάει μελαχροινή,
και ποιος τη θέλει ταπεινή
και ποιος δαιμονισμένη.

Εγώ ούτε πλούτη εζήλεψα, ούτε ομορφιά και νιότη,
κι ούτε τη δόξα θέλω εγώ!
Να ’χω γιομάτο επιθυμώ
από κρασί το μπότη.
     

Λαϊκή πολυκατοικία


Ανεβάζαμε τις πίκρες μας.
Κατεβάζαμε τα όνειρά μας.
Το ισόγειο απαράλλαχτο.
Στο τρίτο αδειάζαμε το Νώντα.
Έλεγα: πότε θα ψηλώσω σαν τον κύριο του πέμπτου,
σαν τις ακακίες που παίζουν τα καλόπαιδα.

Πάνω απ’ τη νύχτα τρέχανε δυο άλογα.
Πάνω απ’ το κεφάλι μου δυο σύρματα.
Δίπλα μου ούρλιαζε ο αγέρας, μπαινόβγαινε από τις τσέπες μου,
αρωματισμένος απ’ την κυρία του ρετιρέ.
Ανεβάζαμε τις πίκρες μας.Κατεβάζαμε τα όνειρά μας.
Κι ο δρόμος γέμιζε φαρμάκια.

[Φυλλομετρώ τις μέρες μου]

Φυλλομετρώ τις μέρες μου,
στη γής το χώμα,
κόκκο - κόκκο
ανακατεύοντας να βρώ,
σε σώμα παλιό,
καινούργιο δρόμο να χαράξω…

[Φωνές, αιώνιες φωνές,]

Φωνές, αιώνιες φωνές,
μυριάδων όντων,
αλμύρας μοιάζει,
σε μια σταλιά χώμα ποτισμένη,
αιώνων κάθαρση…
...
άνοιγμα μύησης…
αισθαντικών βημάτων,
μερδικό χορού Νηρηίδων και θυμάτων…

«Κλεψύδρα»



Ασημοστολισμένα σύννεφα
διαβαίνουν τα σοκάκια της καρδιάς
μετρώντας κόκκο κόκκο τις πνοές,
με κόπους και με βάσανα,
το πέρασμα,
μελώνουν, ζαχαρώνουν.

Εσύ κοιτάς, τι να πρωτοδιαλέξεις ,
από τους κόκκους μιας ψυχής,
σε εσένα χαρισμένη.

Σκύβουν στην ομορφιά σου,
γονατιστά παρακαλούν...
πατώντας πλήκτρα,
στης δημιουργίας τη φόρα πάνω,
χαρταετούς της λύπης μη πετάς,
σκοτίζεται η πλάση.

Δές τα ποτάμια άνθρωπε,
τον ουρανό, τ’αστέρια,
μές της κλεψύδρας που μετρά,
του χρόνου τις στιγμές σου,
μάθε από την ομορφιά,
εσένα ν’αγαπάς με έρωτα περίσσιο….

"Tautiška giesmė" (Λιθουανία, χώρα των ηρώων) είναι ο εθνικός ύμνος της Λιθουανίας.

 Η μουσική κι οι στίχοι γράφτηκαν το 1898 από το Βίνκας Κουντίρκα. Η πρώτη του εκτέλεση έγινε το 1905, ενώ επίσημος εθνικός ύμνος έγινε το 1919.
Το 1950, οι σοβιετικές αρχές τον αντικατέστησαν με έναν άλλο ύμνο. Οι παραπομπές στο Στάλιν αφαιρέθηκαν μετά το θάνατό του. Κατά τη δεκαετία του '80, όταν η Λιθουανία βάδιζε προς την ανεξαρτησία της, ο εθνικός ύμνος τραγουδιόταν πιο συχνά και τελικά υιοθετήθηκε ξανά το 1992.
 
Λιθουανία πατρίδα μας,
γη λατρεμένων ηρώων!
Ας πάρουν σθένος τα τέκνα σου
από την πείρα του παρελθόντος.
Τα παιδιά σου ας ακολουθούν πάντα
μόνο δρόμους αρετής,
Μακάρι μονάχα η ευημερία της ανθρωπότητας
να είναι ο στόχος που θα παλέψουν.
Μακάρι ο ήλιος πάνω από τη χώρα μας
να διώξει τα γκρίζα σύννεφα τριγύρω
Το φως κι η αλήθεια για πάντα
ας συνοδεύουν τα βήματά μας.
Μακάρι η αγάπη για τη Λιθουανία
Να καίει λαμπρά μες στις καρδιές μας.
Για το καλό αυτής της χώρας
Ας ανθίσει η ενότητα.

Το Dievs, svētī Latviju! (Ο Θεός να ευλογεί τη Λετονία) είναι ο εθνικός ύμνος της Λετονίας.

 Τη μουσική και τους στίχους έγραψε το 1873 ο δάσκαλος Κάρλις Μπαουμάνις (Kārlis Baumanis, 1834-1904), ο οποίος ήταν μέλος του εθνικιστικού κινήματος της Λετονικής Νεολαίας. Πιθανολογείται ότι ο Μπαουμάνις διασκεύασε τα λόγια του γνωστού τραγουδιού God Save the Queen και συνέθεσε δική του μουσική για τον ύμνο. Ο ύμνος επιλέχθηκε το 1920
 
Θεέ, ευλόγησε τη Λετονία,
Την πιο αγαπημένη μας πατρίδα,
Ευλόγησε τη Λετονία,
Ω, ευλόγησέ την!(επανάληψη)

Εκεί όπου ανθίζουν οι κόρες της Λετονίας,
Εκεί όπου τραγουδούν οι γιοι της Λετονίας,
Ας χορέψουμε ευτυχισμένοι εκεί,
Στη δική μας Λετονία!

Το Mu isamaa, mu õnn ja rõõm ("Γενέτειρα γη μου, χαρά και απόλαυσή μου") είναι ο εθνικός ύμνος της Εσθονίας

 
Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Johann Voldemar Jannsen και προσαρμόστηκαν το 1848 στη μουσική του Fredrik (Friedrich) Pacius η οποία είναι επίσης η μουσική του φινλανδικού ύμνου: Maamme ("Vårt Land" στα σουηδικά).
 
 

Γενέτειρα γη μου, χαρά και απόλαυσή μου
Πόσο ωραία εσύ και λαμπρή
Και πουθενά στον κόσμο
Δεν μπορεί να βρεθεί ένα τέτοιο μέρος
Τόσο αγαπημένη όσο είσαι εσύ από μένα,
Αγαπημένη μου γενέτειρα !

Μεγαλώνοντας από μωρό στάθηκα στο χώμα σου
Του οποίου η θεία χάρη ανακουφίζει το μόχθο μου
Με την τελευταία μου πνοή σε ευχαριστώ
γιατί αληθινός ως το θάνατο θα παραμείνω για πάντα
Ω αξιέπαινη, πολυαγαπημένη και εκλεκτή
Εσύ, ακριβή μου πατρίδα !
Είθε ο Θεός στον Παράδεισο να σε προστατεύει,
Μοναδική και ακριβή μου γη!
Είθε Εκείνος να είναι φρουρός και ασπίδα,
Για πάντα Εκείνος να σε ευλογεί και να σε κατευθύνει,
Ω φιλεύσπλαχνα να είναι όλα τα έργα σου,
Ακριβή μου πατρίδα!

God Save the Queen (Εθνικός Ύμνος της Αγγλίας)

To God Save the Queen ή the King (Ο Θεός ας σώζει τη βασίλισσα, γνωστός και σαν Ο Θεός σώζοι τη Βασίλισσα ή τον βασιλιά), είναι ο εθνικός και βασιλικός ύμνος του Ηνωμένου Βασιλείου, της Νέας Ζηλανδίας και ένας από τους δύο εθνικούς ύμνους της Αυστραλίας, του Καναδά, της Τζαμάικα, του Τουβαλού, της Νήσου Νόρφολκ, της Ανγκουίλλας και των Μπαχαμών. Η μελωδία του "God Save the King" (ή Queen ανάλογα με το φύλο του μονάρχη), γνωστή ως Oben am jungen Rhein αποτελεί τον εθνικό ύμνο του Λιχτενστάιν.
 
O Θεός είθε να σώζει τη μεγαλόψυχη Βασίλισσά μας
Πολλά χρόνια να ζήσει η ευγενής μας Βασίλισσα
Ο Θεός να σώζει την Βασίλισσα!
Στείλε τη νικηφόρα,
Ευτυχισμένη και δοξασμένη
Να μας κυβερνά για καιρό
Ο Θεός να σώζει την Βασίλισσα!
Ω, Κύριε, Θεέ μας, εγέρθητι,
Σκόρπισε τους εχθρούς της
και προκάλεσε την πτώση τους
περίπλεξε τις πολιτικές τους,
Ματαίωσε τα δολερά τους τεχνάσματα,
Σε Εσένα τις ελπίδες μας στηρίζουμε,
Ο Θεός να μας σώσει όλους!
Τα πιο εκλεκτά σου δώρα που έχεις κρατημένα
Με ευχαρίστηση να της δώσεις.
Μακάρι να κυβερνά για καιρό
Μακάρι να υπερασπίζεται τους νόμους μας
και πάντα να μας δίνει την αφορμή
Να τραγουδάμε με καρδιά και φωνή
Ο Θεός να σώζει τη Βασίλισσα!
Όχι μόνο σε αυτήν τη χώρα,
Αλλά τα ελέη του Θεού να γίνουν γνωστά,
Από θάλασσα σε θάλασσα!
Κύριε, κάνε να δουν τα κράτη,
Ότι οι άνθρωποι πρέπει να είναι αδέρφια,
και να δημιουργήσουν μια οικογένεια,
Σε όλο τον κόσμο.

το τραγούδι των στρατιωτών (Εθνικός ύμνος της Ιρλανδίας)

Είμαστε στρατιώτες
των οποίων οι ζωές είναι αφιερωμένες στην Ιρλανδία.
Μερικοί προέρχονται
από μία γη πέρα από το κύμα,
ορκισμένοι να είναι ελεύθεροι.
Ποτέ πια η αρχαία γη των προγόνων
δεν θα προστατέψει τον τύραννο ή τον σκλάβο.
Απόψε επανδρώνουμε το χάσμα του κινδύνου
για τον σκοπό της Erin, στην ευτυχία και τη δυστυχία.
Ανάμεσα στο βρυχηθμό των κανονιών και τον κρότο των όπλων
θα ψέλνουμε το τραγούδι του στρατιώτη.



Στιχουργός : Λίαμ Ο Ριν
Συνθέτες:
 
Πίνταρ Κίρνι και Πάτρικ Χίνεϊ

Η χώρα μας(,Γη μας) Maamme (φινλανδικά) ή Vårt land (σουηδικά), είναι ο τίτλος του εθνικού ύμνου της Φινλανδίας

 
Γη μας, γη μας, γενέτειρά μας,
Ω, το όνομά της ηχεί καθαρά!
Καμιά κορυφή που ορθώνεται ως τους ουρανούς
Καμιά κοιλάδα ή αφρισμένη ακτή
Δεν αγαπήθηκε τόσο, όσο εμείς αγαπάμε και σεβόμαστε την πατρίδα μας
Τη γη που οι πρόγονοί μας υπερασπίστηκαν με σθένος.
Τα μπουμπούκια ανοίγουν διστακτικά
Θα σκάσουν από τις κάψες τους την άνοιξη.
Έτσι από την αγάπη μας σαν άνθος θ΄ ανοίξει
Η λάμψη σου, η φλόγα σου, η χαρά της ελπίδας σου,
και ψηλότερα ακόμη, κάποια μέρα θα ηχήσει
το πατριωτικό τραγούδι που τραγουδάμε.
 
 
 
Η μουσική συντέθηκε από τον γερμανό Fredrik Pacius, με (αρχικά σουηδικά) τις λέξεις από τον Φινλανδό-Σουηδό Johan Ludvig Runeberg, και εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 13 Μαΐου 1848. Το αρχικό ποίημα, που γράφτηκε το 1846 αλλά που δεν τυπώθηκε μέχρι 1848, είχε 11 στροφές και δημιούργησε έδαφος για τις "Ιστορίες του Σημαιοφόρου Stål (Στωλ)" («Fänrik Ståhls Sägner»), ένα αριστούργημα του ρομαντικού εθνικισμού. Το τρέχον φινλανδικό κείμενο είναι μια μετάφραση 1889 από το Paavo Cajander. Οι "Ιστορίες του Σημαιοφόρου Stål" εκτιμήθηκαν πολύ σε την όλη Σκανδιναβία. Από τον χρόνο ανεξαρτησίας της Φινλανδίας (1917-18) άρχισαν να αναγνωρίζονται επησίμως ως εθνικός ύμνος του νεοσύστατου Φινλανδικού κράτους, και ταυτοχρονά η μουσική του Pacius και οι στίχοι του Runeberg συχνά τραγουδήθηκαν στη Δανία, τη Νορβηγία, και τη Σουηδία. Σημειώστε ότι για το αρχικό σουηδικό κείμενο δεν υπάρχει καμία αναφορά στη Φινλανδία, μόνο σε μια χώρα στο Βορρά, αλλά το φινλανδικό κείμενο αναφέρεται ρητά στη Φινλανδία. Το θέμα του ποιήματος είναι, επιπλέον, εντυπωσιακά παρόμοιο με αυτό των εθνικών ύμνων της Σουηδίας (du gamla, du fria) και της Νορβηγίας (Ja, VI elsker dette landet).
Μερικοί Φινλανδοί έχουν προτείνει να αντικατασταθεί ο φινλανδικός εθνικός ύμνος με το Finlandia από τον Jean Sibelius λόγω του ότι η μουσική του Pacius χρησιμοποιείται επίσης για τον εθνικό ύμνο της Εσθονίας με παρόμοιο κείμενο, Mu isamaa, (η πατρική γη μας)(1869) και εν μέρει λόγω του ότι ο Pacius ήταν γερμανός και Runeberg Φινλανδό-Σουηδός (αν και Sibelius ήταν επίσης φινλανδικός-Σουηδός). Επίσης λέγεται ότι ο Pacius σύνθεσε την μουσική μέσα σε μόνο δεκαπέντε λεπτά, χωρίς να γνωρίζει ότι θα γινόταν τόσο σημαντική μουσική για τον πληθυσμό της Φινλανδίας και ότι τελικά θα γινόταν ο εθνικός τους ύμνος . Υπάρχουν επίσης εκείνοι που προτιμούν απλά Finlandia ως μουσικό κομμάτι, αν και οι κριτικοί το υποστιρίζουν ότι είναι δύσκολο να τραγουδηθεί.

Το Du gamla, du fria (Εσύ αρχαίε, εσύ ελεύθερε - αναφέρεται στον Βορρά) είναι ο de facto εθνικός ύμνος της Σουηδίας.

 Παρ' ότι το σουηδικό Σύνταγμα δεν έχει καμία αναφορά σχετικά με κάποιον εθνικό ύμνο, το άσμα είναι διεθνώς διαδεδομένο και χρησιμοποιείται, για παράδειγμα, σε αθλητικά γεγονότα. Άρχισε να χρησιμοποιείται ως εθνικός ύμνος τη δεκαετία του 1890. Παρά την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι υιοθετήθηκε ως εθνικός ύμνος το 1866, καμία τέτοια αναγνώριση δεν έχει επισήμως καταγραφεί. Το 2000 μία επιτροπή του Σουηδικού Κοινοβουλίου απέρριψε, ως "μη-αναγκαία", μια πρόταση να δοθεί επίσημη αναγνώριση στον ύμνο. Παρ' όλα αυτά, υπήρξαν επανειλημμένες προτάσεις με το ίδιο αίτημα.
Οι στίχοι γράφτηκαν από τον Ρίτσαρντ Ντίμπεκ το 1844, χρησιμοποιώντας μια μελωδία από το Βάστμανλαντ, που διασκευάστηκε από τον Έντβιν Καλστένιους. Πολλές φορές νομίζεται λανθασμένα ότι ξεκινάει με το στίχο "Du gamla, Du friska" (εσύ αρχαίε, εσύ ρωμαλέε) ενώ οι αυθεντικοί στίχοι είναι "Du gamla, Du fria" (εσύ αρχαίε,εσύ ελεύθερε). Το πατριωτικό συναίσθημα απουσιάζει από τις δύο πρώτες στροφές του κειμένου (κάτι που είναι αισθητό), καθώς γράφτηκε την περίοδο που το κίνημα του Πανσκανδιναβισμού ήταν πολύ δημοφιλές (έτσι ο όρος "Norden" αναφέρεται στις Βόρειες Χώρες). Όταν ο ύμνος είχε πλέον διαδοθεί, η Λουίζ Αλέν έγραψε τις στροφές 3 και 4 το 1910. Δεν έχουν εκδοθεί αρκετές φορές και έτσι παρέμειναν άγνωστες σε μεγάλο μέρος του κοινού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πραγματικός τίτλος του τραγουδιού είναι "Sång till Norden" (Τραγούδι για το Βορρά). Οι αρχικές λέξεις Du gamla, Du fria είναι ο ανεπίσημος τίτλος. Ένα σύνηθες λάθος που γίνεται στην δεύτερη στροφή είναι όταν η περίοδος "Jag vet att Du är och Du blir vad du var" ("ξέρω ότι είσαι και θα είσαι αυτό που ήσουν") τραγουδιέται "Jag vet att Du är och förblir vad du var" ("ξέρω ότι είσαι και θα παραμείνεις αυτό που ήσουν").
 
Οι πρώτες δύο στροφές του Ρίτσαρντ Ντίμπεκ(1844)
 
Εσύ αρχαίε, εσύ ελεύθερε, εσύ ορεινέ Βορρά
Εσύ ήσυχη, εσύ ευχάριστη ομορφιά!
Σε χαιρετώ,πιο όμορφη χώρα στη Γη
Τον ήλιο σου, τον ουρανό σου, τα πράσινα λιβάδια σου.
 
 
Ο θρόνος σου πάνω σε μνήμες από μεγάλες παλιές μέρες
Όταν τιμήθηκες, το όνομα σου πέταξε σε όλον τον κόσμο
Ξέρω ότι είσαι και θα είσαι αυτό που ήσουν,
Ναι, θέλω να ζήσω, θέλω να πεθάνω στον Βορρά.
 
 
Οι πρόσθετες στροφές της Λουίζ Αλέν(1910)
 
Εγώ πάντα θα υπηρετώ την αγαπημένη μου χώρα,
πίστη σε σένα ως το θάνατο θα ορκιστώ,
Το δικαίωμά σου θα προστατεύσω με το μυαλό και το χέρι μου,
Το λάβαρό σου σηκώνει κατορθώματα.
 
Μαζί με τον Θεό θα παλέψω για το σπίτι και την εστία
Για τη Σουηδία,την αγαπημένη πατρίδα.
Δεν σε ανταλλάσσω,για τίποτα στον κόσμο
Όχι,θέλω να ζήσω,θέλω να πεθάνω στο Βορρά.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Δ’ Παρίσι


Παρίσι μου, να σε ξεχάσω δεν μπορώ! Οι κουβέντες, τα γέλια και τα παιχνίδια δε με διασκεδάζουνε. Πάντα σε σένα πάει ο νους μου. Κι ωστόσο μπορούσα άλλα να συλλογιστώ, μπορούσε η καρδιά μου να χαρεί. Προβαίνει το βαπόρι και μου δείχνει νέα θάλασσα, νέο κόσμο· σα να περηφανέβεται που βλέπει τόσα κύματα και δεν τα φοβάται· ήσυχο προχωρεί και ξεσκεπάζει στα μάτια μου μπροστά, όταν είναι μέρα, την αιώνια καλοσύνη τ’ ουρανού μας, όταν είναι νύχτα, τις άπει­ρες λαμπάδες που τρέμουνε κει απάνω μέσα στο σκοτεινό τους το φως.
Το κορμί μου μοναχά σέρνει μαζί του το βαπόρι, την ψυχή μου πίσω την αφήνει. Του κάκου συλλογιούμαι πως σε λίγες μέρες θα πατήσω το ξακουστό της πατρίδας το χώμα, πως η ώρα κοντέβει όπου τα μάτια μου θα χαρούνε την πανώρια θέα της Ελλάδας, πως θα πλησιάσω τόσα θάματα της φύσης, τόσα ιερά της ιστορίας μεγαλεία! Του κάκου λέω μέσα μου πως γλήγορα θα διω την Άγια Σοφιά, μοναδικό κατόρ­θωμα της τέχνης, τον Παρθενώνα, παντοτινή φαιδρότητα του κόσμου!
Όχι! Παρίσι μου αγαπημένο! Πάντα εσένα ποθεί, εσένα σε κλαίει πάντα η καρδιά μου. Η πατρίδα μου είσαι συ. Εσύ μου γέννησες νου και ψυχή. Πού είναι πόλη να σ’ αξίζει; Ποιος σε γνώρισε ποτές και δε σ’ αγάπησε για πάντα; Με τη βαριά σου την ατμόσφαιρα, με το συννεφιασμένο σου τον ου­ρανό, με τον ψυχρό σου τον αέρα, το γκάζι σου που βρωμά και το κακό σου το κλίμα, μάγεψες τον κόσμο. Τι νόστιμη που είναι η λάσπη σου, τι γλύκα που την έχει η βροχή σου! Η λάσπη σου μιλεί και λέει του διαβάτη· — «Εσύ που λερώνεις τα παπούτσια σου κι αφανίζεις το πανταλόνι σου, μη σε μέλει! Ιδέες γεμίζεις το μυαλό σου. Άγιο χώμα πατείς. Φρονήματα γενναία, σοβαρούς λογισμούς, αγάπη της λεφτεριάς, της πρόοδος και της πατρίδας, φτάνει ν’ ανοίξεις το στόμα σου κι όλα μαζί τ’ αναπνές.» Για διες τις, καλέ, τις ιδέες πώς πετούνε τριγύρω σου στον αέρα, από δω κι από κει κι από κάθε μεριά. Η ατμόσφαιρα που καταπίνεις είναι ιδέες φορτω­μένη· από παντού σου τριγερνούνε το κεφάλι, ποια να πρωτομπεί.
Κι όλο τρέχει στους δρόμους, κάνει, δείχνει, κοπιάζει, δουλέβει ο λαός σου. Ξυπνός, εργατικός λαός, ορμητικά παι­διά και γενναία, πρόθυμα για το καλό, φοβερά στο θυμό τους.
Δεν πρέπει να τα πειράξεις· ξέρεις να τα πιάσεις, σαν πρό­βατα σ’ ακολουθούνε· ορμούνε σαν το θεριό, άμα τ’ αγγίξεις. Δε θέλουνε σκλαβιά· τους βασιλιάδες δεν τους φοβούνται, κι όταν τους βαρεθούνε, απλώνουνε το χέρι και τους σπάνουνε σαν τα παιχνίδια. Οι πέτρες στους δρόμους σηκώνουνται μο­ναχές τους· η μια απάνω στην άλλη ανεβαίνει· τ’ αμάξια που περνούνε, στέκουνται κι εφτύς γίνουνται πύργοι· τα κάγκελα τα κάνουνε κοντάρια, και το φύσημά τους μπαρούτι. Ώσπου να γυρίσεις να διεις, βρεθήκανε μπάλες, πιστόλια και τουφέ­ικα· δεν ξέρεις από πού βγήκανε. Από πάνω από τα σπίτια, από κάτω από τα κελάρια, μαζώνουνται, πηδούνε, ξεφυτρώνουνε καρέγλες, ξύλα, γυαλιά, σίδερα, μολύβι. Όλα μαζί στη μέση του δρόμου σωρέβουνται, μεγαλώνουνε, άξαφνα γί­νουνται βουνό κι αφτό το βουνό — αχ! Πόλη μου καημένη, πού να τα ξέρεις εσύ αφτά; — λέει στους τυράννους· — «Ίσαμε δω, αρχοντικό μου, κι όχι παρέκει!»
Με τα βουνά σου τα ξαφνικά, Παρίσι μου ποθητό, έσωσες την Εβρώπη κι ακόμη θα τη σώσεις. Όλα σε σένα τα χρω­στούμε. Εσύ θυσιάστηκες για τον κόσμο. Από σένα πρωτομάθαμε λεφτεριά τι θα πει. Δε σου έμελε μόνο για σένα· την αθρωπότητα αλάκαιρη συλλογιόσουνε. Τους δικούς σου τους τυράννους δε σου έφτασε όξω να τους πετάξεις· είχες στο νου σου την οικουμένη· τη γης θέλησες να γλυτώσεις. «Όλοι οι αθρώποι είναι αδέρφια κι έχουν ένα νόμο.» Έτσι μηνούσες της Εβρώπης, όταν και μικροί και μεγάλοι, βασίλεια και δημοκρατίες, τρέμανε μπροστά σου και σκύφτανε το κεφάλι. «Λεφτεριά. Ισότη. Αδερφοσύνη», τέτοια λόγια μας έλεγες τότες κι ακούστηκε μακριά μακριά η φωνή σου. Θέλει δε θέ­λει, αργά ή νωρίς, από το δρόμο που μας άνοιξες, πρέπει σήμερις ο κόσμος να περάσει. Οι βάρβαροι δε θα βαστάξουνε πολλή ώρα. Όποιος δεν ξέρει λεφτεριά, ισότη κι αδερφοσύνη, — όποιος γυναίκες δεν ψηφά και λέει τους άντρες σκυλιά — ας ξολοθρεφτεί η βασιλεία του κι ας αφανιστεί τ’ όνομά του!
Γίνεται λοιπό, Παρίσι μου, να σε ξεχάσω τώρα που τρέχω στη χώρα της σκλαβιάς, τώρα που πάω στην Πόλη; Τι με μέλει η Αγιά Σοφιά; Την ιστορία σου μελετώ, τη φήμη σου τη ζουλέβω· με πόνο ψυχής, με καρδιοχτύπι και με δάκρυα σε θυμούμαι. Άντρα μ’ έκαμες εσύ· μου έμαθες να δοξάζω τη λεφτεριά, να σέβουμαι, ν’ αγαπώ τα μεγάλα τα κεφάλια που γέννησες και που πάντα γεννάς — να τα σέβουμαι, γιατί κυνηγούνε το καλό και ξέρουνε να μας δείξουνε πού θα το βρούμε και μεις — να τ’ αγαπώ, γιατί μαζί τους γεμίζει θάρ­ρος η καρδιά και σα να σου φωνάζουνε·— «Πρόσεχε, παιδί μου, και συ κάτι να φανείς, την πατρίδα σου να δουλέψεις.» Εσύ μου έθρεψες το νου· έφαγα το ψωμί σου, βύζαξα το γάλα σου, και το χώμα σου έγινε χώμα μου.
Για τούτο και τώρα στο ταξίδι, τη νύχτα που βγαίνουνε τ’ άστρα στο σεργιάνι, τραβιούμαι μοναχός μου στο κατά­στρωμα, ακουμπώ στο κατάρτι και σε συλλογιούμαι. Όλα με μιας τα θυμούμαι, όλα τα ξαναβλέπω, όσο η φύση κοι­μάται κι ο ουρανός ξαπλώνει απάνω στη θάλασσα το μυστικό του σκοτάδι. Ένα δεν μπορώ να ξεχάσω, ένα μου δέρνει το νου, σαν το κύμα που δέρνει το βαπόρι. Ποτές όπως εκείνη την ώρα δεν ταράχτηκα στη ζωή μου. Νύχτα ήτανε και τότες, νύχτα τρομαχτική για μένα. Είχε πεθάνει ο μεγάλος ο γέρος, ο Βιχτώρ Ουγκώ, ο γενναίος ο φίλος της Ελλάδας. Όσο ζούσε, πήγαινα σπίτι του συχνά και τον έβλεπα. Ένα βράδυ, με τη βαριά του φωνή — σα να μιλούσε μνήμα — μου είπε δυο του στίχους για την Ελλάδα. Σε λίγες μέρες πέθανε. Και πολύ πιότερο ακόμη απ’ όλα τα λόγια που μου έλεγε, με τάραξε ο θάνατός του.

Γ’ Ταξίδι




Μήνα Γιούλη, στις τριάντα σωστά, μέρα Παρασκεβή, η ώρα ξήμισυ το βράδυ — αφού αποχαιρετήσαμε τη γιανούλα και κλειδώσαμε το σπίτι με τα σεντούκια και με τα σακιά σηκωθήκαμε να πάμε στο σταθμό, για να πάρουμε το σιδερόδρομο. Είχαμε καλό αμάξι, μα έβρεχε φοβερά.
Άμα φτάσαμε, δώσαμε τα μπαούλα στα μπαγάλια, πή­ραμε την απόδειξη και την έβαλα στην τζέπη μου, να μην τη χάσω. Μπήκαμε τότες πια στο ξενοδοχείο του σταθμού. Ήπιαμε ένα ζουμί, φάγαμε δύο μπριζόλες, μισό πουλί, τρεις ρόγες σταφύλι, μας φέρανε καφέ, πλερώσαμε οχτώ φράγκα και τριάντα πέντε λεφτά. Δώσαμε και πέντε σολδιά μπαξίσι στο γκαρσόνι.
Ανεβήκαμε στο βαγόνι, στις εφτά και δέκα. Στις εφτά και τέταρτο σωστά ξεκίνησε τα τραίνο. Κάμαμε ταξίδι μο­ναδικό· δεν έσπασε ρόδα, δε χάλασε αμάξι, άλλο τραίνο δεν απαντήσαμε να μας πλακώσει — και δε μας σκότωσε κανείς. Το σάββατο πρωί, στις δέκα και δωδεκάμισυ, φτάσαμε στη Μαρσίλια.
Κάμαμε σ’ ενός θειου μου πρόγεμα λαμπρό· είχαμε πολύ καλή όρεξη κι όχι λίγη δίψα. Κάτσαμε, φάγαμε, γελάσαμε κι έτσι ήρθε πια κι η ώρα να μπαρκαριστούμε.
Στις τρεις, ανέβηκα στο βαπόρι με τη γυναίκα μου. Φύ­γαμε στις πέντε. Στο ταξίδι, κάμαμε κάμποσες γνωριμίες· η συντροφιά καλή, οι κυρίες νόστιμες κι ώσπου να φτάσουμε στην Πόλη, περνούσε λαμπρά με τις κουβέντες ο καιρός. Δε ζαλιστήκαμε διόλου.
Να μην ξεχάσω να το πω κι αφτό! Στα σιδερόδρομο, στη Μαρσίλια, στου θειου μου, στο βαπόρι, μήτε ψύλλους είδαμε μήτε μισό κουνούπι. «Σεντ» ήτανε τ’ όνομα του βαποριού.