Στέγνωσε ο
πηλός στου Θεού τα χέρια
και το
περίσσεμα…το ’κανε νησί.
Καταδικασμένος
πάνω του να θυμάμαι…
Αδούλωτος!
Νέος για πάντα!
Στο τέρμα
του ήλιου μου, στο δειλινό μου,
χάθηκα
βουτηγμένος στη σκιά του Τρόοδος.
Και οι
ερινύες μου…
Κρεμάστηκαν
ξανά στα κυπαρίσσια,
γίνανε πάλι
κραυγές και κυπαρισσόμηλα,
στολίδια στα
φτερά της κουκουβάγιας
της θρεμμένης
με νύχτα και λήθη.
Το πρωί,
κυλίστηκαν στο χώμα που με πλάθει.
Το βράδυ,
κυλίστηκαν στο χώμα που με λυτρώνει.
Θαμπώνει η
θύμηση…
Γλυκό
νησί…Ξέχασα εσένα;
Οι Φαίακες!
Στο πέλαγος μ’ άφησαν μόνο…
Γεμάτα
στολίδια! Τα αιώνια αβύθιστα πλοία τους!
Κι’ άλλους
θα ξεγελάσουν,
άθλιους
ναυαγούς σε ακτή εχθρική θα ρίξουν.
Σκούριασε η
ιστορία του Ηρακλή το τόξο
στα τείχη
της Αμαθούντας
και γέμισε
βαρβάρους η Κερύνεια…
Σκυφτή ζητά άδεια η Κυπρογένηα να πάει στο ναό της.
Κλαίει ο
Πενταδάχτυλος το μισό της πέπλο.
Τις νύχτες
ντρέπονται οι γέροι που ξέχασαν.
Η θύμηση
έχει εφιάλτες, και στοιχειώνει όνειρα…
Δεν ξέχασα !
Θέλω να στεριώσω ξανά
- με ματωμένα
καρφιά –
τη
γκρεμισμένη φωλιά του χελιδονιού,
να μην
αργήσει η άνοιξη…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου