χέρι φωτογραφίζει άλλο χέρι που κάποτε έγραφε. |
ό,τι είναι αδύνατο να ειπωθεί αληθινά |
τρυπιέται απ’ το μυαλό. |
ίσως κάτι συνταρακτικό |
όσο μια ρωγμή, όσο η ανάσα |
— εγκάθετη |
μελωδία σε σύστημα τυφλό. |
χέρι μέσα σε χέρια |
κι ένα κλικ |
επώδυνο, |
μουσική οργάνων· τρυπά το στομάχι. |
εμετός στην κλίνη, βυθισμένη σε ώρα ησυχίας. |
θα τη μαλώσει πάλι η νοσοκόμα, μα κρούει το κουδουνάκι· |
νοσταλγεί κάποιον που να ’ρχεται. |
ό,τι συνέβηκε ήτανε λέξεις |
μια εξοχή του μυαλού της σε καλώδιο. |
αργοκινεί τον σπασμένο της γοφό, |
έναν τρυποκάρυδο πιστό, |
παρόντα στην τελετή, που ’ναι γιορτή, |
λευκό φοράει βικτοριανό φόρεμα. |
(ο πατέρας χορεύει μπρος στο παράθυρο. |
ο αδελφός υποβολέας του ρυθμού. |
βήμα δεν χάνεται, η μητέρα τραγουδά, |
κι όλα είναι τόσο χαρμόσυνα), |
τόσο χαρμόσυνα δίχως εμένα |
αυτό που δεν μπορώ να δω |
το λένε χαρά |
(βασανιστικά βήματα και φάλτσες φωνές |
γύρω από ’να ακουστικό, και κλάματα) |
μια λέξη μου —π’ αγωνιά— κι όλα πάλι συσκοτίζονται. |
η κόρη μας εθισμένη στα χρώματα |
κάτι αδύνατο να ειπωθεί |
ειλικρινά |
ανθρώπινο εντελώς. |
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου