Σελίδες

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

εκείνες τις μέρεες

Κατά το σούρπο, τις πιο πολλές φορές, συναντιόμασταν σε μια γωνιά του πάρκου. Ήτανε μια αποτραβηγμένη γωνιά στα πιο απόμερα δρομάκια, ανάμεσα σε δέντρα πυκνά, πλάι σ’ ένα περίπτερο ερειπωμένο. Δεν ξέρω τι μπορούσε να θυμίζει ένα ερειπωμένο περίπτερο με τα γύρω πυκνά δέντρα, εμείς το λέγαμε «στους τροπικούς» και κει πηγαίναμε τα σούρπα και πλαγιάζαμε πάνω στο ζεστό χορτάρι. Πλήθος πολύ τριγυρνούσε άσκοπα κείνες τις ώρες, τα μικρά τρέχανε, παίζανε ή κλαίγανε γοερά χωρίς λόγο στη μέση του δρόμου, οι μανάδες μασουλούσανε σπόρια και φλυαρούσανε για την ακρίβεια της ζωής και για τα παιδιά τους που μπερμπαντέψανε τώρα με τον πόλεμο, και γυρνούσανε όλη μέρα στα σοκάκια. Τα κορίτσια σκύβανε και κόβανε τρυφερά λουλούδια, τα μυρίζανε και τα καρφιτσώνανε στο στήθος τους, ύστερα τα βαριούνταν και τα πετούσανε αδιάφορα, όπου τύχει, δίπλα σε παλιόχαρτα και σε σάπια αυγά. Αυστηρές πινακίδες, λείψανα μιας παλιάς εποχής, αμύνονταν ακόμα ψυχρές κι επιβλητικές : «Αγαπάτε τα άνθη και τα φυτά». «Μη βαδίζετε επί της χλόης». Απαγορεύεται το πτύειν»! Το καλοκαίρι βάραινε εξαντλητικό, ένα καλοκαίρι ταλαιπωρημένο κι ανήσυχο. Μοιάζουν αλήθεια όλα τα καλοκαίρια, μα τούτο στο βάθος ήτανε τόσο διαφορετικό, ένα καλοκαίρι χωρίς αρχή και χωρίς τέλος, γιομάτο κρυφές προσδοκίες και μέρες νεκρές. Ξαπλώναμε στο πατημένο χορτάρι, ο καθένας διηγιότανε στους άλλους πως πέρασε η μέρα, που πήγε, τι είπε, τι άκουσε, πως τραβούσε η δουλειά. Άναβε πότε-πότε μια μικρή μα ξεθύμανε γρήγορα, ένας κάπνιζε σιωπηλά κι άφηνε το μισό σε κάποιον άλλον. Τα τσιγάρα είναι τόσο ακριβά… …Ο Σπύρος ήταν ευχαριστημένος∙ κατάφερε να βρει δουλειά σ’ ένα μικρό φροντιστήριο που άνοιξε τώρα κοντά. Πέτυχε καλές γνωριμίες, του φέρνανε κάθε τόσο και καινούργιους μαθητές, έβρισκε τον καιρό ανάμεσα σε δυο παραδόσεις να κουβεντιάζουνε και λίγο. Με μερικούς ξανοίχτηκε αρκετά, τα ’πανε μια χαρά, αύριο μπορούσε να μας τους έφερνε, ήτανε όλοι τους καλά παιδιά. Ο Σπύρος κορόιδευε την τέχνη, δεν μπορούσε να χωνέψει πως υπάρχουνε άνθρωποι που χάνουνε τον καιρό τους και διαβάζουνε λογοτεχνία, αυτός είχε σπουδάσει Φυσική, αγαπούσε βαθιά την επιστήμη. Όμως αυτά ήταν όλα λόγια γιατί ξέραμε πως έγραφε κι ο ίδιος και μάλιστα, το χειρότερο, πως έγραφε και ποιήματα, μα έτσι ήτανε πάντα : βαρύς και λιγόλογος, ήθελε με μια περίεργη επιμονή να δείχνει ακόμα και στους φίλους του πως είναι ολότελα διαφορετικός απ’ ότι τον φαντάζεται κανένας. Κάποτε, άρχισε να ’ρχεται μαζί μας κι η Σοφία. Η Σοφία ήταν ένα παράξενο κορίτσι, από κείνα τα κορίτσια που πρώτη φορά συναντάς στη ζωή σου. Σε κοίταζε μ’ ένα αλλόκοτο βλέμμα, μιλούσε δυνατά για την Επανάσταση, δεν ήξερε τι θα πει φόβος. Αυτή διάβαζε πολύ κι ακατάστατα με μια μανίαν αχόρταγη, στα χέρια της κράταγε πάντα δυο και τρία βιβλία. Μας ξάφνιασε έτσι απότομα όπως ήρθε, κανείς μας δεν ένιωσε ακόμα ένα κορίτσι δίπλα του που να μη σου μιλά μόνο για τον έρωτα, μα να ξεχειλίζει από πόθο ζωής να λαχταρά ν’ αγκαλιάσει κάθετι και να γευτεί. Τώρα θυμάμαι πόσο ήτανε γεμάτη αντιφάσεις και ανικανοποίητη∙ πολλές φορές μας κορόιδευε, έλεγε πως δεν πίστευε πια σε τίποτα, δεν ήταν λόγος αυτός να χάνουμε τα νιάτα μας, γι’ αυτές τις αοριστίες, τα χρόνια περνούσανε και μεις θα τα κλαίγαμε μια μέρα∙ άλλοτε πάλι την έπιανε μια ανεξήγητη θέρμη και χανότανε ολάκερες μέρες κι ύστερα γύριζε σκονισμένη κι ατίθαση και μας έβριζε τεμπέληδες κι αλήτες που δεν σηκωνόμασταν και μεις για το βουνό, μόνο ξαπλώναμε στο χορτάρι στις απόμερες γωνιές του πάρκου και ξεγελιόμαστε πως κάτι κάνουμε και μεις. Ήτανε φίλοι με τον Αργύρη χρόνια, γνωρίζονταν από μικρά παιδιά τότες που παίζανε μαζί στο Διοικητήριο. Του άρεζε να την αφήνει να μιλάει ώρα πολύ, αυτός που σπάνια μιλούσε και πάντα μετρημένα και τελειωτικά. Είχε την ηλικία μας μα ήτανε τόσο σοβαρός κι απλός που τον ξεχώριζες αμέσως. Δίπλα του ένιωθες ένα περίεργο αίσθημα ασφάλειας, το χέρι του δεν έτρεμα ποτέ, το μάτι του έπαιζε σίγουρο κι αποφασιστικό. Αυτός, ναι, ήτανε ένας πραγματικός επαναστάτης, είχε δίκιο η Σοφία που μας έβριζε αλήτες. Αυτός δεν ήξερε συμβιβασμούς και σούπα-μούπες, αναβολές και κούραση, τραβούσε ολόισα στο σκοπό του ατρόμητος και λεβέντης και δε λογάριαζε τίποτα. Συνηθίσαμε να λέμε : αυτό θα το ’κανε ο Αργύρης, για κάτι που στάθηκε δύσκολο να το πετύχουμε μεις, κι έμεινε και το λέμε κι ακόμα. Όμως ποιος ο λόγος να κάθομαι τώρα δα και να διηγούμαι τούτες τις ιστορίες για τους φίλους : όλα αυτά, μπορεί να μην ενδιαφέρουνε πια κανέναν, είνε προσωπικές ιστορίες και στο κάτω-κάτω για τους άλλους δε λένε τίποτα σπουδαίο. Μα να, τώρα που πήρα τον κατήφορο, θα σταθώ μια στιγμή να δω τον «Γέρο» έτσι όπως έρχεται στενός και καμπούρης έτσι σα νάτανε τότες. Ερχότανε σπάνια και μας έβλεπε, καμιά Κυριακή. Διακρίναμε από μακριά την σταχτιά του ρεπούμπλικα που του παράχωνε τ’ αυτιά χειμώνα-καλοκαίρι, το λυγισμένο του βάδισμα, και χαιρόμασταν πούταν αυτός κ’ ερχόταν να μας δει. Δεν μπορούσε να ’βρισκε καμιάν ευχαρίστηση στην παρέα μας, μας περνούσε είκοσι κι εικοσιπέντε χρόνια, ένας άντρα βασανισμένος με γκρίζα μαλλιά. « Αν ήμουν παντρεμένος θα ’χα παιδιά τώρα σαν και σας», έλεγε και ξανάλεγε έτσι στ’ αστεία και στα πεταχτά, μα ίσως στο βάθος με κάποιο πόνο κρυφό. Τις μέρες που ’ρχότανε, δε μιλούσαμε καθόλου. Κρεμόμασταν απ’ τα λόγια του και τον ακούγαμε ώρες πολλές. Αυτός δα είχε χρόνια και χρόνια στο κίνημα. Ήξερε όλους τους παλιούς αγωνιστές, μοιραστήκανε το ίδιο ξεροκόμματο χρόνια και χρόνια μέσα στα μπουντρούμια. Μιλούσε με συγκίνηση για το 17, για το 22, το 33, το 36, δεν ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα έτσι εύκολα. Γύρισε και τη Ρωσία κι όλη η νοσταλγία του ήτανε γι’ αυτήνα. Τι όμορφα που έπεφτε το βράδι. Τα ξεχνούσες όλα εκείνη τη στιγμή, ένα δροσερό αεράκι φυσούσε, γύρω πλανιότανε μια λεπτή μυρουδιά. Ύστερα κάποιος κοίταζε νευρικά το ρολόγι του και τιναζόταν όρθιος. Σε δέκα λεφτά έπρεπε να όλοι να κλειστούμε στα σπίτια μας. Άρχιζε μια νύχτα σκοτεινή και πνιχτή, ένα ατέλειωτο προμήνυμα θανάτου. Ύστερα θυμάσαι, το καλοκαίρι μίκραινε, μίκραινε∙ οι μέρες πνίγανε περισσότερο ένα σφιχτό δαχτυλίδι. Οι βουεροί δρόμοι αρχίσανε να ερημώνονται νωρίς απ’ το σούρπο. Μείναμε λίγοι, μαζευόμασταν σε μιαν απόμερη γωνία του πάρκου και το χορτάρι ήταν υγρό. Τα παιδάκια ερχότανε πάλι και παίζανε κι ο ήλιος τάβλεπε μια στιγμή και γελούσε κι ύστερα τον κατάπινε τα σύννεφα και λησμονιούνταν μέρες ολάκερες. Τα λουλούδια γέρνανε μαραμένα και περιμένανε μάταια ναρθούν τα κορίτσια τρυφερά να τα καρφιτσώσουν στο στήθος τους για μια στιγμή, κ’ ύστερα ας τα πετούσανε με αδιαφορία όπου τύχει, δίπλα στα παλιόχαρτα και στα σάπια αυγά. («Απαγορεύεται το πτύειν», «Αγαπάτε τα άνθη και τα φυτά»). Ο Αργύρης είχε φύγει πάει πολύ καιρός, ο Αργύρης σκοτώθηκε στις απάνω γειτονιές, όλοι το ξέραμε μα κανείς δεν μιλούσε. Λέγαμε τ’ όνομα του, τον θυμούμασταν, ψιθυρίζαμε πώς να τώρα δα πήραμε ειδήσεις του κι είναι καλά, κι όπου να ’ναι θα γυρίσει, κι όμως ο καθένας το ’ξερε πως ο Αργύρης δεν ήτανε πια να γυρίσει, πως ο Αργύρης σκοτώθηκε. Έπειτα, ένα βράδυ, ο Γιώργης μας χαιρέτησε σιωπηλά, θα ’φευγε τα χαράματα για κει που το καλοκαίρι δεν έπεφτε πνιχτό και εξαντλημένο, εκεί που τα τραγούδια δεν πεθαίνουνε στα χείλια. Τον βλέπαμε πολύ λίγο τον τελευταίο καιρό, ήτανε πάντα αξούριστος κι αδύνατος, κοιμότανε εδώ και κει, πολλές φορές δεν είχε τίποτα να φάει, ένα αγρίμι κυνηγημένο. Κανείς μας δεν μίλησε κείνο το βράδυ, καπνίσαμε τσιγάρα, κάτι μας πλάκωσε βαριά χωρίς έλεος, κάτι ψιθύριζε μέσα μας χωρίς απάντηση κ’ ικανοποίηση. Μάθαμε και για το «Γέρο» πως τον πιάσανε ένα πρωί από το σπίτι του. Αυτόν δα το ξέρανε, και όποτε θέλανε τον είχανε στο χέρι. Πέρασε κι απ’ το στρατόπεδο, ύστερα τον φορτώσανε στο τραίνο. Αφήσανε την τελευταία μέρα τη Σοφία και πήγε και τον είδε από μακριά. Μας έστειλε κι ένα σημείωμα : «Εγώ ’μαι ράτσα γερή, μη φοβάστε∙ είναι όλα αυτά παιχνιδάκια καινούργια για μένα. Καλά που δεν είμαι παντρεμένος και δεν έχω παιδιά σαν και σας…» κι άλλα δυο-τρία λόγια έτσι σα στ’ αστεία και στα πεταχτά. … Δε βαριέσαι. Μιαν ιστορία κι αυτή σαν όλες τις άλλες. Μια φούχτα σύντροφοι, που σκορπιστήκανε μια μέρα…τι σε νοιάζει. Η Επανάσταση προχωρούσε. Προχωρούσε κι άνοιγε το δρόμο ανάμεσα στα στενά σοκάκια που παραμόνευε ο θάνατος, στα απάτητα βουνά που τραγουδούσαν τα νιάτα, στα σκοτωμένα παλικάρια που λιώνανε στις χαράδρες, στους σκλάβους που σπάζανε τις πέτρες βουβοί και σκελετωμένοι. Αυτή πατούσε πάνω στον χωρισμό και γεννούσε καινούργιους συντρόφους … αυτή δεν είχε τον καιρό να φιλήσει εκείνους που φεύγανε… η Επανάσταση προχωρούσε, ε και συ τι κάθεσαι και λες ιστορίες παλιές χωρίς ενδιαφέρον, ιστορίες τόσο γελοία ασήμαντες, τόσο κοινές, δε βαριέσαι ! … Από το περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου