Ω! μη χτυπάτε πια, ερασταί, την πόρτα της Ροδής,
την ώρ’ αυτή που εις την θερμήν αγκάλη του ερωμένου
τ’ ωραίου της ύπνου εδόθηκε στη μέθη της σιωπής...
Ω! μη χτυπάτε πια, ερασταί, την πόρτα της Ροδής.
Κοιμάται τόσο ανάλαφρα και τόσον απαλά
με μια ιλαρή στην όψη της πικρία φωτοχυμένη
που η πεταλούδα η χνουδωτή τής παρθενιάς, δειλά
στο ακροανοιγμένο των χειλιών μπουμπούκι, απατημένη
θα ’ρθει να πάρει το άρωμα της παιδικής πνοής.
Ω! μη χτυπάτε πια, ερασταί, την πόρτα της Ροδής.
Κοιμάται τόσο ανάλαφρα και τόσο τρυφερά
π’ αργά και μόλις το άγουρο τρεμοανασαίνει στήθος,
στα χάδια του ύπνου και τα ωχρά τα βλέφαρα, κλειστά,
σα μαραμένα πέταλα υακίνθων, στα γλαρά
τα ωραία της μάτια που τραβούν των εραστών το πλήθος.
Ω! μη χτυπάτε πια, ερασταί, την πόρτα της Ροδής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου