Σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε,
στον πόνο μας πιστοί,
– ξένοι, που νοσταλγήσανε
πατρίδα όλη τη γη –
κάποια αγωνία μάς έδερνεν
από το βράδι ως την αυγή,
πως το κουράγιο μας γοργά σαν
κύμα θα σβυστεί,
σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε,
στον πόνο μας πιστοί.
|
Νύχτα ήταν τρισκότεινη,
δίχως μια λάμψη έστω μικρή,
κ΄ είχε η ζωή μας
αιστανθεί μεγάλο απαυδημό·
κ΄ είχε η καρδιά μας
σφαλιχτό, σα φυλαχτό της τον καημό
και λέγαμε στενάζοντας :
«Πότε θα φτάσουμε αντικρύ;»
Νύχτα ήταν τρισκότεινη,
δίχως μια λάμψη έστω μικρή.
|
Μα, ως τόσο, κι αν
γινήκανε κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά,
και το ιστιοφόρο μας
επνίγη στο βυθό,
-ν- η τρικυμία εδιάβηκε
–γιατί να λυπηθώ;–
και να! που φτάσαμε γεροί
σε φως κι απανεμιά,
κι ας μείνανε στο πέλαγο
κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά.
|
Δω πέρα θα ησυχάσουμε,
συντρόφοι, τώρα μια στιγμή,
κ΄ ύστερα πια θα φτιάξουμε
καράβι πιο γερό,
να μην τρομάζει κύματα
βαριά κ΄ ενάντιο καιρό,
γιατί η ψυχή μας το ποθεί
πάντα να πελαγοδρομεί,
προς νέες χαρές, νέους
καημούς, προς νέους ωκεανούς.-
|
Από τη συλλογή ‘Αγιε Σατάν ελέησόν με,
|
Σελίδες
▼
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου