Σελίδες

Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2013

ο τρωικός πόλεμος (ως γαμοτράγουδο)

Ο Τρωικός ο πόλεμος είχε αφορμή τον κώλο
και όσα λέει ο Όμηρος γνωστά στον κόσμον όλο.
Ο κώλος κι όχι το μουνί υπήρξε η αιτία
και αν δεν το πιστεύετε ιδού η ιστορία:
Τον Πάρι γιο του Πρίαμου νέο πολύ ωραίο
που όπως λεν’ οι ιστορικοί κωλομπαρά σπουδαίο,
τυχαία φιλοξένησε κάποια φορά στη Σπάρτη
ο βασιλιάς Μενέλαος στο μέγα του παλάτι.
Είχ’ όμως ο Μενέλαος έν’ ανιψιό ωραίο
με κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το μοιραίο.
Ο Πάρις ο κωλομπαράς σαν είδε αυτόν τον κώλο
τον τορνευτό, το σπάνιο μέσα στον κόσμο όλο,
τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι
κι οχτώ φορές τον γάμησε με καύλα και ραχάτι.
Κατά κακή του σύμπτωση να σου και η Ελένη
βλέπει τη φοβερή ψωλή την τριπλοκαυλωμένη.
Και όπως ήταν φυσικό εκαύλωσε και κείνη
και σκέφτηκε στα γρήγορα τι έπρεπε να γίνει…


Η Ελένη το σκάει τελικά με τον Πάρη και οι αρχηγοί των Ελλήνων συγκαλούν σύσκεψη για να δούν τι θα κάνουν. Εκεί εκτυλίσσονται σπαρταριστές σκηνές στους μεταξύ τους διαλόγους:

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Χάθηκα Αγαμέμνονα, μου κλέψαν το Λενάκι και άλλος τώρα χαίρεται τ’ ωραίο της μουνάκι. Μου το ’σκασε η ξέκωλη και πήγε με τον Πάρι σαν να μην είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι.
ΑΙΑΣ
Φίλε μου Αγαμέμνονα, φίλε Οδυσσέα γειά σας
ή όπως λεν οι σύγχρονοι, ψωλή μου στα μεριά σας.
Το έμαθα Μενέλαε, μαλάκα να σε βράσω
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ’ άφησε στον άσσο.
Κι αν η Ελένη σου ’φυγε δική σου ήταν βλακεία
αλλά μην απελπίζεσαι, σου μένει η μαλακία.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Εδώ που σε καλέσαμε σ’ έχουμ’ ανάγκη Αία
μην τον πειράζεις, το λοιπόν ετούτον τον μαλέα.
Να το σκεφτούμε σοβαρά το τι μπορεί να γίνει
και η φυλή την προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει.


ΑΙΑΣ
Τι διάβολο Αγαμέμνονα, γιατί με λένε Αία,
ακόμη δεν τελείωσες και μου ’ρθε μια ιδέα.
Εγώ προτείνω, το λοιπόν, να μεταμφιεστούμε
σαν αστυνομικοί κρυφοί, στην Τροία οι δυό να μπούμε,
εγώ του τμήματος ηθών και συ της ασφαλείας,
θα έχουμε και ένταλμα προς χάριν ευκολίας.
Ζητάμε από τον Πρίαμο εξέταση να γίνει,
για να μπορεί ο Πάρις τους ελεύθερα να χύνει.
Τις γκόμενες στα πεταχτά όλες τις εξετάζεις
μα της Ελένης το μουνί προσεχτικά κοιτάζεις.
Βρίσκεις τάχα μουνόψειρες και σύφιλη οξεία,
την παίρνουμε για τη Συγγρού να κάνει θεραπεία.
Έτσι λοιπόν στα γρήγορα και δίχως φασαρία
στη Σπάρτη την πηγαίνουμε και λήγει η ιστορία.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ

Καλή ήταν η ιδέα σου, μα έτσι και προδοθούμε
θα μας ξεσκίσουν και τους δυό, σκληρά θα γαμηθούμε.
Εγώ προτείνω επίθεση από στρατό και στόλο,
γιατί με την ιδέα σου θα πάμε πίπα κώλο.
Και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος
αφού τη γλύτωσα μικρός να γαμηθώ μεγάλος.


ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αδέρφια κάντε γρήγορα κάθε λεπτό που μπαίνει,
ο Πάρης στο κρεβάτι του, γαμάει την Ελένη.
Φέρτε μου την Ελένη μου κι αν κάποιος το θελήσει
πολύ ευχαρίστως κάθομαι μετά να με γαμήσει.

Η εκστρατεία ξεκινά αλλά οι Αχαιοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες. Τα χρόνια περνάνε αλλά η Τροία δε λέει να πέσει. Ιδού πως αντιμετωπίζουν την κατάσταση ο Αγαμέμνονας κι ο Οδυσσέας:
Γύρω απ’ το κάστρο το γερό με τα ψηλά τα τείχη
στέκονται οι Έλληνες βουβοί και βλαστημούν την τύχη.
Μοίρα κακή τους έριξε και πάνε δέκα χρόνια
οι ζέστες τους τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια.


ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Γαμώ την τρέλα μου γαμώ, τι κάνω εδώ ο μαλάκας
μακριά από το σπίτι μου μ’ ένα στρατό της πλάκας;
Μενέλαε κωλόπαιδο ξέχασε την Ελένη
γιατί αν μείνουμε εδώ την έχουμε βαμμένη.
Οι Τρώες μας δουλεύουνε και πάρτε το χαμπάρι
τα τείχη αυτά δεν πέφτουνε μ’ αξίνα και με φτυάρι.

Ως κι ο πανούργος Οδυσσεύς έχει κι αυτός σαστίσει
και τους θεούς παρακαλεί να δώσουνε μια λύση.
-Αχ Οδυσσέα-, έλεγε, -είσαι μεγάλος βλάκας
ποιος είπε στον Μενέλαο να γεννηθεί μαλάκας;
Και έτσι τον Πάρη άφησε να τόνε κερατώσει
και στης Ελένης το μουνί τον πούτσο του να χώσει.
Μα φταίω ’γω για όλα αυτά ν’ αφήσω την καλή μου,
και δέκα χρόνια να τραβώ στην Τροία το πουλί μου;-



Τελικά τη λύση δίνει η Αθηνά αλλά με αντάλλαγμα να της …κάτσει ο Οδυσσέας:

ΑΘΗΝΑ
Ω, πολυμήχανε Οδυσσεύ απ’ τα ουράνια ύψη
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα με θλίψη,
της Πηνελόπης το μουνί να το γαμάς με λύσσα
κι αόρατη κατέβαινα και σου ’γλυφα τα χύσια.
Σαν λιγωμένη κοίταζα τη φοβερή ψωλή σου
τ’ αρχίδια σου τα τριχωτά και το χοντρό καυλί σου.
Είμ’ από τότε ανήσυχη και δεν θα ησυχάσω
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιμάσω.
Εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρεις
μα θέλω σαν αντάλλαγμα να μου τον εφορμάρεις.

……………………………………………………….
Κι είναι γνωστά απ’ τον Όμηρο, τα έχει εξιστορήσει
αυτά που του ’πε η Αθηνά απάνω στο γαμήσι.

Έφτιαξαν ένα άλογο ψηλό τριάντα μέτρα
που ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα.
Μέσα στην τρύπια του κοιλιά κρυφτήκανε μ’ ελπίδα
και κόβανε την κίνηση απ’ την κωλοτρυπίδα.

Μα επειδή δε χώραγαν σ’ έν’ άλογο όλο κι όλο
καθένας είχε την ψωλή στου αλλουνού τον κώλο.


Έτσι η Τροία πέφτει κι ο Πάρης έστω και καθυστερημένα καταλαβαίνει το λάθος του και αποδέχεται το …μοιραίο:

Κι οι Τρώες που στο βάθος τους μαλάκες ήταν όλοι
γκρεμίσανε τα τείχη τους και το ‘βαλαν στην πόλη.

………………………………………………………………
Κι όταν η νύχτα έφτασε, οι Τρώες κουρασμένοι
στα μαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισμένοι.
Μέσα στης νύχτας το βαθύ ατέλειωτο σκοτάδι
ξεχύνονται από παντού σα να ‘ρχονται απ’ τον Άδη
εκατοντάδες Αχαιοί δαυλιά κρατώντας όλοι
κι απ’ του αλόγου την κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη.
Με φοβερούς αλαλαγμούς ανάβουν τα δαυλιά τους,
με τ’ άλλο χέρι κράταγαν όρθια τα καυλιά τους.
Μέσα σε σπίτια μπαίνανε σαν κρίαροι βαρβάτοι
γυναίκα ή άνδρα βρίσκανε τον ρίχναν στο κρεβάτι.
Μες στο βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες ξεγνοιασμένοι
για πότε γαμηθήκανε μυστήριο τους μένει.
Μάταια ο Αγαμέμνων φώναζε ‘μην τους γαμάτε όλους!’
οι Έλληνες ακράτητοι τους έσκιζαν τους κώλους.

Κι ο Πάρης που κατάλαβε πως χάναν πια την πόλη
απ’ το παλάτι φώναξε για να τ’ ακούσουν όλοι:
‘-Εγώ ειμ’ ο φταίχτης για όλα αυτά, δε φταίει κανένας άλλος
κι αφού τη γλίτωσα μικρός ας γαμηθώ μεγάλος!-’
Κι οι Αχαιοί κατάλαβαν πως για να πέσει η Τροία
πρώτα να πέσουν έπρεπε και τα δικά τους τρία.



Κι ενώ οι Αχαιοί αποπλέουν για την πατρίδα και καταφέρνουν, άλλος εύκολα κι άλλος δύσκολα να γυρίσουν πίσω, ο Οδυσσέας περνάει από χίλιες δυό περιπέτειες. Πρώτος σταθμός η χώρα των Λωτοφάγων οι οποίοι κάνουν κάθε επισκέπτη να ξεχνάει την πατρίδα του, όχι προσφέροντας λωτούς αλλά …κάτι άλλο.

Δεν άργησε κι αγνάντεψαν ξανά ένα νησάκι
κι αρχίσανε να τραγουδούν, να πίνουν και κρασάκι,
μα η ξηρά π’ αράξανε είχε πολλές παγίδες
οι Λωτοφάγοι μένανε, ψηλοί και με φακίδες.
Μα τις ψωλές πολύ καλά τις είχαν ακονίσει
κώλο μονάχα γάμαγαν σ’ ένα τρελό μεθύσι.
Και λένε οι ιστορικοί, πως τρώγοντας τα φρούτα
τόσο γλυκά που ήτανε, ξεχνούσανε με τούτα
οι επισκέπτες όλοι τους όσο κι αν λαχταρούσαν
και στη γλυκιά πατρίδα τους ποτέ τους δεν γυρνούσαν.
Και αυτό πάντα συνέβαινε που είπα παραπάνω
μα ο λόγος ήταν διάφορος και στην αλήθεια φτάνω.
Σ’ αυτό το ωραίο το νησί με τις πολλές κοιλάδες
ζούσαν οι μεγαλύτεροι, τρανοί κωλομπαράδες.
Αυτοί με τέχνη ασύγκριτη και μέθοδο σπουδαία
γαμούσανε χωρίς ντροπή και μόνοι και παρέα
με σχέδιο αλάνθαστο, πάντα πετυχημένο
για κώλο που ’χε γαμηθεί, για κώλο και παρθένο.
Έτσι τα καταφέρανε, με τέχνη και μανία
και δεν παρέμενε ποτέ καμία παρθενία.
Κι οι Αχαιοί γλυκάθηκαν απ’ το τρελό γαμήσι
κι έχυνε η πούτσα ολονών σα να ’τανε μια βρύση.
Μα ο πανούργος Οδυσσεύς που όλα τα ρυθμίζει
τους κώλους υποσχέθηκε σ’ όλους να τους δροσίζει.
Και τότε δέχτηκαν αυτοί το πλοίο να κινήσει
μα ζήτησαν όλοι μαζί πρώτα να τους γαμήσει. 


Εάν νομίζετε πως οι Σειρήνες απλά μάγευαν τους ναυτικούς με το μελωδικό τους τραγούδι, κάνετε λάθος. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική:

Πάνω στην πλώρη την φαρδιά, την διπλοσκαλισμένη
έχει καθήσει ο Οδυσσεύς με την καρδιά σκισμένη.
Μήνες τον εβασάνισαν πείνα και ταλαιπώρια
και τ’ άλλο το χειρότερο το λογαριάζει χώρια.
Έχει καιρό να δει μουνί, κι αυτό ’ναι που τον νοιάζει
για το φαΐ και το πιοτό δεν πολυλογαριάζει.
Ο δύστυχος ο Οδυσσεύς όπου ’χε συνηθίσει
κι απ’ το μουνί τον έβγαζε μόνο να κατουρήσει.
Εκτός απ’ τη γυναίκα του που ήταν γκομενάρα
είχε γαμήσει απανωτά κάθε λογής μουνάρα.
Αυτός που τόσες πέρασαν απ’ τον χοντρό του ψώλο
τους άνδρες να παρακαλεί για να του δώσουν κώλο.
Αυτά καθώς σκεφτότανε με καύλα και με πάθος
ξάφνου ακούστηκε φωνή -νησί μπροστά στο βάθος.-
Ο Οδυσσεύς τινάχτηκε του φάνηκε σαν ψέμα
είδε αμέσως το νησί, με το έμπειρό του βλέμμα.
…………………………………………………………….

Μα πριν του ρίξει μια ματιά να δει μην είναι η Δήλος
σηκώθηκε η ψωλάρα του και γίνηκε σαν στύλος,
έσκισε τον χιτώνα του, βγήκε έξω μάνι-μάνι
και γέρνοντας στ’ αριστερά του ’δειξε το λιμάνι.
Τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς απ’ της ψωλής τους τρόπους
πως στις σειρήνες φτάσανε που τρώγανε κι ανθρώπους
Μα των σειρήνων το νησί δεν ήταν τίποτ’ άλλο
παρά μπουρδέλο υπαίθριο πάρα πολύ μεγάλο
γιατί εκείνο τον καιρό τους έπιασε μια τρέλα
και μ’ ένα διάταγμα αυστηρό κλείσανε τα μπουρδέλα.
Όλες τις πόρνες μάζεψαν απ’ τα κρυφά τους άντρα
και τις αφήσαν στο νησί μονάχες δίχως άντρα.
Απ’ την πολλή την καύλα τους ουρλιάζανε κι εκείνες
και απ’ την βοή που κάνανε τις βγάλανε σειρήνες
δίχως να εξετάσουνε, δίχως μεγάλους κόπους
έγραψαν οι ιστορικοί πως τρώγανε κι ανθρώπους.
Θεοί, τι ψέμα φοβερό, εκείνες οι καημένες
άντρες σαν φτάναν στο νησί κάναν σα λυσσασμένες.
Με περιποίηση πολλή τους παίρναν στην αυλή τους
και εκεί βεβαίως τρώγανε, μα μόνο το καυλί τους.
Αυτό το ήξερ’ ο Οδυσσεύς κι είχε χαρά μεγάλη
δεν είπε όμως τίποτα να μην το μάθουν οι άλλοι.


Επόμενος σταθμός το νησί της Καλυψώς, η οποία …καλομαθαίνει με τον Οδυσσέα, και δεν θέλει να τον αφήσει να φύγει με τίποτα. Ακούστε πως αντιδρά όταν οι θεοί της στέλνουν αυστηρό μήνυμα να τον βοηθήσει να γυρίσει στην Ιθάκη:

Ρίγησε τότε η Καλυψώ κι από θυμό γεμάτη
σκέφτηκε νύχτες και στιγμές απ’ ηδονή χορτάτη.
-Είστε σκληροί, ζηλόφθονοι-, μουρμούρισε με πόνο
-και μα το Δία μου ’ρχεται να φτάσω μέχρι φόνο.
Φθονείτε όλοι σας ψηλά, την όμορφη μου τύχη
βρέθηκε να ’ναι πουτσαράς, τον έχει ένα πήχη.
Όμως εγώ τον έσωσα στο πέλαγος πνιγμένο
από ανθρώπους και Θεούς τελείως ξεγραμμένο
και το γλυκό μου το μουνί και όλο μου το σώμα
αυτός μονάχα το γαμεί και μ’ έχει κάνει λιώμα.
Μα τι να κάνω η δύστυχη και την καρδιά μου σφάζουν
θα υποταχτώ στη μοίρα μου, αφού με διατάζουν-.
Κι είπε ο Ερμής ο φτερωτός θερμά και λυπημένα:
Έλα καλή μου Καλυψώ, μη τα  ’χεις πια χαμένα
δώσε εσύ τις συμβουλές, βοήθα τον να φύγει
κουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν σε θίγει.
Αυτά είπε και χάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι
κι η Καλυψώ εζήταγε χαρά και λίγο χάδι.


Όταν με τα πολλά φτάνει στην Ιθάκη η Πηνελόπη έχει διοργανώσει αγώνα για να διαλέξει ανάμεσα στους μνηστήρες τον εκλεκτό της. Μόνο που ο αγώνας είναι λίγο …διαφορετικός από τους συνηθισμένους:

Τους βάζει όρο φοβερό πως την καρδιά θα δώσει
σ’ όποιον μπορέσει με κλειστά τα μάτια να τον χώσει.
Ήτανε δύσκολη πολύ αυτή η δοκιμασία,
της το ’χε μάθει ο Οδυσσεύς πριν φύγει για την Τροία.
Την έγδυνε κάθε φορά, ασφάλιζε τα μάτια,
έπαιρνε φόρα από μακριά σαν τα βαρβάτα τ’ άτια
κι έτσι τρεχάτος πήγαινε στην τρύπα συστημένα,
παρ’ όλο που τα μάτια του ήτανε σφαλισμένα.
Και με το κόλπο τώρα αυτό τους έχει πια στο χέρι
κι έπαιρνε όρκο πως κανείς δεν θα τα καταφέρει.
Έφτασε η μέρα η κρίσιμη, πλησίασε η ώρα
που βασιλιά θ’ απόκταγε του Οδυσσέα η χώρα.
Σε χαμηλό ανάκλιντρο στα κόκκινα στρωμένο
η Πηνελόπη ξάπλωσε με κώλο τουρλωμένο.
Λίγο πιο πέρα οι γαμπροί στεκόνταν στη γωνία
και τη σειρά του ο καθείς προσμένει μ’ αγωνία.
Πρώτος είν’ ο Μουνίχιος τα μάτια του ’χουν δέσει
μα το πανί είναι μακρύ και κρέμεται σαν φέσι.
Κινά σε λίγο βιαστικός για την κωλοτρυπίδα
περνάει δίπλα της ξυστά και χάνει κάθε ελπίδα.
Δεύτερος ο Αρχίμανδρος με τα μεγάλα αρχίδια
όμως σκοντάφτει στα μισά και πάει στα τσακίδια.
Τρίτος είν’ ο Ψωλάριχος τρανός απ’ την Τροιζήνα,
μα παίρνει λάθος διεύθυνση και πάει για την κουζίνα.
Κι ο κώλος πάντα ανέγγιχτος τουρλώνεται με νάζι
και την ψωλή του τυχερού στα βάθη του φωνάζει.
Τέταρτος, πέμπτος, δέκατος κανείς δεν έχει τύχη
και την πληρώνουν πάντοτε οι πόρτες και οι τοίχοι.
Ένας μετά τον άλλονε χάνονται οι μνηστήρες,
πάνε οι κόποι μάταιοι και οι προσπάθειες στείρες. 


Τελικά ο Οδυσσέας κερδίζει τη δοκιμασία, ξαναγίνεται βασιλιάς και αποφασίζει να συγγράψει τη …διαθήκη του:

Στερνή μου θέληση λοιπόν, ακούστε σαν πεθάνω
εκατοντάδες γυναικών στον τάφο μου επάνω
να γαμηθούν ολόγυμνες από μπροστά και πίσω
ίσως καυλώσω και εγώ στον τάφο μου και χύσω.
………………………………………………………….

Όση έχω επίπλωση, κτήματα και παράδες
να μοιραστούν στους πούστηδες και στους κωλομπαράδες.
Τα κινητά κι ακίνητα θα τα κληροδοτήσω
σ’ όσες μικρούλες παχουλές το κάνουν από πίσω.
Στην κουρασμένη πούτσα μου να βάλουνε στεφάνι
γιατί δεν άφησε μουνί και κώλο πριν πεθάνει.
Κλάψτε με κώλοι και μουνιά και μαυροφορεθείτε
τον πιο πιστό σας σύντροφο δεν θα τον ξαναδείτε.
Αυτή η διαθήκη γράφτηκε χωρίς συμβολαιογράφο
και όποιος έχει αντίρρηση στ’ αρχίδια μου τον γράφω.
Και εσείς γιατροί και χειρουργοί με τα πολλά ψαλίδια
κλάψτε μου τώρα την ψωλή και κλάστε μου τ’ αρχίδια.

Στον επίλογο ο ποιητής, ως άλλος …Βιτσέντζος Κορνάρος στον ‘Ερωτόκριτο’, μνημονεύει αυτούς που συνέβαλλαν στη συγγραφή του …έπους και τους εύχεται …τα καλύτερα!
Η ιστορία τέλειωσε, κι ήταν πολύ μεγάλη
ο Όμηρος την έγραψε μα την αλλάξαν άλλοι.
Κι όλοι αυτοί που κόπιασαν για τούτα τα στιχάκια
να χαίρονται και να γαμούν τα πιο όμορφα μουνάκια.
Μ’ αφράτους κώλους και βυζιά να παίζουν όλη μέρα
και να ’ναι ο πούτσος τους σκληρός κι όρθιος σα φλογέρα.
Ως τα βαθιά γεράματα να ’χουν καυλί ατσάλι
και στην επόμενη ζωή γαμιάδες να ’ναι πάλι.


ΑΜΗΝ

από την σελίδα: http://sarantakos.wordpress.com/2011/02/24/quasihomeric/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου