Η γριά γιαγιά-μου η εκατόχρονη
πια δεν κοιμάται με τα παραμύθια,
ολημερίς κοιτάζει κατά το βοριά
με ήλιο, με βροχή — πού ‘ναι τ’ αδράχτι της
σε τούτο το τσαντίρι σύνεργο διαβόλου;
Κάθεται και κοιτάζει τα βουνά
με ξεπλυμένα μάτια,
κάθεται κι αφουγκράζεται τη γη, κι ακούει
στη μακρινή αυλή-της ξένα βήματα.
το σπόρο να τσακίζουν που τολμά ν’ ανθίσει.
«Θα περιμένω, γιε μου», λέει η γριά γιαγιά-μου η
εκατόχρονη
«να πάω σπίτι-μου∙ εδώ δεν είναι τόπος μου για
να πεθάνω».
Κι έτσι ως γυρνά και συνεχίζει να κοιτάζει τα
βουνά
ξέρω πως η γριά γιαγιά-μου η εκατόχρονη,
αυτό θα κάνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου