Σελίδες

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Δάκτυλα (Κύπρος, 1974)


Κρατιέσαι σφιχτά πάνω σ’ εκείνη την ώρα,
όπως ένα νεογέννητο
πάνω σ’ εκείνη την καλοκαιρινή ώρα
τότε που όλα συνέβηκαν. Όταν όλα άλλαξαν.
Ακουγόταν μουσική στο ραδιόφωνο.
Στην κουζίνα η Μαμά και η μαμά της
καθάριζαν μπάμιες, (περίπου μια ώρα για να ψηθούν)
κι εσύ έκανες ποδήλατο
ή διάβαζες για την Αλίκη και τα δάκτυλα της
που μίκραιναν στην Χώρα των Θαυμάτων. Πενήντα λεπτά.
Άρχισες να νιώθε
ις τη ζέστη εκείνου του Ιούλη.
Μυρμήγκια σκαρφάλωναν πάνω στα δάκτυλα των ποδιών σου
καθώς φυσούσες φούσκες πάνω στη φλούδα της συκιάς
με τα φύλλα της σαν μεγάλα, πράσινα χέρια.
Το γρασίδι κάτω από τα σανδάλια σου έτριζε
ακριβώς σαν το τρίξιμο πυρκαγιάς. Τριάντα πέντε.

Δέκα λεπτά, και το παγωτό σου
έλιωσε την βανίλια πάνω στ’ αυτιά του αδέσποτου γάτου
και κάτι βούισε μέσα από το γαλάζιο του ουρανού
και η μουσική σταμάτησε. Η μαμά ήρθε,
σε άρπαξε, σ έσπρωξε μέχρι που τα δάκτυλα
σου άφησαν το παγωτό να πέσειχάμω.
Ο πατέρας είχε κιόλας επιστρέψει (μα πολύ νωρίς)
και κάτι στα μάτια του φώναζε.
Η μαμά έκλαιγε πάνω στο τραπέζι.
Η κατσαρόλα είχε ξεχειλίσει
αλλά κανείς δεν έδινε σημασία.
Κι εσύ έκλαψες για την βανίλια που αγαπούσες
κι ολόκληρη η κουζίνα ούρλιαζε.Πέντε.
Και φεύγατε, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο. Πέντε.
Ο γάτος έγλειφε τις πατούσες του. Τέσσερα.
Οι μπάμιες έκλαιγαν με λυγμούς μες στην κουζίνα. Τρία.
Τα φύλλα της συκιάς έγνεφαν αντίο. Δύο.
Και άφηνες τον τόπο σου, δάκτυλο προς δάκτυλο. Ένα.
Πού να
’ξερες πως το νησί σου μοιραζόταν
 
Πού να ’ξερες πως μία ώρα μονάχα
μπορούσε να φέρει τόση καταστροφή.
Η Φωνή Στην Κορυφή Της Σκάλας, 2001

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου