Μέσα απʼ τις τρίλιες του λυκόφωτος της αύρας οι ηδονοβλεψίες,
ανέμισαν στο σπίτι κόκκινους θανάτους, το πλατάγισμα της γλώσσας μιας νύχτας που ερχόταν.
Μάταια δυο χιονάτα ρόδα προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στις τελευταίες ηλιαχτίδες
δυο ακόμα αυταπάτες ομορφιάς στη στατιστική του ξεγραμμένου,
μικροί ανιδιοτελείς θάνατοι, δυο άσπιλα λευκά φιλιά στα μάγουλα του δειλινού.
Τα παιδικά γέλια ξυπνήσανε το δρόμο, φίδι που σύρθηκε στʼ ανήλιαγα στενά
κι ένα φωτιστικό σαν τον Ιούδα κρεμασμένο θα πρόδιδε την σκοτεινιά κι απόψε.
Νυχτώνει και το δωμάτιο πρέπει να συγυριστεί
σε λίγο θα με επισκεφτεί ο ρόγχος των χρωμάτων.
Τα ερέβη που καραδοκούν στις σκιερές γωνίες
μου υποσχέθηκαν να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους σαν αρχίσει να εκπνέει το γαλάζιο
και τα στοιχειά των λάκκων πάντα είναι συνεπή.
Χάθηκες στη βουή, κάτω από τα γλυφά κρυφοκοιτάγματα των σωρειτών
αγέρας έγινες ένα θρασύδειλο μελτέμι
κι εγώ απόμεινα εκεί μπροστά στα περιπολικά να αναρωτιέμαι
του νόμου ποια παράβαση θα χρειαστεί
για να με φυλακίσουν στο υδάτινο κελί μιας βρόχινης σταγόνας.
Απόψε μου τελειώσανε τα χάπια που σε στέλνουν στα λαγούμια του λήθαργου.
Απόψε οι χίμαιρες του ύπνου κακιωμένες
κάτω από το βλέμμα της ξαγρύπνιας θα λουφάξουν.
Μελάνι έγινα, μια πληγή από σκοτάδι πάνω σε τούτο το ανάλγητο λευκό
κι εσύ μια μεθυσμένη Ιουλιέτα να μου μιλάς για τις αγάπες των τροπικών
τις σαρκοβόρες ορχιδέες του αρχιπελάγους δυτικά του Ινδικού.
Φωνάξτε μου τη χαραυγή.
Με ένα ήλιο αναπτήρα του αέναου, το τσιγάρο μου να ανάψει,
οι στάχτες μίας νιότης που την τράβαγαν απʼ τα μαλλιά τα χάη
του απείρου να γκριζάρουν τους κροτάφους.
Κι εγώ από φράουλες κι αψέντι πεθαμένος να μυρίζω μιας γαρδένιας μαρασμούς.
Όπως παλιά.
Ζωή σαν πυροτέχνημα.
Ζωή σαν γερασμένο αηδόνι.
Στη λεωφόρο με τα αστέρια και τα ρημαγμένα όνειρα.
ανέμισαν στο σπίτι κόκκινους θανάτους, το πλατάγισμα της γλώσσας μιας νύχτας που ερχόταν.
Μάταια δυο χιονάτα ρόδα προσπάθησαν να σκαρφαλώσουν στις τελευταίες ηλιαχτίδες
δυο ακόμα αυταπάτες ομορφιάς στη στατιστική του ξεγραμμένου,
μικροί ανιδιοτελείς θάνατοι, δυο άσπιλα λευκά φιλιά στα μάγουλα του δειλινού.
Τα παιδικά γέλια ξυπνήσανε το δρόμο, φίδι που σύρθηκε στʼ ανήλιαγα στενά
κι ένα φωτιστικό σαν τον Ιούδα κρεμασμένο θα πρόδιδε την σκοτεινιά κι απόψε.
Νυχτώνει και το δωμάτιο πρέπει να συγυριστεί
σε λίγο θα με επισκεφτεί ο ρόγχος των χρωμάτων.
Τα ερέβη που καραδοκούν στις σκιερές γωνίες
μου υποσχέθηκαν να κάνουν ήσυχα τη δουλειά τους σαν αρχίσει να εκπνέει το γαλάζιο
και τα στοιχειά των λάκκων πάντα είναι συνεπή.
Χάθηκες στη βουή, κάτω από τα γλυφά κρυφοκοιτάγματα των σωρειτών
αγέρας έγινες ένα θρασύδειλο μελτέμι
κι εγώ απόμεινα εκεί μπροστά στα περιπολικά να αναρωτιέμαι
του νόμου ποια παράβαση θα χρειαστεί
για να με φυλακίσουν στο υδάτινο κελί μιας βρόχινης σταγόνας.
Απόψε μου τελειώσανε τα χάπια που σε στέλνουν στα λαγούμια του λήθαργου.
Απόψε οι χίμαιρες του ύπνου κακιωμένες
κάτω από το βλέμμα της ξαγρύπνιας θα λουφάξουν.
Μελάνι έγινα, μια πληγή από σκοτάδι πάνω σε τούτο το ανάλγητο λευκό
κι εσύ μια μεθυσμένη Ιουλιέτα να μου μιλάς για τις αγάπες των τροπικών
τις σαρκοβόρες ορχιδέες του αρχιπελάγους δυτικά του Ινδικού.
Φωνάξτε μου τη χαραυγή.
Με ένα ήλιο αναπτήρα του αέναου, το τσιγάρο μου να ανάψει,
οι στάχτες μίας νιότης που την τράβαγαν απʼ τα μαλλιά τα χάη
του απείρου να γκριζάρουν τους κροτάφους.
Κι εγώ από φράουλες κι αψέντι πεθαμένος να μυρίζω μιας γαρδένιας μαρασμούς.
Όπως παλιά.
Ζωή σαν πυροτέχνημα.
Ζωή σαν γερασμένο αηδόνι.
Στη λεωφόρο με τα αστέρια και τα ρημαγμένα όνειρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου