Από καιρό σε πρόσμενε η ψυχή μου,
μ’ αλίμονο! δεν ήρθες με του Απρίλη
τα λουλούδια στην όψη σου, καλή μου.
Σε κάποιου φθινοπώρου χλωμό δείλι,
σε μένα ξαφνικά σ’ έστειλε η μοίρα,
με ανέκφραστο παράπονο στα χείλη.
Μια λέξη από το στόμα σου α δε πήρα,
η σιωπή σου πιο υπέροχα μιλούσε,
σαν το στερνό το ρόδο, που τα μύρα
τα τελευταία σκορπώντας, φυλλορροούσε
βουβό τ’ άσπρα του πέταλα σα χιόνια.
Κι η ψυχή σου απαράλλαχτα πονούσε
σαν τα καταδιωγμένα χελιδόνια
που φεύγοντας στα ξένα έχουν αφήσει
έρημες τις φωλιές τους στα μπαλκόνια…
Μα εύλογητή η ψυχή, που αφού γνωρίσει
τον πόνο το βαθύ της ειμαρμένης,
μ’ ανώτερη αυτεπίγνωση, σιωπήσει…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου