ΑΥΤΟΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Μποέμης από την Βοημία βουίζει
αντιβουίζουν τα βυζιά
αλλά ο μποέμης από την Βοημία
βρίθει από λέξεις και βυζιά
να μάθει να μην βουίζει άλλη φορά
ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΣΥΝΗΘΕΙΑ
Αποδοκιμάζοντας τους ευήλιους τιμητές της εκατονταρχίας
υπογράφουμε άφωνοι ,κάτω απ’ την αμετάκλητη ροπή των αν-
θρωπίνων πόρων,
τις καταφατικές δοξασίες των σωφρονισμένων κώλων. Υπάρχει
εδώ ένα ιδιότυπο τηγάνι, υπάρχει εδώ ένας θάμνος που φαρμα-
κώνει τα κλαδιά του
ενώ μυρίζει ένα παπούτσι. Υπάρχει εδώ μια κλήση δυνητικής
παθογένειας που τεντώνει τους δικτυακούς ποταμούς των επιθέ-
των μέσα στον ένσκοπο χάρτη των μελλοντικών ψιθύρων.
Υπάρχει ακόμα ένας μοχλός με τον οποίον τα άστρα γίνονται
προβατίνες
και οι αξιώσεις μας σημεία.
ΞΥΔΙ ΚΑΙ ΑΡΤΟΣ (ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΑΥΤΙ)
αφιέρωσε τα δόντια της στον ινδό ομοφυλόφιλο που ήταν ξά-
δερφός της
και φερόταν ως ξάδερφος μόνο όταν οι μύγες οι παχιές άλλα-
ζαν δέρμα και φώναζαν αλληλούια
και σαν να μην έφτανε αυτό-ποτέ δε φτάνει-
οι μύγες μετανάστευσαν δίχως να πουν κουβέντα και το
ένταλμα της προεδρικής
ονείρωξης παρέμεινε άπραγο σαν του ιαγουάρους που τραβούν
από τη μία άκρη το μουστάκι μου
ενώ εγώ το έχω ξεριζώσει και το έχω βάψει για να ναι όμοιο με
ρύζι ή με
το πηλίκο των εφετείων
αλλά
αλλά η
Κυριακή είναι η μέρα του θεού
και τα ξαδέλφια τσακώνονται μέχρι θανάτου χωρίς να σφυρί-
ξουν
χωρίς να μοιράσουν δίκαια τα ασπρόρουχα της νυφίτσας που
λαγοκοιμάται κάτω
από ένα σπυρί ήλιου
δίχως άλλο
κάθε κυριακή στην εκκλησία
για κούρεμα
και χέσιμο
ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
μια γυναίκα δούλευε ως λαθρέμπορος.
η κοιλιά της ήταν μια ευκλείδεια σχισμή διότι ποτέ
δε φθάνει ένας κουρέας για να θρυμματίσει τους καρπούς των
χεριών μας.
Όσο κι αν αγαπάμε τις αστυνομικές βολίδες που κρέμονται απ’
το εκρεμμές των πτηνών
ποτέ δε θα δεχθούμε τα ανείπωτα δάκρυα των λιμνών.
Τα λεπτά σκιρτήματα της ύλης δεν χαλιναγωγούν
πια τα γαλλικά κηπάρια που επωάζονται στους ίσκιους των
ακτών και των αράδων.
Το μελάνι γεννά τις σουπιές.
Εν τω μεταξύ, για να μαστε πλήρως σύμφωνοι με το εργατικό
πνεύμα ενός εγελιανού φαροφύλακα, αξίζει
να αποζημιώσουμε τις σαρκικές μας ώσεις όσο αυτές αγριεμέ-
νες και θυελλώδεις κατασπαράζουν τα μηνίγγια των ναυτών.
Ένας κουρέας ποτέ δεν είναι αρκετός για να θρυμματίσει τους
καρπούς των χεριών μας.
Ένας αφέντης και δέκα αφεντάδες, 10 ή και 1000, δεν φθάνουν
για να δαμάσουν την καθεαυτότητα των συνόρων μας.
Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΤΗΝΟΒΑΣΙΑ
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
η μισοφαγωμένη δεκάρα που υπνοβατούσε για να μην ενοχλή-
σει την διένεξη του βουτύρου
παρέμεινε δική μας
αιώνια δική μας
είθε οι ουρανοί να αγκαλιάσουν την άψυχη παντόφλα του νε-
κρού αγοριού
ο κυρίαρχος ρυθμός ήταν ο β
και παρόλη την ανάγκη μου να αισθανθώ άνθρωπος
καταβρόχθισα τα ρολόγια μαζί με τις αλυσίδες
και δεν θυμάμαι που έχω αφήσει το ροδόνερο των αστικών μας
λίκνων
αχ πεφταστέρι
δίχρωμο
ευνουχισμένο
σκατοκέφαλο
πεφταστέρι αχ!!
πόσα καλοκαίρια καθάριζα τους στάβλους που μέσα έτρωγαν
κρέας παστό
και πεταλούδες με κιθάρες και ακορντεόν
και ψύλλους στ’ άχυρα
και ράθυμους Διόσκουρους που διαγωνίζονταν στην πετροβο-
λία
στη σκοποβολή όταν ο στόχος ήταν το ροκανισμένο αρχίδι
του χρόνου
από του χρόνου ανοίγει η πολυπόθητη διώρυγα του αυτιού
και οι συνεχείς πλίνθινες κυρίες
θα μιλάνε αλλιώς
ενώ θα προστάζουν τους παπάδες να κοιμούνται εναλλάξ
πάνω στις λόγχες του ασβέστη
Μποέμης από την Βοημία βουίζει
αντιβουίζουν τα βυζιά
αλλά ο μποέμης από την Βοημία
βρίθει από λέξεις και βυζιά
να μάθει να μην βουίζει άλλη φορά
ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΣΥΝΗΘΕΙΑ
Αποδοκιμάζοντας τους ευήλιους τιμητές της εκατονταρχίας
υπογράφουμε άφωνοι ,κάτω απ’ την αμετάκλητη ροπή των αν-
θρωπίνων πόρων,
τις καταφατικές δοξασίες των σωφρονισμένων κώλων. Υπάρχει
εδώ ένα ιδιότυπο τηγάνι, υπάρχει εδώ ένας θάμνος που φαρμα-
κώνει τα κλαδιά του
ενώ μυρίζει ένα παπούτσι. Υπάρχει εδώ μια κλήση δυνητικής
παθογένειας που τεντώνει τους δικτυακούς ποταμούς των επιθέ-
των μέσα στον ένσκοπο χάρτη των μελλοντικών ψιθύρων.
Υπάρχει ακόμα ένας μοχλός με τον οποίον τα άστρα γίνονται
προβατίνες
και οι αξιώσεις μας σημεία.
ΞΥΔΙ ΚΑΙ ΑΡΤΟΣ (ΤΟ ΑΔΕΙΟ ΑΥΤΙ)
αφιέρωσε τα δόντια της στον ινδό ομοφυλόφιλο που ήταν ξά-
δερφός της
και φερόταν ως ξάδερφος μόνο όταν οι μύγες οι παχιές άλλα-
ζαν δέρμα και φώναζαν αλληλούια
και σαν να μην έφτανε αυτό-ποτέ δε φτάνει-
οι μύγες μετανάστευσαν δίχως να πουν κουβέντα και το
ένταλμα της προεδρικής
ονείρωξης παρέμεινε άπραγο σαν του ιαγουάρους που τραβούν
από τη μία άκρη το μουστάκι μου
ενώ εγώ το έχω ξεριζώσει και το έχω βάψει για να ναι όμοιο με
ρύζι ή με
το πηλίκο των εφετείων
αλλά
αλλά η
Κυριακή είναι η μέρα του θεού
και τα ξαδέλφια τσακώνονται μέχρι θανάτου χωρίς να σφυρί-
ξουν
χωρίς να μοιράσουν δίκαια τα ασπρόρουχα της νυφίτσας που
λαγοκοιμάται κάτω
από ένα σπυρί ήλιου
δίχως άλλο
κάθε κυριακή στην εκκλησία
για κούρεμα
και χέσιμο
ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ ΚΑΙ ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ
μια γυναίκα δούλευε ως λαθρέμπορος.
η κοιλιά της ήταν μια ευκλείδεια σχισμή διότι ποτέ
δε φθάνει ένας κουρέας για να θρυμματίσει τους καρπούς των
χεριών μας.
Όσο κι αν αγαπάμε τις αστυνομικές βολίδες που κρέμονται απ’
το εκρεμμές των πτηνών
ποτέ δε θα δεχθούμε τα ανείπωτα δάκρυα των λιμνών.
Τα λεπτά σκιρτήματα της ύλης δεν χαλιναγωγούν
πια τα γαλλικά κηπάρια που επωάζονται στους ίσκιους των
ακτών και των αράδων.
Το μελάνι γεννά τις σουπιές.
Εν τω μεταξύ, για να μαστε πλήρως σύμφωνοι με το εργατικό
πνεύμα ενός εγελιανού φαροφύλακα, αξίζει
να αποζημιώσουμε τις σαρκικές μας ώσεις όσο αυτές αγριεμέ-
νες και θυελλώδεις κατασπαράζουν τα μηνίγγια των ναυτών.
Ένας κουρέας ποτέ δεν είναι αρκετός για να θρυμματίσει τους
καρπούς των χεριών μας.
Ένας αφέντης και δέκα αφεντάδες, 10 ή και 1000, δεν φθάνουν
για να δαμάσουν την καθεαυτότητα των συνόρων μας.
Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΤΗΝΟΒΑΣΙΑ
ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ
η μισοφαγωμένη δεκάρα που υπνοβατούσε για να μην ενοχλή-
σει την διένεξη του βουτύρου
παρέμεινε δική μας
αιώνια δική μας
είθε οι ουρανοί να αγκαλιάσουν την άψυχη παντόφλα του νε-
κρού αγοριού
ο κυρίαρχος ρυθμός ήταν ο β
και παρόλη την ανάγκη μου να αισθανθώ άνθρωπος
καταβρόχθισα τα ρολόγια μαζί με τις αλυσίδες
και δεν θυμάμαι που έχω αφήσει το ροδόνερο των αστικών μας
λίκνων
αχ πεφταστέρι
δίχρωμο
ευνουχισμένο
σκατοκέφαλο
πεφταστέρι αχ!!
πόσα καλοκαίρια καθάριζα τους στάβλους που μέσα έτρωγαν
κρέας παστό
και πεταλούδες με κιθάρες και ακορντεόν
και ψύλλους στ’ άχυρα
και ράθυμους Διόσκουρους που διαγωνίζονταν στην πετροβο-
λία
στη σκοποβολή όταν ο στόχος ήταν το ροκανισμένο αρχίδι
του χρόνου
από του χρόνου ανοίγει η πολυπόθητη διώρυγα του αυτιού
και οι συνεχείς πλίνθινες κυρίες
θα μιλάνε αλλιώς
ενώ θα προστάζουν τους παπάδες να κοιμούνται εναλλάξ
πάνω στις λόγχες του ασβέστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου