Πάνω σε τούτη τη χωμάτινη φλούδα βαδίζω μόνη.
Πληγώνεται η τρυφερή μου ψυχή, ματώνει.
Σταματάω κάποτε και παρατηρώ.
Πότε τη γη, πότε τα πληγωμένα μου όνειρα.
Κατάξερη η γη. Αυλακωμένη, διψασμένη, απελπισμένη.
Τ’ αυλάκια της μοιάζουν σωστές χαράδρες.
Τα μάτια τρομάζουν, κλείνουν σφιχτά από το φόβο τους μη γλιστρήσουν και χαθούν στα βάθη της γης.
Η ανάγκη γίνεται σοφία και η σοφία γίνεται πίστη.
Σε τούτη την ξερή γη ανακαλύπτω πώς είναι ν’ αγαπάς κάθε μόριο του
κορμιού σου, της ύλης σου, αυτής που σου έλαχε σαν είδες για πρώτη φορά
το φως του ήλιου κι έκλαψες δυνατά.
Πώς είναι να χορταίνεις σαν
βλέπεις τις σκέψεις σου αγκαλιασμένες να σμίγουν, να στηρίζονται, να
μοιράζονται, να φοβούνται κι έπειτα να ξεπλένουν το φόβο με το αίμα
τους και να τον εξορίζουν για πάντα.
Δε βαδίζω πάνω σ’ ένα κομμάτι κατάξερης γης.
Στη φλούδα της αθανασίας βαδίζω.
Εκεί όπου ο θάνατος κι η ζωή πηγαίνουν όπως τους αρμόζει, αγκαλιά, σαν
εραστές που έζησαν την υπέρτατη ηδονή και δοξάζουν αυτό που τους δόθηκε.
Το εφήμερο που έχει το πέρασμά μας από τούτο τον κόσμο, τον μικρό και τον μεγάλο.
Και μαθαίνω, μαθαίνω πώς το άγγιγμα μετουσιώνεται σε ανάσα, σε μελωδία, σε αναστεναγμό και φτάνει στ’ αυτιά εκείνου που ακούει.
Αγγίζω την ψυχή μου, πρώτη φορά.
Αγγίζω, κι ο αγέρας ευωδιάζει βροχή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου