Σελίδες

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Ελληνική γραμμή (απόσπασμα)

ΠΡΩΤΗ ΥΛΗ
Βάσις τῆς Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς εἶναι ἡ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΗ. Κάθε Γῆ πλάττει τὸν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Ἑαυτῆς. Θέλει τὸν ἄνθρωπόν της, ὅπως τὸ φυτόν της καὶ τὸ ζῷον της, ἐκδηλωτήν της. Κάθε Γῆς ἄνθρωπος εἶναι μόνον τὸ ὄργανον τῆς ἐκδηλώσεως Αὐτῆς. Ἡμεῖς, ἀπό της προϊστορικῆς ἡμῶν ἐμφανίσεως, αὐτὴν ἐξωτερικεύομεν δι᾿ ὅλων ἡμῶν τῶν κινήσεων, αὐτὴν ἀπεικονίζομεν δι᾿ ὅλων ἡμῶν τῶν ἐκδηλώσεων, εἴτε συναισθητῶν, εἴτε ἀσυναισθήτων. Πρώτη λοιπὸν κίνησις, πρὸς ζήτησιν τῆς Ἑλληνικῆς Αἰσθητικῆς, εἶναι ἡ κίνησις πρὸς τὴν Γῆν. Καὶ πρῶτον βῆμα πρὸς αἴσθησιν, νόησιν τῆς Γῆς, ἐκ τῆς ὁποίας θὰ ἀπορρεύσῃ σαφὴς ἡ Αἰσθητική, εἶναι ὁ ἐνατενισμὸς Αὐτῆς, χιλιάδας χιλιάδων ὡρῶν. Μελετῶντες τὴν Γῆν καὶ ψυχολογοῦντες ἑαυτούς, βλέπομεν ὅτι πᾶσα ἐν Αὐτῇ ὑπάρχουσα ὡραιότης καὶ εὐγένεια ἐνυπάρχει καὶ ἐν ἡμῖν. Ὁμοίως πλασμένοι, ὁμοούσιοι, παρομοίας ἔχομεν καὶ ὅλας τὰς ἐκδηλώσεις. Τὴν Ἑλληνικήν μας Φύσιν ἔχοντες ὁδηγόν, ὡς θεότητα λατρεύοντες Αὐτήν, πιστεύοντες εἰς Αὐτὴν καὶ εἰς τὴν φύσιν ἡμῶν, τηροῦντες τὴν μίαν καὶ τὴν ἄλλην, ἀνεμποδίστως δὲ καὶ ὑπερηφάνως ἐκφράζοντες τὸν ἔσω καὶ ἔξω κόσμον ἡμῶν, ἐκφράζομεν καὶ ζωγραφίζομεν εἰς τὴν Ἀνθρωπότητα τὴν τελείαν Ὡραιότητα καὶ Εὐγένειαν τοῦ εἴδους ἡμῶν.
1
Ζητῶ τὴν προσοχὴν τοῦ κάθε ζωγράφου, γλύπτου, ἀρχιτέκτονος καὶ λογίου καὶ ποιητοῦ καὶ μουσικοῦ ἀκόμη, παντὸς καλλιτεχνοῦντος, φιλοτεχνοῦντος, παντὸς καλαισθήτου ἀνθρώπου διὰ τὰς γραμμὰς αὐτάς. Διότι, ἐάν, καθὼς πιστεύω, ἡ ἀντίληψίς μου εἶναι ὀρθή, ὅσον ὀρθὴ ἡ βάσις τὴν ὁποίαν θέτω, ὅταν ἀναλυθῇ καὶ μελετηθῇ παρ᾿ ὅλων ἡμῶν καθ᾿ ὅλας του τὰς λεπτομερείας τὸ τιθέμενον ἐδῶ ζήτημα, δυνατὸν νὰ εὑρεθῇ καὶ τεθῇ ἀπὸ τώρα ἡ θεμελιώδης καὶ ἀδιάσειστος βάσις διὰ τὰς Ἑλληνικὰς Τέχνας τοῦ κάθε σήμερον καὶ τοῦ κάθε αὔριον καὶ χρησιμεύσῃ ὡς ἀφετηρία πρὸς κανονισμὸν τῆς ἐξωτερικῆς μορφῆς τοῦ νέου ἑλληνικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἐπωάζεται καὶ ὁ ὁποῖος μοιραίως θὰ δημιουργηθῇ.
Βεβαίως ἡ σειρὰ τῆς δημοσιεύσεως αὐτῆς θὰ εἶχε τὸν τόπον της, ὄχι μόνον μετὰ τὴν ἐντελῆ ζήτησιν τῆς τωρινῆς ζωγραφικῆς, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν ζήτησιν τῆς Γλυπτικῆς καὶ τῆς Ἀρχιτεκτονικῆς καὶ τῆς Φιλολογίας, ὅτε θὰ ἐφαίνοντο ἀρκετὰ γεγονότα, δεικνύοντα τὴν βαθυτάτην ἡμῶν διαφορὰν ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμον τὸν ἀρκετώτατα δεικνύοντα τὴν ἐντελῆ ἀποτυχίαν τῶν εὐρωπαϊκῶν ἐμβολιασμῶν ἐπὶ τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς. Ἀλλὰ βλέπων τὴν πραγματικὴν διάθεσιν καὶ τὴν ἀρχὴν τάσεως πρὸς τὸν ἑλληνικὸν κόσμον, τὸ ἐκδηλωθὲν ἐνδιαφέρον διὰ τὰς τοιαύτας ζητήσεις, δίδω τὰς πρώτας ἰδέας εἰς τὴν μελετητικὴν διάθεσιν τοῦ καθενός. Καὶ διὰ τοῦτο μεταμορφώνω αὐτὰς πρὸς τὰς ἀνάγκας καὶ τοὺς περιορισμοὺς τοῦ τύπου· καὶ ἀνάγκη νὰ λεχθῇ διὰ τοὺς ὀλίγους ἀνωτέρας διανοητικῆς καὶ αἰσθητικῆς μορφώσεως ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι πρέπει νὰ εὕρουν χονδροκομμένας τὰς γραμμὰς αὐτὰς -ὅτι τὰ μεταμορφώνω καὶ πρὸς τοὺς περιορισμοὺς τοῦ μετρίου διανοητικοῦ τύπου, πρὸς τὸν ὁποῖον ἀπευθύνομαι καὶ εἰς τὸν ὁποῖον θέλω νὰ καταστήσω εὐκολωτέραν τὴν ὁδὸν πρὸς νόησιν τῶν τοιούτων. Διότι δὲν ἔχω καμμίαν φιλοδοξίαν νὰ ἀρχίσω καὶ νὰ τελειώσω τι, οὔτε νὰ φανῶ ἐγὼ σοφός. Καὶ δὲν θέλω νὰ ἐκφράσω ὡραῖα τὶ βλέπω ἐγὼ καὶ νὰ κομψευθῶ, ἀλλὰ νὰ ὑποδείξω τὸν τρόπον τῶν ζητήσεων, σκέψεων καὶ συγκρίσεων, διὰ τοῦ ὁποίου οἱ ἄλλοι δύνανται νὰ ἰδοῦν καλλίτερα καὶ περισσότερα ἐμοῦ. Διότι ἐγὼ ἔχω ἀπόλυτον πεποίθησιν εἰς τὸ δαιμόνιον τῆς ἑλληνικῆς εὐφυΐας καὶ θέλω μόνον μὲ ἕνα κεφαλοκρούστην κτυπῶν τὸ τωρινὸν στενοκέφαλον, τὸ ὁποῖον ἀκέφαλοι ἄρχοντες ἐδημιούργησαν, νὰ ἀνοίξω χίλια παράθυρα, ὑπερβέβαιος ὅτι μόλις ἐρεθισθῇ ὁ ἑλληνικὸς νοῦς καὶ ἐλευθερωθῇ ἀπὸ τὰ σίδηρα τῶν τωρινῶν ἰδεῶν, δὲν ἔχει ἀνάγκην οὐδενὸς τυφλοσύρτου. Ἐγὼ ἔρχομαι νὰ ὑποδείξω μόνον τὰ μεγάλα Ἀναγνώσματα τοῦ Βιβλίου τῆς Ἑλληνικῆς Φύσεως καὶ νὰ συστήσω τὸ Βάπτισμα τῆς λευκῆς καὶ παρθένου ψυχῆς μας εἰς τὸ Θεῖον φῶς.
2
Σταθῆτε εἰς ἕνα μέρος τῶν Ἀθηνῶν ἀνοικτόν. Εἰς τὸ Ζάππειον, εἰς τὰ Πατήσια, ὅπου θέλετε. Ἀναβῆτε εἰς ἕνα λοφίσκον, λόφον· εἰς τὸν Ἄρδηττον, εἰς τὸν Λυκαβηττόν, εἰς τὸν Φιλόπαππον, εἰς τὴν Ἀκρόπολιν, εἰς οἱονδήποτε σημεῖον θέλετε. Προτιμήσατε νὰ ἀναβῆτε εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον τοῦ Ἁγ. Δημητρίου, ὑπὸ τὴν Ἀκρόπολιν, καὶ στρέφοντες δεξιόθεν ὅπου σᾶς ἐχάραξαν καὶ δρόμον νὰ κάμετε ὀλίγα βήματα μέχρις ὅτου σᾶς ἀποκαλυφθοῦν τὰ πάντα πανταχόθεν. Ἐκεῖ εἶναι καλύτερα, διότι ἡ κεφαλὴ τοῦ θεατοῦ εἶναι εἰς ἴσην γραμμὴν μὲ ὅλους τοὺς λόφους καὶ τὰ βουνὰ καὶ βλέπει τὰ πάντα, οὔτε πολὺ ὑψηλόθεν, οὔτε πολὺ χαμηλόθεν.
Πηγαίνετε ἐκεῖ, εἴτε ἕνα ξηρὸν ἀνέφελον ροδοξύπνημα ἡμέρας, εἴτε ἕνα πάμφωτον μεσημέρι, εἴτε καλλίτερον, τρεῖς ὥρας πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ὅτε ὅλα διαβάζονται καθαρώτερα καὶ ἁπλούστερα ἀπὸ τοὺς ἀμυήτους ὀφθαλμούς. Μείνατε ἐκεῖ, δύο, τρεῖς, τέσσαρες, πέντε ὥρας. Δὲν θὰ πάθετε τίποτε διὰ μίαν φοράν. Εἶναι τόσον ὡραῖα, τόσον ἡδονικὰ νὰ κάθεται κανεὶς εἰς τὸ μητρικὸν χῶμα καὶ νὰ θωπεύῃ τὰ χόρτα καὶ τὰ ὡραῖα πετράδια, μὲ τὰ ὁποῖα τόσον γρήγορα γίνεται ἕνα. Καθίσατε χωρὶς καμμίαν σκέψιν, χωρὶς κανένα σκοπόν· ἀφήσατε τὴν ψυχήν σας ἐλευθέραν νὰ τέρπεται ἀπὸ τὰ ὁρώμενα ἀθύρματα καὶ τὸν ἐγκέφαλόν σας νὰ φωτογραφῇ εἰς τὸν σκοτεινὸν θάλαμον λόφους, βουνά, ἀκτάς, νερά, καπνούς, χρώματα, ὅ,τι φαίνεται.
Τί βλέπετε;
Ἕνα ὁλόκληρον κόσμον.
Καὶ τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὸ κάθε τι λεπτόν, ξηρὸν καὶ τὸ κάθε τι χρωματιστόν. Ἀκολουθήσατε μὲ τὰ μάτια σας τὰ θωπεύοντα δάκτυλά σας τὸ χῶμα. Χῶμα ξηρόν, ἐλαφρόν, τριμμὲνον, κοῦφον, τρίμματα πετραδίων πολυχρώμων, συχνὰ καὶ τρίμματα ἀγγείων τοῦ τριμμένου κόσμου. Προσέξατε περισσὸτερον· μία βλάστησις μόλις διακρινομένη, μόλις προβάλλουσα εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, μικροσκοπικωτάτη, λεπτοφυεστάτη, πολύχρωμος, μόλις ἐννοουμένη ἂν εἶναι ξηρὰ ἢ χλωρά. Παρατηρήσατε τὰ ὁρατότερα, τὰ πλησίον σας πετράδια, χορτάρια. Κάθε πετράδι, λιθάρι, χορτάρι, καθήμενον ὡραῖα, διαγραφόμενον διαυγέστατα, προβάλλον τὴν φυσιογνωμίαν του σὰν ἄτομον, σὰν ἄνθρωπος. Τὸ κάθε χορτάρι ἀπὸ τὴν ρίζαν του ἕως τὸν χνοῦν του, ἕως τὴν τελευταίαν του ἀκτῖνα, τὰ πάντα ὁρατότατα εἰς τὸν ὀφθαλμόν. Κάθε λιθάρι, χορτάρι, ἀνθύλλιον, φυτόν, θάμνος, διαγράφεται τόσον καθαρά, διακρίνεται τόσον πολύ, τόσον πολὺ διαφέρει, μὲ τόσην ἔντασιν ἐπιδεικνύει τὴν ὕπαρξίν του, τὴν ἀτομικότητά του, ὥστε κάθε πετράδι, χορτάρι, εἶναι σὰν κάθε κύριον Α., σὰν κάθε κύριον Β. Παρατηρήσατε τὰ πλησίον σας ἄνθη τῶν ἀσφοδελῶν ἕνα ἕνα σᾶς κυττάζει σὰν πρόσωπον· διακρίνετε τὰς ἐλαχίστας ραβδώσεις τῶν πετάλων του· εἰς ἕνα μακρύτερον δύνασθε νὰ μετρήσετε ὅλους τοὺς σφαιροειδεῖς τους σπόρους. Ἐκτείνατε τὸ βλέμμα σας ἐπὶ τῶν ἀνθισμένων ἀσφοδελῶν ποὺ στολίζουν ὅλα τὰ ἐνώπιόν σας καταιβάσματα τῶν λόφων, μὲ τὰ ροδαλά των δονούμενα φῶτα τὰ ἐκπνέοντα ἁβρὰν ἡδυπάθειαν. Ὅσον καὶ ἂν ἐκτείνετε τὸ βλέμμα σας, διακρίνετε παντοῦ, ἕναν ἕναν ἀσφοδελόν, παντοῦ ἔχετε τὴν αἴσθησιν τοῦ μεταξύ των διαστήματος, ἀέρος, φωτός. Παρατηρήσατε μὲ προσοχὴν εἰς κάθε ὀγκώδη λίθον, εἰς κάθε ὄγκωμα, εἰς κάθε ἐξόγκωμα τῆς γῆς, εἰς κάθε βραχώδη προβολὴν ὑδροχρωματισμένην κυανόφαια· διακρίνετε ὅλα τὰ λεπτουργήματα, τὰς φλέβας, τὰ νερά, τὰς ἀποχρώσεις· εἰς κάθε λόφον ὅλα του τὰ κοψίματα, τὰ σκαλίσματα, εἰς κάθε λόφον μακρυνόν, ὅλα τὰ ἀραβουργήματα τῆς φύσεως ποὺ κάμνει παίζουσα μὲ τὴν ὕλην, ὅπως ἐὰν κρατῆτε εἰς τὰ χέρια σας θήκην ἀπὸ σκαλισμένον ξύλον σαντάλ. Μία γίδα εἶναι ἐπάνω εἰς τοὺς μακρυνοὺς λόφους τῶν σφαγείων ἢ ἐπάνω εἰς τὸν Φιλόπαππον· τὴν βλέπετε ὅπως τὴν γίδα τοῦ λεπτουργὴματος ποὺ κρατεῖτε εἰς τὰ χέρια σας. Εἰς τὰ ἀπώτατα βουνὰ διακρίνετε ὅλην των τὴν κατασκευὴν καὶ τὰ κρημνοτσακίσματα, τὰς γραμμὰς ὅλας τοῦ σώματός των, ἀντιλαμβάνεσθε, αἰσθάνεσθε τὸν χαρακτῆρα των, τὴν ἔκφρασὶν των ἐντελῶς. Παρατηρήσατε εἰς τὸν ἐλαιῶνα, τὸν ὁποῖον ἡ θέσις σᾶς παρουσιάζει ὡς ἕνα μεγάλο πύκνωμα· ὅπου ὑπάρχει ὁλίγη ἀραιότης, διακρίνετε τὰς ἐλαίας μίαν, μίαν. Τὰ ἀραιὰ δένδρα μάλιστα τῆς Ἀττικῆς εἶναι φυσιογνωμίαι ἐπιφανεῖς. Παρατηρήσατε τὰ τρία τέσσερα κυπαρίσσια πλησίον τοῦ ἐξωκκλησίου. Κάθε δένδρον ὑψώνεται, ἐπιβάλλεται, διακρίνεται, σὰν ὑπουργός, σὰν πρεσβευτής, σὰν κύριος ἐν τέλει, σὰν συναντώμενος πρωθυπουργὸς ἢ Βασιλεὺς εἰς ἐξοχικὸν δρόμον. Εἰς τὰ πλάγια τοῦ Αἰγάλεω, εἰς τὰ πλάγια τοῦ Ὑμηττοῦ, ὅπου εἶναι δένδρα ἀραιά, ξεχωρίζουν ἕνα ἕνα· εἰς τὴν Πεντέλην, ἡ γραμμὴ τοῦ παλατιοῦ τῆς Δουκίσσης φαίνεται καθαρώτερα· εἰς τὴν πρὸς τὴν Πεντέλην κορυφογραμμὴν τοῦ Ὑμηττοῦ, δύο τρία ὑπάρχοντα ψωραλέα δένδρα κυρτοστραβωμένα διακρίνονται περίφημα· εἰς τοὺς λόφους τῶν σφαγείων, εἰς τὸν Λυκαβηττόν, εἰς τοὺς ἀπωτάτους λόφους τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, τῶν Πατησίων, ἄνθρωπος ἢ κάθε ἄλλο ζῷον εἰς τὴν κορυφήν των διακρίνεται θαυμάσια. Στραφῆτε πρὸς τὸν Πειραιᾶ· ὅλαι αἱ καπνοδόχαι διαγράφονται μία μία· ὁ κάθε καπνὸς χωριστὰ καὶ κάθε καπνὸς γινόμενος ἀσημένιος, ἀεροπορεῖ χωριστὰ εἰς τὸ χρυσοῦν φῶς· ὅσαι καπνοδόχαι, τόσοι καπνοὶ διακρίνονται ἄνωθεν τοῦ Πειραιῶς. Εἰς τὸν δρόμον τοῦ Πειραιῶς καθ᾿ ὅλον τὸν χειμῶνα, διακρίνετε ἀπὸ τὴν θέσιν αὐτήν, τὸν σκελετὸν κάθε μιᾶς λεύκης ὁλόκληρον, σὰν νὰ εἶναι πλησίον σας ἕνα δένδρον τριχοειδές. Εἰς τὴν θάλασσαν ἕνα πλοῖον περιπατεῖ· τὸ στῆθος του, τὰ ἐξαρτήματά του φαίνονται ὅλα καθαρά, ὅταν φωτίζεται καταλλήλως.
Ἠρώτησα παιδιά, ἄνδρας, γυναῖκας, γέρους, κάθε εἶδος ἀνθρώπων ἰδικῶν μας καὶ ξένων: Βλέπεις αὐτὸ τὸ σαρίδι, τὸ λιθάρι, τὸ κλωνάρι, τὸ κέρατον τῆς γίδας, τὸ ὑπογένειον τοῦ τράγου εἰς τὸν ἀπώτατον λοφίσκον; Ὅλοι μοῦ εἶπον: τὸ βλέπω.
Τώρα, στρέψατε τὰ νῶτα πρὸς τὸν δύοντα ἥλιον καὶ παρατηρήσατε τὴν κατάφωτον Ἀκρόπολιν. Παρατηρήσατε τὸν ἀναβαίνοντα λόφον μὲ τὰ πεῦκα του, τὰς ἐλαίας, τοὺς ἀθανάτους, τὰς παραμικροτέρας γραμμάς. Παρατηρήσατε τὴν φεύγουσαν καμπυλωτὴν πλευρὰ τῶν ροδοπετάλων βράχων ἀπὸ τὴν θύραν της πρὸς τὸ θέατρον τοῦ Ἡρώδου καὶ πέραν· τὰ πάντα φέγγουν σὰν γράμματα Βαλτάσαρ. Παρατηρήσατε τὰ Προπύλαια, τὸν φαινόμενον Παρθενῶνα -ἕνα καλλιτεχνικὸν ἔργον, ἄνθος φυσικὸν θαυμάσιον, ἐναρμονιζόμενον καὶ ἐκφράζον αὐτὴν -τὰ πάντα φέγγουν, λάμπουν. Καὶ δὲν φαίνονται ὅσον ἐφαίνοντο, διότι ὁ καιρὸς ἐρροκάνισεν, ἡ βροχὴ ἐξέπλυνε τὰ χρώματα, τὸ πλήγωμα ἐχόνδρυνεν, ἐνίσχυσε τὰς γραμμάς. Φαντασθῆτε ὅτι εἶσθε εἰς τὰ Προπύλαια· φαντασθῆτε ὅτι ἔχετε ἐνώπιόν σας, οἱονδήποτε τωρινὸν οἰκοδόμημα. Ὅλαι αἱ ἀρχιτεκτονικαὶ καὶ γλυπτικαὶ λεπτομέρειαι, αἱ περίοδοι, αἱ φράσεις, αἱ λέξεις, αἱ τελεῖαι, τὰ κόμματα, οἱ τόνοι, τὰ πνεύματα, τὰ πάντα διαβάζονται ἀνέτως, ὅπως τὰ γράμματα κρατούμενης ἐφημερίδος εἰς τὰ χέρια σας. Εἶναι ἡ ἐντελὴς Ἑλληνικὴ τῶν πάντων εἰς τὰ πάντα: Σαφήνεια.
Ἡ δύναμις λοιπὸν τοῦ Φωτός, ὁ διαπερασμὸς αὐτοῦ, ἡ διαφάνεια τοῦ ἀέρος, ἡ διαυγεστάτη Γραφὴ τῆς Γραμμῆς εἶναι καταπληκτική. Εἰς οἱονδήποτε ὕψωμα καὶ ἂν ἀναβῆτε, βλέπετε ἕνα κόσμον ὁλόκληρον. Ἔχετε διὰ τῆς ὁράσεως τὴν αἴσθησιν παντὸς ὅ,τι σᾶς περιβάλλει.
Ὅλα ἀπὸ τῶν μεγάλων μέχρι τῶν μικροσκοπικῶν: Φαίνονται. Τὸ κάθε τι ὅσον μικρὸν καὶ ἂν εἶναι, θέλει νὰ φαίνεται σὰν Ἕλλην πηγαίνων περίπατον. Καὶ τόσον ὅλα θέλουν νὰ φαίνωνται, καὶ φαίνονται τόσον, ὥστε μετὰ τὴν δύσιν ἕνα λεπτὸν δένδρον ἱστάμενον ἔσωθεν τοῦ σκιεροῦ ἀνατολικοῦ τείχους τῆς Ἀκροπόλεως καὶ γραφόμενον τριχοειδῶς εἰς τὸν ὄπισθέν του φωτεινότερον ἀέρα λέγει... εἰς τὸν περιπατητὴν τῆς Ζαππείου πλατείας μέχρι τῆς ὀγδόης ἑσπερινῆς ὥρας: Φαίνομαι καὶ ἐγώ.....................

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου