Σελίδες

Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

ΚΤΗΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ


Το παραμιλητό των αισθήσεων
αντηχεί στη βουβή λογική.
Οι αγκαλιές γέμισαν
από αγκάθια
και τ’ αγκάθια, γλυκόξινα μούρα.
Ασυνάρτητες λέξεις
κι ύστερα σιωπηλός κόσμος.
Νωρίς δύει ο ήλιος της ημέρας
μα η ανατολή πεισματάρα έφηβη.
Ξεφυλλίζω το λεξικό
γυρεύοντας την κτητική αντωνυμία.
Κυνηγητό στα καλντερίμια
του μυαλού,
κυνηγός το πνεύμα που απέδρασε.
Κτήμα μου, χέρσο χωράφι
η κάθε λέξη που ανταλλάχτηκε.
Ενέχυρο για λιγοστά χαρτονομίσματα.




http://logozografismata.blogspot.gr/

έλεος

Πίκρα μάνα

Απελπισία

Έλεος μάνα
γιατί άλλο να γράψω
για την αγάπη έγραψα
για τον πόνο έγραψα
για τον θάνατο έγραψα
γιατί άλλο να γράψω για να σταματήσω
να υποφέρω

Έλεος κουράστηκα
η Ελιά να είναι ειρήνη
το μπλε να είναι Ελλάδα
ο έρωτας να είναι πόνος

Παιδί μου αγάπα

Τι μάνα ;
τι να αγαπήσω ;
αγάπη με έμαθε η ζωή σημαίνει οργασμός
Μάνα πες μου το λάθος μου
θέλω να σωθώ και να δικαιωθείς
κουράστηκα την μοναξιά

Σαν άλλος Οδυσσέας
ψάχνω λιμάνι
σαν άλλη Πηνελόπη
δέξου την συγνώμη μου

Δεν έγραψες γιόκα μου για το Έλεος
πες μου μάνα τι ;
Ζήτα συγνώμη παιδί μου

Έλεος
Συγνώμη άνθρωποι

Μάνα με έσωσες
διώξε το κενό μου
δέξου με

Πατέρα που είσαι

[Ένα χαμόγελο κι ένα καφέ ]

"Ένα χαμόγελο κι ένα καφέ στην ημέρα και ξεκίνα, τίποτα δεν θα μας γονατίσει πια, ούτε τα λόγια της φαυλότητας/ ούτε τα σύννεφα ή το χλωμό του ορίζοντα, ούτε η γκρίνια του ανέμου για ότι δεν φτάνει/ θα σταθούμε ξανά ψηλά, να γίνουμε φως, δημιουργία, ανάταση, μια ζωή σκέτη ζωντάνια/ και θα νικήσουμε, να το ξέρεις θα κερδίσουμε, από αυτή την αυγή και κάθε αυγή"

ΗΤΤΑ



Σε προμαχώνες και θερμοπύλες
Υπέροχος!!
Μα πώς ν’αντισταθείς στο ευάλωτο
Πώς να αγκαλιάσεις το εύθραυστο
προλαβαίνει σιωπηλά
σε αγκαλιάζει πρώτο
γήν προσφέρει
να λησμονήσεις τη πατρώα
ύδωρ κερνά
να χάσεις την πηγή σου
Αμαχητί παράδοσις..
Κενή η θέσις η κεντρώα.


ΕΠΙΚΛΗΣΗ


Πόσο θα ήθελα να είσαι κοντά μου
αυτό το βράδυ
να μου κρατάς το χέρι
να επιμένεις ότι όλα θα ξαναγίνουν όμορφα
να μου χαιδεύεις τα μαλλιά
να μου τάζεις τα άστρα
να σκουπίζεις το δάκρυ μου
να κοιμηθούμε αγκαλιά
να μοιραστούμε τη θλίψη
να γυρίσουμε πίσω τον χρόνο
και το πρωί όταν ξυπνήσω
να μην είναι όνειρο
να ανασαίνεις απαλά
στο πλευρό μου χαμογελώντας
σαν παιδί

δούναι και λαβείν / Κρανιώτης Π. Δημήτρης

Σκάψαμε με τα χέρια
το χώμα της ανάστασης
(μήτρα ζωής η γη
υιών και θυγατέρων)
ποτίζοντας ρίζες
που αλωνίσαμε
(δούναι και λαβείν
κατά φύσιν
κεκτημένα),
ξεθάβοντας νεκρούς
που αφορίσαμε
(δούναι και λαβείν
παρά φύσιν
τεκταινόμενα).

[Με τα δάκρυα σου δάκρυσα..]

Με τα δάκρυα σου δάκρυσα
Με τον πόνο σου πόνεσα.
Κρυφό σου μυστικό έμαθα
και σου 'πα σ' αγαπώ...
Κοντά σου να ζω έμαθα...
Μέσα σε βαθιά φαράγγια
την αγάπη έμαθα μαζί σου..
Σκαρφάλωνα σε γυμνά βράχια
του έρωτα μου πανηγύρι,
του χαμού μου πανηγύρι.
Το πρώτο φιλί. ..
Τι θα πει...
Φωτόλουστη αγάπη,
μαζί σου το μαθα εκεί
.

Αγάπη μου. Αγκάλιασα έναν κορμό δέντρου

Αγάπη μου. Αγκάλιασα έναν κορμό δέντρου.
Και άρχισα να σκαλιζω πάνω του , το δικό σου όνομα.
Ηταν τόσο έντονη η επιθυμία μου ,
να το γράψω ...που... ένιωθα το δυνατό χτύπημα των σφυγμών μου.
Ακροβατούσα στο κενό,ναι στο κενό.
Σκάλιζα τα γράμματα με θέρμη,με πάθος ,
και σκεφτόμουν πώς ... μια μέρα θα καταφέρει το δέντρο ,
να κλείσει μέσα του τ'όνομά σου.
Αυτό που έγραψα με τόση αγάπη .
Να μην το βλέπει κανείς.
Μήτε ο Ηλιος,μήτε τα πουλιά .
Να το στερείται ,ο άνεμος.
Πάντα μέσα του ,θα είσαι χαραγμένη .
Μόνο εγώ θα το ξέρω και το δέντρο.
Ετσι να ζεις,μέσα απ'τις ρίζες του για πάντα.
Ομόρφυνε ο νους μου ...σ'αυτην την σκέψη.
Οι εικόνες τούτες εισέβαλλαν στα μάτια μου,
κι εγκαταστάθηκαν στην καρδιά μου.
Επινα έτσι νερό , απ'την πηγή της Ψυχής σου, και ξεδιψούσα...
Σταμάτησε ο χρόνος εκεί. Χάθηκα.
Το πρώτο φως της άλλης μέρας ,
ξεπρόβαλλε σιγά και μαγευτικά ... κι έλαμψε ο τόπος όλος.

'Αφησα πίσω μου ,το δέντρο κι έφυγα, χορτασμένος ευτυχία .

Ήθελα...



Ήθελα να τους δείξω πώς να διαβάζουν,
ν’ απαγγέλουν όμορφα,
και μου ΄κλεισαν το στόμα.

Ήθελα να τους δείξω πώς να φυλλομετρούν,
κάθε βιβλίο,
και μου ‘κοψαν τα χέρια.

Ήθελα να τους δείξω πώς να θηλάζουν
της ποίησης το γάλα,
και μου ‘κοψαν τα στήθη.

Ήθελα να τους δείξω πώς να ξεχωρίζουν
τους λάτρεις του λόγου,
και τους σκότωσαν…

Μαρία Πολυδούρη (βιογραφία)


Γεννήθηκε το 1902 στη Καλαμάτα. Όταν τέλειωσε το γυμνάσιο στη πατρίδα της γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών χωρίς όμως ποτέ να πάρει πτυχίο. Διορίστηκεν υπάλληλος κι εργάστηκε σε διάφορες νομαρχίες, παράλληλα έγραφε ποιήματα. Το 1927 ταξίδεψε στο Παρίσι, αλλά γύρισεν άρρωστη από φυματίωση. Τελικά μπήκε στο νοσοκομείο Σωτηρία, αλλά ήτανε πλέον αργά. Το 1930 πέθανε 28 χρονών.
Έγραψε δυο ποιητικές συλλογές: «Τρίλιες Που Σβήνουν» κι «Ηχώ Στο Χάος». Η ζωή κι η ποίησή της ήταν επηρεασμένη από την άτυχη σχέση της με τον Καρυωτάκη, γνωστό πεισιθάνατο ποιητή των «Νηπενθών». Δεν έζησε αρκετά ώστε να ολοκληρώσει τη ποιητική της προσπάθεια. Οι στίχοι της είν' ατημέλητοι και τους διακρίνει μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή.
Είναι μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή, να τη πλησιάσει και να εμβαθύνει στη προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δε τον βοηθάει, καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί κι υπάρξει σα συνηθισμένος άνθρωπος. Όταν ακολουθήσουμε τη πορεία του βίου της, αν μελετήσουμε τη ποίησή της, όταν εντρυφήσουμε λέξη προς λέξη, στα ημερολόγιά της και των ανθρώπων που την αγάπησαν και τη γνώρισαν, όταν η σκέψη μας είναι κατάμεστη απ' όλ' αυτά τα συγκεντρωμένα στοιχεία, τότε δηλαδή που ο μελετητής πιστεύει πως είν' έτοιμος να καταστρώσει τα συμπεράσματά του, τότε ακριβώς αντιλαμβάνεται πόσο προβληματική παρουσιάζεται η προσωπικότητα της.
Θα 'ταν ασέβεια, αν όχι, άγνοια κι επιπολαιότητα, αν επιχειρούσαμε να διατυπώσουμε με τον καθιερωμένο τρόπο τις κρίσεις μας γι' αυτήν. Όπως δηλαδή γίνεται μ' επιβεβλημένους κορυφαίους της διανόησης. Με κείνα τα τυπικά: πού γεννήθηκε, τι σπούδασε, ποιους επηρεασμούς δέχτηκε, ποιες οι επαγγελματικές ή οι εξωεπαγγελματικές του απασχολήσεις, οι κλίσεις του, οι ιδεολογικοί του προσανατολισμοί, ποιο το οικογενειακό περιβάλλον του... κλπ θα βγούμε έξω από τη περιοχή, όπου περιδιαβάζει. Ποιος μπόρεσε ποτέ να δώσει τη βιογραφία ενός αηδονιού, ενός χελιδονιού; Ωστόσο ας καταθέσουμε ό,τι μπορέσαμε να συγκεντρώσουμε:
Ο πατέρας ήτανε καθηγητής, για τη μητέρα της ξέρουμε πως ήτανε καλή και τρυφερή μάνα και πως η Μαρία ποτέ δε μπόρεσε να θεραπευτεί από τύψεις που τη παίδευανε, γιατί είχεν αφήσει άρρωστη τη μητέρα της και πέθανε κατά την απουσία της. Οι βασανιστικές τύψεις γίνηκαν η αιτία να γράψει ποίημα αφιερωμένο στη τρυφερή και πονεμένη μάνα:

...Δεν σ' ένιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη.

Ο ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης στο ημερολόγιό του αναφέρει:

«...την άλλη μέρα (τη προηγούμενη την είχε περάσει στη κλινική Καραμάνη, στη οδό Πατησίων... ήταν Μάρτης 1930… όπου είχε πάει να επισκεφτεί και να την αποχαιρετήσει), περνώντας από τα Φιλιατρά γιατί πήγαινα στους Γαργαλιάνους, (σα δικαστικός είχε λάβει μετάθεση), αντίκρυσα με βαθύ αίσθημα λύπης και παγερής αδάκρυτης μελαγχολίας το μεγάλο κτίριο του Γυμνασίου, όπου είχε φοιτήσει κάποτε, χαρωπή ίσως παιδούλα η ποιήτρια...»

Είχε βγάλει λοιπόν το Γυμνάσιο Φιλιατρών και στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα όπου συνέχισε τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο. Είχεν εγγραφεί στη Νομική σχολή αντί της Φιλοσοφικής που 'ταν η προτίμηση του πατέρα. Μαθαίνουμε στη συνέχεια πως σα φοιτήτρια γνωρίστηκε με τον Καρυωτάκη. Κι ο μεν φοίτησε κανονικά και στα χρονικά όρια πήρε το δίπλωμά του, η Μαρία δε συμπλήρωσε ποτέ τις σπουδές της.
Στην Αθήνα στο λίγο χρόνο που ζει τη φοιτητική ζωή της, έχει πετύχει κάποιο διορισμό σε δημόσια υπηρεσία, που συνεχίζεται και μετέπειτα για λίγο διάστημα. Αλλά καθώς οι μέρες της κυλούν ανέμελα, μ' απουσίες από την υπηρεσία της, μ' αταξία κι ασυνέπεια, έτσι που να δημιουργηθεί εντύπωση πως πρόκειται για υπάλληλο αργόμισθο, παύεται από την υπηρεσία, απομένοντας στερημένη των απαραίτητων υλικών μέσων.
Τώρα ξέρουμε πως παρά τις δυσκολίες τις οικονομικές κείνου του καιρού, όντας κάτοχος ενός ακινήτου στη Καλαμάτα, προβαίνει στην εκποίησή του και με το συγκεντρωμένο ποσό αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι. Πολλά ειπώθηκαν για το ταξίδι αυτό. Πως έφυγε για να κάνει επίδειξη αδιαφορίας στον Καρυωτάκη που η άρνησή του στη πρότασή της για γάμο, είχε τραυματίσει την αξιοπρέπειά και τον εγωισμό της. Κείνην ακριβώς την εποχή είχεν αρραβωνιαστεί μ' ένα νέο καθ' όλα αξιόλογο, επιστήμονα κι έφυγε χωρίς και μ' αυτόν να εξηγηθεί. 'Αγνωστο παραμένει με ποιες ασχολίες και με ποια ενδιαφέροντα κύλησανε τα χρόνια της διαμονής της στο Παρίσι. Αρρώστησεν εκεί και για ορισμένο διάστημα νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο κι όταν επέστρεψε στην Αθήνα τόσον από υγεία, όσο κι από οικονομική επάρκεια, η κατάστασή της ήταν τραγική. Επεδίωξε και πέτυχε την είσοδό της στη Σωτηρία, το έσχατο τότε καταφύγιο των φυματικών μ' ανεπαρκή οικονομικά μέσα, όχι τόσο της κλονισμένης υγείας, όσο για να 'χει εξασφαλισμένη κάποια στέγη και τροφή.
Επίσης είναι γνωστό πως από το Παρίσι έγραψε στον αρραβωνιαστικό της πως ο δεσμός τους παίρνει τέλος, γιατί δεν αισθάνεται τόσο δεμένη μαζί του ώστε ο δεσμός τους να πάρει μονιμότερη μορφή. Παραθέτουμε σύντομο χρονολογικό πίνακα των βασικών γεγονότων της ζωής της, για πληρέστερο κατατοπισμό.

1902: Γεννήθηκε στη Καλαμάτα. Ο Γιάννης Χονδρογιάννης σε γράμμα, την 8 Αυγούστου 1929 από τη Κέρκυρα, αναφέρει το χωριό της, το «Μέλλον ή Κέντρο» Καλαμών.
1915: Πρώτα δημοσιεύματα, απλά, ρομαντικά, συγκεντρωμένα σε τόμο.
1919: Υπάλληλος στη Νομαρχία Καλαμών.
1920: Φοιτήτρια στη Νομική Αθηνών. Μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών.
1922: Γνωρίζεται με τον Καρυωτάκη, υπάλληλο στη Νομαρχία Αττικής.
1923: Αρρωσταίνει από αδενοπάθεια. Σύγκρουση με τον Καρυωτάκη.
1924: Παύεται ως αργόμισθος. Αρραβωνίαζεται με το δικηγόρο Κ. Γεωργίου.
1925: Φεύγει για το Παρίσι.
1928: Επιστρέφει από το Παρίσι.
Τέλη 1928, αρχές 1929, εκφράζεται ενθουσιαστικά για τον τόμο ποιημάτων, έκδοση 1926, "Λυπημένα Λουλούδια", του Γ. Χονδρογιάννη.
Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν τα ποιήματα της "Τρίλιες Που Σβήνουν", για τα οποία ο Γιάννης Χονδρογιάννης έγραψε ενθουσιαστική κριτική στο περιοδικό «Πνοή» του Δεκέμβρη του 1928.
1929: Τέλη, κυκλοφόρησε το 2ο βιβλίο της «Ηχώ Στο Χάος»
1930: Το Μάρτη ο Γ. Χ. την επισκέπτεται στη κλινική Καραμάνη, για να την αποχαιρετήσει. Κάτω από το μαξιλάρι της είχε το βιβλίο του «Μυστικές Ημέρες». Το τράβηξε και του μίλησε για ποιήματά του γραμμένη για κείνη. Στις 6 Απρίλη στέλνει τη φωτογραφία της στον Γ. Χ. στους Γαργαλιάνους.
1930: Τη τελευταία ημέρα του Απρίλη, πέθανε στη κλινική Καραμάνη.

Μερικές γνώμες συγχρόνων της συγγραφέων και κριτικών που τις εξέφρασαν μετά το θάνατό της, που αποφαίνονται για τον άνθρωπο και για το έργο του με τη δοκησισοφία και την παγερότητα που θα εκφράζονταν και για τον 80άχρονο, λόγου χάριν, Ουγκώ, ενοχλούν κι εξοργίζουν. Αλλά την οργή δε τη προκαλεί τ' άκαιρο του σχολιασμού. Τη προκαλεί η επιπόλαιη θεώρηση ενός ποιητικού έργου γεμάτου πάθος, ειλικρίνεια και ποιητική δόνηση. Κι εκφρασμένη από σαφώς αντιποιητές συγγραφείς, σαφώς ανίκανους να σταθμίσουν και να εκτιμήσουν της Πολυδούρη την απύθμενη ποιητική και μόνο ποιητική, ύπαρξη. Πως ν' αποτιμήσει ο 'Aλκης Θρύλος π.χ. τον Κρυστάλλη... Πως ο Θεοτοκάς τη Μαρία Πολυδούρη. Καλοί κι ικανοί συγγραφείς κι οι δύο, αλλά εντελώς ξένοι και στις συνθήκες ζωής τους (Κρυστάλλης, Ελένη Νεγρεπόντη) και στο παθητικό, το άκρως συγκινημένο αντίκρισμα της συναισθηματικής περιοχής του ανθρώπινου θυμικού.
Ωστόσο πέρα από την υποκειμενική αγάπη που τρέφουμε γι' αυτή προτιμήσαμε να προσκομίσουμε τις εκτιμήσεις κριτικών που 'ναι γενικά αποδεκτοί κι επιβεβλημένοι για την οξυδέρκεια κι ευθυκρισία τους. Ή ποιητών που 'ν' ιδιαίτερα ενδεδειγμένοι ν' αποφανθούν και να πείσουν, για θέματα κι εκπροσώπους της ειδικότητάς τους.
Έτσι έγραψε ο Χονδρογιάννης:

«Η Μ. Π. είναι το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση» και «Μετά το θάνατο της χάθηκε από την Ελλάδα, μια από τις μουσικότερες, τις γνησιότερες, τις καθαρότερες, τις λυρικότερες φωνές που ακούστηκαν τα τελευταία χρόνια».

Έτσι έγραψε ο Αντρέας Καραντώνης:

"Έχει κάτι από την αίγλη των τραγικών θρύλων των πλασμάτων από ποίηση, έρωτα και θάνατο" (σελ 183 των "Ποιητικών", έκδοση 1977) κι αλλού "...η ψυχή της ήταν ένα σιντριβάνι αιμάτων και δακρύων" (σελ 188).
Γράφει κι ο Ουράνης, -σελ. 77 του βιβλίου της Λιλής Ζωγράφου για τη Μ. Π.: (Είχε δημοσιευθεί στο Ελεύθερο Βήμα.)

"...Δυο βιβλία που περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι όπως μας έρχονται από την ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... κι είναι αυτό ακριβώς που κάνει τα ποιήματα αυτά να είναι η ίδια η ποίηση σ’ ό,τι πλατύ κι ανθρώπινο κι αιώνιο..."

Όταν κάποτε η Λιλή Ζωγράφου είπε στον Αυγέρη πως τοποθετούν τη Μ. Π. σα ποιήτρια, δίπλα στη Βαλμόρ και τη Μπράουνιγκ, απάντησε: «Αυτό την αδικεί».
Δεν επιθυμούμε να προσθέσουμε τίποτε που θα χαμήλωνε τον τόνο ύστερα από τη παράθεση των προηγούμενων αποτιμήσεων. Θα επισημάνουμε ωστόσο και τις ευτυχισμένες συγκυρίες που τη συνόδεψαν στην ολιγόχρονη περιδάβασή της στη ζωή. Αγάπησε κι αγαπήθηκε από τα καλύτερα πνεύματα της εποχής. Αγαπήθηκε κι αγάπησε τον Καρυωτάκη, που γι' αυτήν έγραψε το «Τι Νέοι Που Φτάσαμεν Εδώ» και στη Α' έκδοση του βιβλίου, «Ελεγεία & Σάτιρες» το 1927, της αφιερώνει το ποίημα «Ένα Σπιτάκι». Το 1929 η Μ. Π. γράφει ποίημα αφιερωμένο στον Καρυωτάκη.
Στη Σωτηρία, το 1928 γνωρίζεται λίγο με το Ρίτσο και του αφιερώνει το ποίημα «Θυσία». Στον ποιητή Ιωσήφ Ραφτόπουλο που χάθηκε κι αυτός φυματικός 26άχρονος, του γράφει το υπέροχο ποίημα «Ο Ποιητής» με την αφιέρωση: «Στην ακοίμητη ακιά του Ιωσήφ Ραφτόπουλου».
Αλλά τα τρυφερά δείγματα μιας ιδανικής αγάπης θα τα βρούμε στην αλληλογραφία της ποιήτριας με τον αισθαντικό και ταλαντούχο ποιητή Χονδρογιάννη που όπως αποκάλυπταν οι γνώστες, αυτός υπήρξε ο τελευταίος και πιο θερμός ερωτικός δεσμός που της έδωσε χαρά και συγκίνηση. Στην αλληλογραφία τους διαβάζουμε και τις αλληλοποιητικές διασυνδέσεις τους.
Πρέπει ιδιαίτερα να τονίσουμε τη θερμή συμπαράσταση της Μυρτιώτισσας όλον τον τελευταίο καρό στη πονεμένη Μαρία. Κι εκείνη της εμπιστεύθηκεν εκμυστηρεύσεις και τα τελευταία χειρόγραφά της. Αυτή με τη σειρά της μου δώρισε τρία χειρόγραφα της Μ. Π., από τα χαρισμένα της, χειρονομία που εκτίμησα ιδιαίτερα και με κατασυγκίνησε. Με συντροφεύουν σήμερα κορνιζωμένα ζωντανεύοντας στη μνήμη μου δυο κορυφαίες αντιπροσώπους της νεοελληνικής ποίησης.
Φτωχή, αλλά ζωηρή κι ακοίμητη η μία και μοναδική εικόνα που 'τυχε να κρατήσω από τη Μ. Π. Θα πήγαινε η αδερφή μου, η Γαλάτεια, να την επισκεφθεί στη Σωτηρία και με πήρε μαζί. Το δωμάτιο που τη βρήκαμε ήτανε ξεμοναχιασμένο στον αυλόγυρο του νοσοκομείου. Στο δωμάτιο ήταν κι άλλοι επισκέπτες. Ανάμεσα στα κενά που σχηματίζονταν διέκρινα ξαπλωμένη μιαν ωραία νεανική μορφή με στεφάνι γύρω στη μορφή τα μαύρα της μαλλιά. Σ' ένα παλαιικό λαβομάνο και σ' ένα τραπέζι εντυπωσίαζαν τα μεγάλα κλωνάρια από ανθισμένες αμυγδαλιές. Γέμιζαν κι αρωμάτιζαν το δωμάτιο.
Στις "Τρίλιες Που Σβήνουν" υπάρχει ένα τραγούδι της που αρχίζει:

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική του Απρίλη...

Πέθανε στις 30 Απρίλη 1930.

Ο Κώστας Παπαδάκης, ο Γιάννης Χονδρογιάννης, η Λιλή Ζωγράφου, που της έγραψε τη πιο εμπεριστατωμένη κι ολοκληρωμένη μονογραφία, αποδέχονται την εκδοχή πως αυτοκτόνησε μ' ενέσεις μορφίνης.

Εισαγωγικό Σημείωμα Έλλης Αλεξίου στο βιβλίο "ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ: Ποιήματα" Εκδόσεις "Γ. Οικονόμου" Αθήνα 23-3-1981

----------------------------------------------------------------------------------

Ανάμεσα σ' ολάνθιστες βατιές
χαρούμενα πουλάκια που πηδούν
αθόρυβα -της ευτυχίας ματιές-
τ' ασημωτά νερά λαμποκοπούν
του ποταμού -χαρά της λαγκαδιάς-
και βιαστικά πηγαίνουν και περνούν
στην άβυσσο να πέσουνε με μιας,
να πέσουν να χαθούν!

Όνειρο

'Ανθη μάζευα για σένα
στο βυθό που τριγυρνούσα.
Χίλια αγκάθια το καθένα
κι όπως τα 'σφιγγα πονούσα.

Να περάσεις καρτερούσα
στον βορηά τον παγωμένο
και το δώρο μου κρατούσα
με λαχτάρα φυλαγμένο

στη θερμή την αγκαλιά μου.
Όλο κοίταζα στα μάκρη.
Η λαχτάρα στη καρδιά μου
και στα μάτια μου το δάκρι.

Μες στον πόθο μου δεν είδα
μαύρη η Νύχτα να σιμώνει
κι έκλαψα χωρίς ελπίδα
που δε στα 'χα φέρει μόνη.

Θα 'ρθεις Αργά

Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθείς και πάλι
σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα;
Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα.
ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι-αγάλι...

’Ακου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα,
μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ' ουρανού το χρώμα
το θόλωσαν τα σύννεφα... Μια κρύα ανατριχίλα
στα λουλουδάκια χύνεται... κι αργείς, αργείς ακόμα!

Θα 'ρθεις αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα,
με το χιονοσαβάνωμα, με του βοριά το θρήνο
και δε θα βγεις ούτ' ένα ρόδο, ούτ' ένα αθώο κρίνο
να μου χαρίσεις... ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.

Σωτηρία

Ας περάσει πια η μέρα με το φως της
Η νύχτα γιατί τόσο αργοπορεί;
Στων πεύκων τις σκιές μια πολυθρόνα
με καρτερεί.

Των θαλάμων θα σβήσουνε τα φώτα
κι ο ύπνος θα 'ρθει σα λιγοθυμιά.
Ένα αδειανό κρεβάτι εδώ δίνει
εντύπωση καμμιά.

Θα με διπλώσει το σκοτάδι κι όπως
μες στις βαθιές σκιές θα μπερδευτώ,
πως είμαι θα πιστέψω πάλι κάτι
από τον κόσμο αυτό.

Μόνο στο φόβο θα βαθαίνει η νύχτα
όταν ο άνεμος θα 'ρθει ξαφνικά.
Ο ευκάλυπτος τα μαλλιά του θα τινάξει
και των ονείρων μαζί τα μυστικά.

Το μυστικόν αγώνα θα γροικάω
του φθινοπώρου, ανίκητος εχθρός.
Θα με λικνίζει χαρωπό τραγούδι
ο απελπισμένος θυρωρός.

Κι αν δε τη καρτερώ, ξέρω πως θα 'ρθει
η γάτα αυτή που νυχτοπερπατεί,
μια γάτα που δε ξέρει τι είναι χάδι
και δε το δίνει και δε το ζητεί.

Στα πόδια μου κοντά κάθεται μόνο
αδιάφορη στο κρύο το παγερό
διακριτικά το βλέμμα μου αποφεύγει
κι είναι σα να μη ξέρει από καιρό.

Γιατί Μ' Αγάπησες...

Δε τραγουδώ, παρά γιατί μ' αγάπησες
στα περασμένα χρόνια
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δε τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι ωραία σα κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στη ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν
με τη ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστικα το υπέρτατο
της ύπαρξης μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κοίταξαν.

Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει
είδα τη λυγερή σκιά μου ως όνειρο
να παιζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.

Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κι είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
-μια αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες.

Γιατί, μόνο για σέναν άρεσε
γι' αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου 'κεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα,
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισ' η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτή αγάπη σου.

Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες
κι έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ' αγάπησες.

Κοντά Σου

Κοντά σου δεν ηχούν άγριοι οι άνεμοι.
Κοντά σου είν' η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά,
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάϊ μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σα πνοή.

Ποιος Ξέρει

Καμιάν απο τις πίκρες μου δε γνώρισες
τις πίκρες μου τις άσωστες τις μαύρες
και στων ματιών μου μες στο φεγγοβόλημα
τα δάκρυα μου στεγνωμένα τα 'βρες

Εσύ μονάχα το γλυκό χαμόγελο
καμάρωσες στα χείλη μου απλωμένο
και έχεις μες στων ματιών μου το ξαστέρωμα
τον πόθο σου τρελά καθρεφτισμένο

Με γνώρισες να γέρνω στην αγάπη σου
σα πεταλούδα στ' άλικο λουλούδι
και να σκορπίζω όσο η καρδιά μου δίνονταν
μεθυστικό το ερωτικό τραγούδι

'Ανοιξη

Φούντωσ' η 'Ανοιξη κι εδώ σε κάθε δέντρου κλώνο.
Τα πάρκα λουλουδίσανε κι εκείνα.
Μα δε μου λέει η γιορτερή χαρά τους παρά μόνο
πως λείπω μακριά 'πό σέν' Αθήνα.

Έρχετ' ακάλεστη, βουβή, μες στου ηλιού το θάμπος
βροχούλα που κανείς δεν υποπέφτει
και νιώθω η νοσταλγία σου καθώς μ' ανάφτει, σάμπως
ξεχωριστά για μένανε να πέφτει.

Ζωή

Ξεχωριστά μες στ' άλλα
δέντρα, δέντρα ολόισια,
βουβά τα κυπαρίσια
στο μεσημέρι ντάλα.

Τρελές ξελογιασμένες
λεύκες, τ' ωραίο σας γέλιο
είναι σα περιγέλιο
στις νύχτες τις θλιμμένες.

Πεύκα, κρυφή κατάρα
θρηνεί μες στα κλαδιά σας
κι αγγίζει τη καρδιά σας
του ήλιου η λαχτάρα.

Χλωρή στρωμνή στον ήλιο
οι καρυδιές που δίνουν
οι σκιες στις ρίζες στήνουν
το μαύρο τους βασίλειο.

Οι παπαρούνες λαύρα
φανταχτερό λουλούδι.
Φεύγει η ζωή τους χνούδι
στη παιχνιδιάραν αύρα.

Βαριά Καρδιά

Πως με κοιτάς έτσι γλυκά, νέο μ' ανθάκι χαρωπό!
Δείχνεις όλες τις χάρες σου σε με και δε φοβάσαι;
Αχ! έχω τη καρδιά βαριά... μα δε θα σου το πω
γιατί, κάλλιο ασυλλόγιστο κι ευτυχισμένο να 'σαι.

Πως με κοιτάς έτσι γλυκά... συ, τόσο νιό και χαρωπό;
Τρέμει η καρδιά μου μια στιγμή σα κάτι να προσμένω...
Αλί! έχω βάρος στη καρδιά. Μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλλόγιστο να 'σαι κι ευτυχισμένο.

Με τρώει η έγνοια να σταθώ κοντά σου μια στιγμούλα
και τη καρδια μου στη γλυκιά σου μυρωδιά να λούσω.
Με καίει ο πόθος σκύβοντας πάνω σου σα βεργούλα
του φτάχτη, τον τρελό παλμό της νιας σου ζωής ν' ακούσω.

Τολμώ τ' άσωτα χέρια μου κάποια στιγμή ν' απλώσω
τα θελκτικά σου χρώματα στην όψη σου ν' αγγίσω
μα κάτι, σα να μη μπορώ κει που 'σαι να σε σώσω
κάνει βαριά τα χέρια μου κάτω να πέφτουν... πίσω...

Ούτε Κι Εδώ...

Ούτε κι εδώ στη ξενητιά που μ' έχει ρίξει
καθώς με συγκυλά της δυστυχίας το κύμα,
βρήκα τη ταφική του ναυαγίου γαλήνη.
Τα σωθικά μου αν τα 'χει η μαύρη δίψα φρίξει
κι αν η φωνή μου απ' τη κραυγή του πόνου σβήνει
μα πάντα θα 'μαι του ονείρου τ' αστεί θύμα.
Καθώς φωτίζαν πάνω μου τα δυο σου μάτια,
των λογισμών μου σκίζοντας το μαύρο βύθος,
το δρόμο προς τα χείλη σου βρήκ' άθελά μου.
Κοίτομαι μπρος σου κι ονειρεύομαι παλάτια
νεραϊδικά, σαν σπ' αυτά που θέλει ο μύθος
και δε κοιτάζω πως Θεός στη ζωή μου μπαίνεις
Εσύ, κι εμένα πόσο ανάξιο το 'ενδυμά μου...

Όνειρο

Δε μ' έφταν' ούτε καν αχός
μες στη ζωή που ζούσα.
Κι η θύμηση λιγόθυμη
των όσων αγαπούσα.

Κι ήρθ' η ματιά σου γελαστή
εαρινή αχτίδα
και για τα, που μου λείψανε
μου μίλησε μ' ελπίδα.

Μα είν' οι χαρές μας φτερωτές
και το φθινόπωρο είναι
μέσα στην ίδια μου φωνή
που σου φωνάζει: -"Μείνε".

Και της ματιάς σου ο γελαστός
ήλιος θα βασιλέψει
και τ' όνειρο θα ξεχαστεί
προτού καν αληθέψει.

Μη Με Βλέπετε Που Κλαίω...

Ω μη με βλέπετε που κλαίω,
δεν έχω θλίψη στη ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε κι είμαι μοναχή μου.

Είν' η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και χωρίς λύπη.
Κι αν τη ματιά δε μου 'χουν πάρει
ο λογισμός μου πάντα λείπει.

Με τι σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δε τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.

Τίποτε 'δω δε με πλανεύει.
Τίποτε 'κει δε μ' οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.

Ω μη με βλέπετε που κλαίω,
κάποια παλιά συνήθεια θα 'ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε...

Χαμένα

Προσμένω είν' η ψυχή μου ελπίδα
στη νύχτα τη τρισκοτεινή
τον ήλιο τέτοιο που πρωτοείδα
εκεί αντικρύ μου να φανεί.

Προσμένω που σημαίνουν τώρα
στριγγές φωνές τον χαλασμό,
προσμένω τη γαλήνιαν ώρα,
τον βραδινό χαιρετισμό.

Στη ξερασιά τώρα το χιόνι
που 'χει σα σάβανο απλωθεί,
το μακρεμένο χελιδόνι
προσμένω πως θα ξαναρθεί.

Όλα προσμένω τα χαμένα
κι η ελπίδα μάγισσα μια γρια
που λέει πως έρχοντ' ολοένα
οι σκιες που χάνονται μακριά.

Δειλινά

Περνά εμπρός μου η μέρα
σημάδι φωτεινό.
Και πάντα έτσι με βρίσκει
απάντεχο από πέρα
βαρύ το δειλινό.

Το φως σου θα στερέψεις
ελπίδα μου χρυσή,
θα σε σιμώσουν οι ίσκιοι
κι έτσι μοιραία θα γνέψεις
στο δειλινό κι εσύ.

Εικόνα

Στα μαλλιά κερδίζει πλάτια
η σκοτεινιά.
Και πιο κάτω μες στα μάτια
η τρικυμιά.

Πέρα που στα χείλη ανάφτει
αχνό ένα φως,
μου 'φυγε΄γοργά κι εθάφτη
ο στοχασμός.

Σαν Πεθάνω

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη
όταν αντικρύ θ' ανοίγει μες στη γλάστρα μου δειλά
ένα ρόδο -μια ζωούλα. Και θα μου κλειστούν τα χείλη
και θα μου κλειστούν τα μάτια μοναχά τους σιωπηλά.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα θλιβερή σα τη ζωή μου,
που η δροσιά της, κόμποι δάκρι θα κυλά πονετικό
στ' άγιο χώμα που με ρόδα θα στολίζει τη γιορτή μου,
στ' άγιο χώμα που θα μου 'ναι κρεβατάκι νεκρικό.

Όσ' αγάπησα στα χρόνια της ζωής μου θα σκορπίσουν
και θ' αφανιστούν μακριά μου, σύννεφα καλοκαιριού.
Όσα μ' αγαπήσαν μόνο θα 'ρθουν να με χαιρετίσουν
και χλωμά θα με φιλούνε σαν αχτίδες φεγγαριού.

Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ' Απρίλη.
Η στερνή πνοή μου θα 'ρθει να στο πει και τότε πια,
όση σ' απομέν' αγάπη, θα 'ναι σα θαμπό καντήλι
-φτωχή θύμηση στου τάφου μου την απολησμονιά.

Μια Επιστολή
"Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα..."

Ίσως το γράμμα αυτό να μη διαβαστεί ποτέ, από κανέναν, αλλά στ' αλήθεια, δε με νοιάζει. Ίσως μέχρι να φτάσει στα χέρια σας νάχω πεια ολότελα ξεχαστή απ' όλους. Αλλά, ούτε δα κι αυτό το τελευταίο με νοιάζει. Εξάλλου, δεν έχω και πολλά να σας πω, θέλω μόνο να σας θυμίσω ότι κάποτε υπήρξα. Κάποτε υπήρξα κι' ήμουν και ζωή και θάνατος μαζί. Και Ζωή και Χάρος ήμουν!
Έζησα, τομολογώ, μια ζωή δηλητηριασμένη, γι' αυτό θαρρώ αποφάσισα να την εγκαταλείψω. Εκείνο που για τους άλλους ήτανε ζωή, για με ήταν θάνατος. Γεννιόμουνα και πέθαινα κάθε μέρα, ώρα και στιγμή. Ζούσα με τον θάνατο, ζούσα για να πεθάνω, μα τουλάχιστον δε ζούσα νεκρή όπως οι γύρω μου, τα μικρά αστεία ανθρωπάκια που λέγαν πως μ' αγάπησαν κι ας μη μπόρεσαν ποτέ κι ας μη τόλμησαν ποτέ να διαβάσουν τη ψυχή πούκρυβε περίσσιο φως και σκοτάδι μέσα της. Κατά βάθος με φοβόντουσαν και δεν αργούσαν να τραπούν εις άτακτον φυγήν. Δεν άντεχαν να με κοιτούν κατάμματα, μη τύχει και τους κλέψω τη ψυχή τους.
Αγαπήθηκα, αγαπήθηκα πολύ, μα μπορεί ποτέ κανείς να φαντασθή ότι λυπόμουνα βαθειά όταν καταλάβαινα ότι μ' αγαπούσαν; Εγώ, ίσως να μην αγάπησα αρκετά, όχι όσο έπρεπε. Τον ιδανικό μου έρωτα θαρρώ τον έζησα στη φαντασία μου. Η ψυχή μου κι η αγάπη γεννήθηκαν την ίδια μέρα. Αυτό το ένιωθα μέσα μου κι όμως δε πίστευα ότι θα υπήρχε μέρα που θα μου αποδείκνυε πως αγαπούσα αληθινά. Δεν είνε στ' αλήθεια τραγικό, μια μεγάλη ειρωνεία, να μιλούν για την αγάπη άνθρωποι που δεν τη γνωρίζουν και να σιωπούν εντελώς εκείνοι που νοιώθουν τη ψυχή τους να πνίγεται στον πόνο της;
Πολλοί λέγαν ότι ζούσα μες στο κεφάλι μου. Κάτι έπρεπε να πουν κι αυτοί! Πως άλλως θα με κατέτασσαν σε συγκεκριμένη κατηγορία ανθρώπων; 'Ανθρωποι, ανθρωπάκια! Η ζωή ένα τεράστιο ψέμα που άλλοι το αγαπάνε κι άλλοι -οι λίγοι- προσπαθούν να το κάνουν αληθινή ζωή. Εσείς, αγαπητοί άγνωστοί μου φίλοι, πως ζείτε; Ζείτε;
Μια φάρσα, αυτό ήταν η δικιά μου ζωή. Κανείς δε τη κατάλαβε.Γεννήθηκα χωρίς να το θέλω, έζησα στο περίπου και σκηνοθέτησα το θάνατό μου. Κι όμως αγαπούσα τη ζωή, αλλά πάντα αυτή μούπαιρνε ό,τι άλλο αγαπούσα. Μου έλειπε πάντα μια καρδιά που να πονή για μένα. Κι ήταν δύσκολο, δύσκολο πολύ να ζω μονάχη μου μες σ' ένα κόσμο τόσο παράλογα προσκολλημένο στα μικρά της ζωής και στο τίποτα. Ήμουνα σαν παράσιτο, σαν μαύρο ξωτικό που έχασε το δρόμο κι αντί να ταξιδέψει στον ονειροκόσμο του, ξέπεσε σε τούτη δω τη γη.
Μάλιστα, κάποια φορά, κάποιος με ρώτησε κρυφά αν είμαι χήρα σαν φορούσα μαύρα βαριά. Εγέλασα. Αλήθεια ήταν! αν μάντεψε τη ψυχή μου, καλά την ωνόμασε χήρα!
Είναι που θα παρακαλούσαν να είχαν ζήσει στην εποχή μου. Εγώ, θάθελα να ζήσω σε κάποιαν άλλην εποχή. Έζησα ανάμεσα σε μια γενειά ηττημένη. Κάποιοι από μας κάναν τον πόνο στίχο, την οργή τραγούδι, αλλά κανείς δεν τόλμησε -ούτ' από μας, ούτ' από τους άλλους- δεν τόλμησε να ξεφύγει από το χαραγμένο μονοπάτι, δεν τόλμησε να πει ό,τι στ' αλήθεια σκεφτότανε, δεν τόλμησε να κάνει ό,τι στ' αλήθεια ήθελε να κάνει. Οι περισσότεροι ήταν -ήμασταν- δειλοί που 'ψαχναν απλά ναύρουν την αυτοεπιβεβαίωσή τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί κι ανάπηροι. Ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι κι υπερφίαλοι! Απόκληροι της αντίληψης.
Κι όμως ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο Κ. (εννοεί τον Καρυωτάκη) ο μόνος που θα μπορούσε ποτέ να με καταλάβει, αλλά ούτε κι εκείνος τόλμησε. Μούπε μάλιστα, πως με λυπόταν γιατί τον αγαπούσα, πως ήμουνα γι' αυτόν μια παρηγοριά. Τόχε η εποχή, κανείς δεν ήταν ο εαυτός του! Γι' αυτό θαρρώ κι έζησα τόσο μόνη κι ας είχα πάντοτε κάποιους να με συντροφεύουν, αδέλφια μου σ' ένα πόνο που δε θα μπορούσαν ποτέ να συλλάβουν. Έκαναν τα πάντα για με, αλλά η αγάπη τους ήταν μια θυσία που ποτέ δε δέχτηκα μ' ευμένεια κι οι ανησυχίες τους χειροπέδες για μένα.
"Πόσο είναι αστεία η ζωή μα και πόσο αστειότεροι είμαστε μεις που την ανεχόμαστε τέτοια", έγραψα, θυμάμαι, κάποτε στο ημερολόγιό μου. Μα, από τότε έχουν πεια περάσει χρόνια. Πόσα, δεν ξεύρω, αφού ο χρόνος δεν έχει πια για με καμμία σημασία. Τώρα, είμαι κάπου αλλού και ζω -αν τούτη δω η κατάσταση θεωρείται ζωή- μες από τις αναμνήσεις μου.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια του μυαλού και κυττάζω πίσω. Όλα ζητάω τα χαμένα, τις μικρές στιγμές, τον αγαπημένο. Γυρνώ το βλέμμα και κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη, είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος κι όμως -Θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με τη καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια. Με τη καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ' εύρω μοναδική κι αξέχαστή μου αγάπη. Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ, να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου κείνο που μου 'ριχνες σαν έφτανα, τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου, να ιδώ τα χέρια σου ν' απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν, να ιδώ, να νοιώσω το φίλημά σου. Είνε τόσο μεγάλος ο καϋμός κι είμεθα τόσο μικροί ένας-ένας εμείς οι άνθρωποι που τον αποτελούμεν.
Τα λόγια αυτά ίσως ν' ακούγονται σαν παραλήρημα ενός ετοιμοθανάτου, μα, αλί, δε μπορώ να πεθάνω αφού είμαι από χρόνια πεια νεκρή. Όσο ζούσα, όσο έζησα, ήμουνα παιδί. Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχωμαι αλλά και ποιο παιδί δεν είνε άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είνε δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική πούνε ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν' ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν' αφήσετε να θρονιαστεί στη καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν' αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, τη κάθε σας στιγμή τραγούδι κι όταν έρθη η ώρα η στερνή να πεθάνετε όχι από πλήξι, αλλά από ειλικρίνεια όπως ο φίλος τζίτζικας, που τόσο ωραία τα έλεγε μα μεις τα παίρναμε για γκρίνια.
Τώρα, καθώς γράφω τις τελευταίες γραμμές, κυττώ πίσω κι αντιλαμβάνομαι πόσο στάθηκα τυχερή: έζησα ελεύθερη όσο καμμιά άλλη γυναίκα της εποχής μου, έκανα πράγματα που δεν έκανε καμμιά άλλη κι αγαπήθηκα όσο λίγες. Και, δεν το ξεχνώ, καθώς το βλέμμα μου έσβηνε, κείνη τη μελαγχολική αυγούλα τ' Απρίλη, δεν ήμουν πεια μόνη. Νέοι που μ' αγάπησαν ήρθαν να μ' αποχαιρετήσουν και φίλες γκαρδιακές στο προσκεφάλι μου ένα τελευταίο τραγούδι να μου χαρίσουν.
Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα, όπως λέει κι η καλή μου φίλη. Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη

Ποιήματα

ΤΟΥ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

«Οἱ νέοι ποὺ φτάσανε μαζὶ στὸ ἔρμο νησί» μὲ σένα
κάποια βραδιὰ μετρήθηκαν κ᾿ ηὖραν ἐσὺ νὰ λείπης.
Τὰ μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρὶς κανένα
ρώτημα, μόνο ἐκίνησαν τὶς κεφαλὲς τῆς λύπης.

Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, ἀπὸ τὴ μόνωσή σου
ἕνα σημεῖο ἀπὸ φωτιὰ τοὺς ἔστελνες, γνωρίζαν
τὸ θλιβερὸ χαιρέτισμα ποὺ φώταε τῆς ἀβύσσου
τοὺς δρόμους κι᾿ ὅλοι ἀπόμεναν στὸν τόπο τους ποὺ ὁρίζαν.

Ἀπόμεναν στὴν ἴδια τους πικρία, κρεμασμένοι
ἔτσι μοιραῖα καὶ θλιβερὰ στὸ «βράχο» τοῦ κινδύνου.
Κι᾿ ὅταν πιὰ τοὺς χαιρέτισες, οἱ αἰώνια ἀπελπισμένοι
ψάλαν μαζὶ κάποια στροφὴ καθιερωμένου θρήνου.

Μὰ φτάνουν πάντα στὸ «νησί» τὰ νέα παιδιὰ ὁλοένα.
Στὴν ἄδεια θέση σου ζητοῦν τῆς ζωῆς τὸ ἐλεγεῖο.
Σοῦ φέρνουνε στὰ μάτια τους δυὸ δάκρυα παρθένα
καὶ τῆς καινούριας σου Ἐποχῆς τὸ πλαστικὸ ἐκμαγεῖο.

[ΑΝΑΜΕΣΑ Σ᾿ ΟΛΑΝΘΙΣΤΕΣ ΒΑΤΙΕΣ...]

Ἀνάμεσα σ᾿ ὁλάνθιστες βατιὲς
χαρούμενα πουλάκια ποὺ πηδοῦν
ἀθόρυβα-τῆς εὐτυχίας ματιές-
τ᾿ ἀσημωτὰ νερὰ λαμποκοποῦν
τοῦ ποταμοῦ- χαρὰ τῆς λαγκαδιᾶς
καὶ βιαστικὰ πηγαίνουν καὶ περνοῦν
στὴν ἄβυσσο νὰ πέσουνε μὲ μιᾶς,
νὰ πέσουν νὰ χαθοῦν!

[ΤΟ ΔΑΣΟΣ...]

Τὸ Δάσος, κοίτα, ἀπόγυρε
στῆς Νύχτας τὴν ἀγκάλη.
Μύρο ἀποπνέει μεθυστικό,
στενάζει μὲ τὸ ἀηδόνι.
Τὸ φεγγαράκι πάνω του
περίεργο προβάλλει
καὶ στὸν καθρέφτη τοῦ ρυακιοῦ
τὰ μάγια του ξαπλώνει.

ΟΝΕΙΡΟ

Ἄνθη μάζευα γιὰ σένα
στὸ βουνὸ ποὺ τριγυρνοῦσα.
Χίλια ἀγκάθια τὸ καθένα
κι᾿ ὅπως τἄσφιγγα πονοῦσα.

Νὰ περάσης καρτεροῦσα
στὸ βορηὰ τὸν παγωμένο
καὶ τὸ δῶρο μου κρατοῦσα
μὲ λαχτάρα φυλαγμένο

στὴ θερμὴ τὴν ἀγκαλιά μου.
Ὅλο κοίταζα στὰ μάκρη.
Ἡ λαχτάρα στὴν καρδιά μου
καὶ στὰ μάτια μου τὸ δάκρι.

Μέσ᾿ στὸν πόθο μου δὲν εἶδα
μαύρη ἡ Νύχτα νὰ σιμώνη
κ᾿ ἔκλαψα χωρὶς ἐλπίδα
ποὺ δὲ στἄχα φέρει μόνη.

ΛΗΣΜΟΝΙΑ

Μ᾿ ἐρωτευμένη τὴν καρδιὰ σὲ γνώρισα ἄγριο Δάσο.
Ἔπινα στὸ ἀεροφίλημα τὴ μυστικὴ εὐωδιά σου.
Πρόσμενα μὲ τὸ ξάστερο σκοτάδι νὰ περάσω,
ὅταν τ᾿ ἀερινὸ στοιχιὸ περνοῦσε στὰ κλαδιά σου.

Σὲ γνώρισα σ᾿ ἐρωτικὲς νύχτες ρυτιδωμένη
θάλασσα σὰν τὸ μέτωπο τῆς συλλογῆς, περνοῦσε
πάνω σου χάδι ἡ σκέψη μου καὶ πάντα ἡ ἀνθισμένη
ἄκρη σου μὲ τὰ εὐωδιαστὰ φύκια μὲ προσκαλοῦσε.

Σᾶς γνώρισαν οἱ ἐρωτικὲς νύχτες μου ὡραῖα λουλούδια,
διάφανα, ἀχνά, πολύχρωμα, σὰ φωτεινὰ σημάδια.
Βαριὰ ἡ δροσιὰ σὰ φίλημα καὶ ξεχυνόνταν χνούδια
χρυσὰ ᾿πό τὰ σμιγμένα σας βλέφαρα στὰ σκοτάδια.

Τώρα στὸ φῶς τῆς ἀρνησιᾶς δομένα, ἔτσι ἀλλαγμένα
μοῦ δείχνεσθε, στὴ συλλογὴ τὸ νοῦ μου πάω νὰ χάσω.
Τάχα εἶστε σεῖς ποὺ γνώρισα; Σεῖς εἶστε ἀγαπημένα
λουλούδια, θάλασσα ἀργυρή, πυκνὸ τῶν πεύκων Δάσο;

...
...

ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΟΥ

Ἀκούω τὴ γλώσσα ποὺ λαλοῦν τὰ δυό σου χέρια-ὦ χέρια!
καθὼς σιγοσαλεύουνε λευκά,
στὸν Πύργο τῆς ἀπελπισιᾶς κρυμμένα περιστέρια
ἀπὸ μακριὰ τὰ ξαγναντῶ, σύμβολα εἰρηνικά.

Μιλοῦνε, δὲ μιλοῦν; Ἀχεῖ βαθιὰ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου
χαιρέτισμα ἑνὸς ρόδου στοὺς γκρεμούς.
Λάμπουν, δὲ λάμπουνε; Τραβάει μαγνήτης τὴ ματιά μου,
ἀνατολὴ τοῦ αὐγερινοῦ στοὺς σκοτεινοὺς χαμούς.

Ξανοίγω τὴν ἀγνώριστην ἀγάπη μου κλεισμένη
στὸ κρίνο τῶν μπλεγμένων σου χεριῶν
καὶ πλέκω τὄνειρο γλυκό. Μὴ μὲ κοιτᾶς, πληθαίνει
στὴ σκοτεινιὰ τὸ χρυσὸ φῶς τῶν πλάνων ἀστεριῶν.

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Ὅταν ἡ σιγαλιὰ πλατιὰ θ᾿ ἁπλώση
στὸν κῆπο μου τὴ νύχτα, βροχερὸ
τὸ σύννεφο τὸν οὐρανὸ θὰ στρώση
σὲ μαῦρο θόλο πάνω του ἱερό.

Θὰ γύρουνε στὸ μυστικὸ σκοτάδι
τὰ δέντρα, οἱ θάμνοι, ἀργὰ τὴν κεφαλὴ
κ᾿ εὐλαβικὰ θὰ ψάλλουν ἔτσι ὁμάδι
τὴ θλιβερὴ στερνή τους προσευχή!

Ἔλα καὶ μεῖς μαζὶ τὴν προσευχή μας
στερνὴ φορὰ νὰ ποῦμε. Θ᾿ ἀκουστῆ
στὴ σιγαλιὰ παθιάρικη ἡ φωνή μας,
θ᾿ ἀντιλαλήση ὁ θόλος θὰ σπαστῆ,

τὸ σύννεφο θὰ κλαίη, θὰ κλαῖμε ἀντάμα,
θ᾿ ἀκολουθάη τῶν δέντρων ὁ ψαλμὸς
λυπητερὸς τὸ σιγαλό μας κλάμα
καὶ θὰ πυκνώνη ἡ σκοτεινιὰ χαμός.

Οὔτε ἀπ᾿ ἀστέρι λάμψη δὲ θὰ πέση,
τῆς Μοίρας δὲ θὰ δοῦμε τὴ μορφὴ
κ᾿ ἐνῶ τὰ χέρια χώρια θὰ μᾶς δέση,
τὰ χείλη μας θὰ λὲν τὴν προσευχή.

[ΚΑΙ ΣΤΑΘΗΚΑ ΜΠΡΟΣΤΑ...]

...........................................................................
Καὶ στάθηκα μπροστὰ σὲ δυὸ μάτια μὲ δίχως ταίρια,
ὡραῖα σὰ λωτολούλουδα, μάτια νοσταλγικά,
ποὺ μοῦ μηνοῦσαν τὴν αὐγή, μὰ ὠιμένα ἦταν ἀστέρια
ποὺ μοῦ εἶχαν ρίξει λίγο φῶς κι᾿ αὐτὸ διαβατικά.

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΣΟΥ

Θυμᾶμαι τώρα ... Οἱ θύμησες πλημμύρες ποὺ μὲ πνίγουν,
ἄνεμος, σκοτεινιά.
Τὰ λόγια ἀνθοὺς τὰ μάδησες, μὰ τώρα αὐτὰ μοῦ ἀνοίγουν
κακὲς πληγὲς βαθιά.

Οὔτε σκιά, οὔτε ὄνειρο ἔτσι ποὺ νὰ διαβαίνη
γοργὰ πρὸς τὸ χαμό.
Καπνὸς ἡ ἀγάπη. Σύννεφο, τὰ λόγια σου, μοῦ ραίνει
σταγόνες τὸν καημό.

Τώρα σαπίζουν μέσα μου πρώιμες οἱ πληγές μου.
Ἡ θύμηση ἀσπασμὸς
προδοτικός, νὰ μοῦ γελοῦν κρυφὰ κάποιες στιγμές μου
ν᾿ αὐξαίνη ὁ ἀπελπισμός!

Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Εἶνε ὁ πόθος μου τέτιος, ἀγέρα
σὰν τὸν ἄγριο θυμό σου
ποὺ στὶς πλούσιες κοιλάδες σφυρίζει.
Εἶνε ἀνήμερος, ἄγρια φοβέρα,
πλούσιοι οἱ τόποι βαθιά μου
καὶ σὰ χάρος σκληρὸς τοὺς θερίζει.

Κάθε ἐλπίδα, κάθε ὄνειρο νέο
τὸ χαϊδεύει σὰν αὔρα
ζωοδότρα στὰ ἐαρινὰ φύτρα.
Κι᾿ ἂν αὐξάνη καὶ γίνεται ὡραῖο,
εἶνε ἡ γόνιμη ὁρμή του
ποὺ θὰ γίνη ἡ σκληρὴ καταλύτρα.

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ

Ἤμουν ἀνίδεη κι᾿ ἄπραγη, παρ᾿ ὅλο
ποὺ ἡ παιδικότης μοὖχε πῆ τὸ «χαῖρε».
Ὤ, γιὰ νὰ πῶ τὰ λόγια τοῦτα τώρα
θύμηση τὶς γλυκὲς πηγές σου φέρε.

Εἴχαμε οἱ δυὸ καθήσει στὸ γεφύρι
τοῦ ἔρημου δρόμου ποὺ ἔβγαζε στὸ ρέμα,
ἀκίνητοι καὶ παραπονεμένοι,
μὲ σκεφτικὸ παράξενα τὸ βλέμμα.

Τὸ σκεφτικό μας πρόσωπο ἡ Σελήνη
τὸ ἀγκάλιαζε μὲ θέρμη καὶ τὸ ἐφίλει
μὰ ἐμεῖς μέναμε πάντα καθισμένοι
μὲ σιωπηλὰ τὰ ξαφνισμένα χείλη.

Λιγάκι πρὶν δὲν ἤμαστε θλιμμένοι
μὰ μοὖπε ξαφνικὰ πὼς μ᾿ ἀγαπάει.
Αὐτὸ ἦταν! Τί νὰ νοιώσαμε μὲ τοῦτο;
Ἄχ! ὅλη ἡ παιδικὴ ψυχή μας πάει!

Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Μ᾿ ἀπάντησες στὸ δρόμο σου, Ποιητή.
Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο τοῦ Ἀπρίλη.
Ἡ δίψα τῆς ἀγάπης ποὺ ζητεῖ
σοῦ φλόγιζε τὴ σκέψη καὶ τὰ χείλη.

Ἤμουν τὸ πρωτολούλουδο. Κλειστὴ
τότε ἡ πηγὴ τῶν στοχασμῶν μου, ἐμίλει
μόνο ἡ καρδιά μου ἀθώα καὶ λατρευτή,
ὅταν τὸ πρῶτο βλέμμα μου εἶχες στείλει.

Μὲ τὸν καιρό, τὸν πόθο σου σ᾿ ἐμὲ
νὰ φανερώσης σίμωσες. Ὠιμέ,
εἴμασταν μιᾶς γενιᾶς παιδιά. Ἡ καρδιά μας

Ἀγάπαε μὲ τὸ πάθος ποὺ ζητᾶ
νὰ πάρη, τὸ αἰσθανθήκαμε φρικτὰ
καὶ πήραμεν ἀλλοῦθε τὴ ματιά μας.

[ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΠΟΥ ΜΕ ΠΗΡΕ ΜΟΝΑΧΗ...]

Στὸ δρόμο ποὺ μὲ πῆρε μοναχὴ
δὲν ξέρω πῶς, ἀλήθεια,
βρῆκα μία νέα μέσα μου ψυχὴ
κι᾿ ὄνειρα βρῆκα πλήθια.

Μέσ᾿ στὸ μισὸ τὸ φῶς, ἦταν γλυκὸ
νέο φύτρο τὴν ἐλπίδα
νὰ τὴ θωρῶ σὰ μάγο μυστικὸ
καὶ σὰ ζωοδότρα ἀχτίδα.

Ἦταν γλυκὸ πῶς ἄνθιζε ἡ καρδιὰ
μέσα στὸ νέο κορμί μου.
Ἀνοίγανε τὰ μάτια στὰ κλαδιά,
τραγούδαγεν ἡ ὁρμή μου.

Ὁ νοῦς μου ὁραματίζοταν. Τρελλὰ
φτερὰ τὰ δυό μου χέρια
καὶ νὰ ἡ Ἀγάπη μούγνεψε δειλά,
μοὔστειλε περιστέρια.

Καὶ νὰ ἡ Ἀγάπη μ᾿ ἕνα ἀστραφτερὸ
δρεπάνι μὲ σιμώνει
κι ἀφοῦ μου θέρισε ὅ,τι δροσερὸ
μ᾿ ἄφησε πάλι μόνη.

ΘΕΟΣ

Ταπεινὴ ρημοκλησούλα,
πίσω ἀπὸ βουνοῦ κορφή,
σὺ βαθιά μου μέσ᾿ στὴ σκέψη
ζεῖς ἀπόμερη, κρυφή.

Σκοτεινὴ πάντα, χαμένη
στὴν ἀπέραντη ἐξοχὴ
καὶ κλεισμένη, τοῦ διαβάτη
δὲ ζητᾶς τὴν προσευχή.

Τὸ μικρὸ καμπαναριό σου
σ᾿ ἑνὸς δέντρου τὰ κλαριά,
ποὺ φυτρώνει ἐκεῖ σιμά σου,
κρύβει πάντα τὴ θωριά.

Κ᾿ ἡ καμπάνα ραϊσμένη
δὲν ἀκούστηκε μακριά.
Τώρα ρημασμένη χάμω
κοίτεται ἄλαλη, βαριά.

Ταπεινὴ ρημοκλησούλα,
δίχως πίστη ἐγὼ ποτέ,
τὸ θεό σου νὰ δοξάσω
γονατίζω μπρὸς σ᾿ ἐσέ.

Σ᾿ ΑΝΑΜΟΝΗ ΘΑΝΑΤΟΥ

Δὲν εἶνε νὰ χαρῶ στὸν κόσμο ἄλλο
τίποτα πιά. Τὰ χέρια σου βαριὰ
γεμάτα καὶ μοῦ τἄδιασες Ζωή.
Τὰ δέχτηκα, δὲ διάλεξα μεγάλο,
μικρό, ἦταν χώρια, ἦταν μαζί.

Μὰ κάτι ποὺ κρυφά μου τὦχες τάξει
κάποτε σπλαχνική, πονετικιὰ
σὲ μένα, τὴ μία ὡραία καὶ χωριστή
στράτα γιὰ νὰ μὲ βρῆ ποὖχες χαράξει
σ᾿ αὐτὸ μόνο δὲ φάνηκες πιστή.

Ὢ δὲν μπορεῖ, κι᾿ αὐτὸ θὰ μοῦ τὸ δώσης
μον᾿ τὸ κρατᾶς ὡς ποὺ νὰ ξεγνοιαστῶ
καὶ νὰ μὲ βρῆ σὰν ἄξαφνη χαρά.
–Τη περηφάνειά μου μὴν ταπεινώσης
κύττα, μή μου λερώσης τὰ φτερά.

ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ

Ψυχή μου, τοῦ ἄσωτου καημοῦ παιδί, σὰν ποιὰ προσμένεις
γαλανὴ μέρα νὰ διαβῆ, μαζί της νὰ σὲ πάρη;
Κάτω ἀπ᾿ τὸ φῶς δὲ θὰ μπορῆς τὰ ὄνειρα ν᾿ ἀνασταίνης,
θὰ σβήση ἡ ὡραία φλόγα σου καὶ θὰ σοῦ μείνη ἡ χάρη,

μέσα σὲ θρόνο ὁλόχρυσο καρτερικὰ νὰ μένης
σὰ σ᾿ ἕνα πλούσιο κόσμημα χλωμὸ μαργαριτάρι.
Τῆς Νύχτας, σὰ μυστήριο τοῦ Ἅδη σκοτεινιασμένης
περνάει τὸ φάσμα, κοίταξε, μὲ θριαμβικὸ καμάρι.

Σήκωσε τὰ περήφανα χέρια σου καὶ δεήσου
νὰ γίνης ἕνα ἀπ᾿ τὰ πολλὰ τὰ μαῦρα μυστικά της,
νὰ μὴ σ᾿ ἀγγίζη ἡ ἐλπίδα, ὅπως τ᾿ ἀνήλια τῆς ἀβύσσου

ἡ ἀχτίδα, γιὰ τὰ πρόσχαρα ποὖνε γιὰ σένα ξένα.
Καὶ μόνο ἡ σκέψη κάποτε στὸ ἄσκοπο πέταμά της
νὰ βρίσκης ὅλα ποὺ πόθησες, τὰ ὡραῖα στερημένα.

ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ

Ἔμεινα, καρτερώντας σε, ὡς ποὺ τὸ ἀστέρι ἐφάνη
τῆς χαραυγῆς ψηλά.
Μὰ ἡ φλόγα τους τὰ δάκριά μου τἄχε ὅλα πιὰ ξεράνει
κι᾿ οὔτε ὁ ψυχρὸς Λυκαβηττὸς μ᾿ ἄκουσε, σιωπηλὰ
καθὼς θρηνοῦσα τὄνειρο πὤσβηνε στὴν καρδιά μου.

Ὤ, τώρα ποὺ σὲ φέρανε οἱ στιγμὲς σιμά μου, πάλι
τ᾿ ἄστρο θὰ καρτερῶ,
γιὰ νὰ τοῦ πῶ, κρατώντας τὸ δάκρι πὤχει προβάλει
στὰ μάτια μου σὰν τὴ χαρὰ θερμὸ καὶ λαμπερό,
–τον εἶχα ἀπόψε ὅλον καημὸ μέσα στὴν ἀγκαλιά μου!

ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΗΣ ΠΙΑ...

Δὲ θὰ ξανἄρθης πιά, νὰ μοῦ χαρίσης
ἀπ᾿ τὴν ὡραία ζωὴ ποὺ σὲ φλογίζει
κάτι, ἕνα της λουλούδι; Σοῦ γεμίζει
μὲ τόσα τὴν καρδιὰ καὶ τὸ κορμί.

Δὲ θἄρθης πιά, τὰ χέρια μου νὰ σμίξης
τὰ παγωμένα, τὰ ἐχθρικά μου χέρια;
Πλάι στὰ δικά σου, μερωμένα ταίρια
δὲν τὰ ζυγώνει πλέον ἡ ἀφορμή.

Δὲ θἄρθης! ...Πὼς ἀργὰ περνοῦν οἱ μέρες.
Κι᾿ ὅσο σὺ φεύγεις, τόσο μὲ σιμώνει
ἡ γνώριμή μου μοίρα. Τόσο μόνη,
τόσον καιρὸ μὲ τὸν κρυφὸ καημό.

Δὲ σοῦ περνάει, ἀλήθεια ἀπὸ τὴ σκέψη
ὅτι μπορεῖ σὲ μία στιγμὴ θλιμμένη,
στὴ μοίρα αὐτὴ ποὺ πάντα μὲ προσμένει
νὰ πάω ξανὰ καὶ δίχως γυρισμό;

ΠΟΙΟΣ ΞΕΡΕΙ...

Καμμιὰν ἀπὸ τὶς πίκρες μου δὲ γνώρισες
τὶς πίκρες μου τὶς ἄσωστες τὶς μαῦρες.
Καὶ στῶν ματιῶν μου μέσ᾿ στὸ φεγγοβόλημα
τὰ δάκριά μου στεγνωμένα τὰ ᾿βρες.

Ἐσὺ μονάχα τὸ γλυκὸ χαμόγελο
καμάρωσες στὰ χείλη μου ἁπλωμένο
κ᾿ ἔχες μέσ᾿ στῶν ματιῶν μου τὸ ξαστέρωμα
τὸν πόθο σου τρελλὰ καθρεφτισμένο.

Μὲ γνώρισες νὰ γέρνω στὴν ἀγάπη σου
σὰν πεταλούδα στὸ ἄλικο λουλούδι
καὶ νὰ σκορπίζω ὅσο ἡ καρδιά μου ἐδύνοταν
μεθυστικὸ τὸ ἐρωτικὸ τραγούδι.

Γνώρισες τῆς χαρᾶς μου τὸ ἄγριο ξέσπασμα
στὸν ἀνοιξιάτικον ἀγρὸ ποὺ εὐώδα
λαχτάρας κύμα ἐγίνονταν ἡ ἀγκάλη μου
τὰ νειάτα σου νὰ σφίγγη καὶ τὰ ρόδα.

Ἐσὺ ποτὲ κρυφὰ δὲν ἀκολούθησες
τὸ βῆμα μου σὰν φεύγω ἀπὸ κοντά σου
κι᾿ ὅμως καὶ μὲ τὴ σκέψη σου μοῦ δόθηκες
καὶ μὲ τὴ φλόγα ἀκόμα τοῦ ἔρωτά σου.

Μὰ ποιὸς τὸ ξέρει ἄν, μία στιγμὴ βρισκόσουνα
κάπου ποὺ νὰ μὲ βλέπεις ὅταν γέρνω
καὶ σκύβω μαζωχτὴ κάτω ἀπὸ τἄγριο
χτύπημα, τὶς στριγγὲς φωνὲς ποὺ σέρνω

ἂν ἄκουες, καὶ στοῦ πόνου τὸ ξεχείλισμα
τὸ δόσιμο στὸ ξέψυχο μεθύσι,
τὰ δάκρια, ὤ, θὰ μ᾿ ἀρνιόσουν ὅλα ἂν τἄβλεπες.
Κι᾿ ὅμως μου λὲς πὼς μ᾿ ἔχεις ἀγαπήσει.

Η ΘΛΙΨΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ

Ἔτσι κι᾿ ἀπόψε ἀνάτειλαν τοῦ δειλινοῦ τὰ ρόδα
χρυσόχρωμα, ροδένια, πορφυρά,
ἔστι κι᾿ ἀπόψε σβήνοντας ἐφυλορρόησαν ὅλα
καθὼς τὰ ξαγναντῶ κάθε φορά.
Καὶ κάθε μία φορὰ ρουφῶ ἀπὸ τὴν ἀνατολή τους
ὅλη τὴ ροδοστάλακτη χάρη τους καὶ μεθῶ
ἀκόμα κι᾿ ἀπ᾿ τὴ σιγανή, τὴν ὑστερνὴ πνοή τους.
(Ἔτσι, τὴ κάθε μιὰ χαρὰ τὴ χαίρομαι ὅλη ὡς πέρα).
Μὰ ἔτυχε ἀπόψε βλέποντας τὴ Δύση, νὰ σκεφτῶ
πὼς τάχατες ἡ ἀγάπη μας θἄσβηνε κάποια μέρα...
Κι᾿ ὅπως ἀπόψε ἀνάτειλαν τοῦ δειλινοῦ τὰ ρόδα
χρυσόχρωμα, ροδένια, πορφυρά,
ὅπως κι᾿ ἀπόψε σβήνοντας φυλορροοῦσαν ὅλα
εἶχα μιὰ θλίψη τούτη τὴ φορά...

ΕΝΑ ΒΡΑΔΙ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ

Τί θλιβερὸ πράμμα ὁ Σταθμός,
ποὺ μόλις νἄχη φύγει τὸ τραῖνο.
Οὔτε στιγμή, μόλις ποὺ ἐδῶ
στὶς ράγιες του βαριὰ σταματημένο
καὶ πηγαινόρχονταν γοργά,
ἀνίδεα γελώντας ταξειδιῶτες.
Κι᾿ ὅσοι ποὺ μείνανε κι᾿ αὐτοὶ
δὲν ἔχουνε τὴν ὄψη τους σὰν τότες.
Ἡ ἄδεια θέση κι᾿ ἡ σιωπὴ
μέσ᾿ στὸ Σταθμὸ ποὺ τοὔφυγε τὸ τραῖνο.
Κι᾿ αὐτοὶ ποὺ μείνανε σκορποῦν
κ᾿ ἔχουν τὸ βῆμα τὸ ἀποφασισμένο
ὅσων τὴ μοίρα ἀκολουθοῦν.
Κάθε φορὰ τοὺς φεύγει κι᾿ ἀπὸ κάτι
καὶ κεῖνοι μένουν στὸ Σταθμὸ
λυγίζοντας τὸ θολωμένο μάτι.
Στρέφουν στὰ ἴδια θαρρετοὶ
δῆθεν κ᾿ ἡ πλάτη τους κυρτώνει πίσω.
-Καταραμένε χωρισμὲ
ὅμως κι σένα ἀπόψε θ᾿ ἀγαπήσω.
Γιατί τὸ «χαῖρε» ἦταν γλυκὸ
καθὼς τὸ χέρι σειόταν στὸν ἀέρα
ἀπ᾿ τὸ μαντήλι πιὸ λευκὸ
κι᾿ ἀπ᾿ τὸν ἀνθό, σὰ φῶς ποὺ ἔφευγε πέρα,
ποὺ δὲν τὸ εἶχα ἰδῆ ποτὲ
τόσο γαλήνια ὡραῖο τ᾿ ὅραμά σου,
Καταραμένε χωρισμέ.
Μοῦ τρέμουνε τὰ χείλη στὄνομά σου.

ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Ζωὴ πῶς μὲ παράδωσες μ᾿ ἕνα φιλὶ στοὺς δήμιους.
.............................................................
Οἱ δήμιοί σου, καλόγνωμοι, θάνατο δὲν προστάζουν.
Εἶνε κι᾿ αὐτοὶ ἀπ᾿ τοὺς τιμίους σου καὶ τοὺς εὐγενικούς!
Χαμόγελο τὰ χείλη τους καὶ γλυκὸ λόγο στάζουν
κ᾿ ἔχουν κι᾿ ἀγάπη καὶ σκοποὺς ὡραίους καὶ ἱπποτικούς.

Ὤ, ἐμένα τὸ αἷμα μου ἔλειψεν ἀπ᾿ τὴ φριχτὴ ἀγωνία,
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σέρνεται ἡ θηλιὰ
καὶ νὰ μὴ σφίγγη. Ὤ, εὐγενικὴ τῶν δημίων μου μανία,
ἔχω μέσα στὰ στήθη μου σπασμένη τὴν καρδιά.

Ἔχω σπασμένη τὴν καρδιά. Μ᾿ ἔχει ἡ ζωὴ προδώσει
καὶ μοῦ ζητᾶνε νὰ γελάσω ἀθῶα καὶ τρυφερὰ
καὶ νἆναι μέσ᾿ στὰ μάτια μου χαρὰ καὶ λάμψη τόση,
ποὺ νὰ γενῆ στὰ εὐγενικά σας ὄνειρα φτερά.

Ἐγὼ πρέπει ἀπ᾿ τὴ λίγη μου σταγόνα νὰ σᾶς θρέψω
τοῦ αἵματος, ποὺ φαρμάκωσε κι᾿ αὐτὴ μέσ᾿ στὴν καρδιά.
Τὰ φάσματα τῶν πόθων μου λουλούδια νὰ σᾶς δρέψω
καὶ νὰ δεχτῶ σὰ μίαν αὐγὴ τὴν τελευταία βραδιά.

Κι᾿ ἂν ἡ σπασμένη μου καρδιὰ τρίξη στὸ σαρκασμό μου,
κι᾿ ἂν ἀντὶ δάκρι στάξουνε τὰ μάτια μου φωτιά,
θὰ μοῦ ραβδίστε τὸ χυδαῖο κι᾿ ἄπρεπο στοχασμό μου
εὐγενικὰ στυλώνοντας τὴν βλοσυρὴ ματιά.

Ὅμως ἡ βαριὰ μοίρα μου δὲν εἶνε ὁ θάνατός μου.
Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου βόσκουνε πληγὲς ἀπὸ φωτιά.
Ποιὸς ἀπὸ σᾶς, ἀνύποπτα, τίμιος θὰ γίνη ἐχθρός μου
στὸν ξέσαρκό μου τράχηλο νὰ σφίξη τὴ θηλιά!

Ο ΤΡΕΛΛΟΣ

Ἕνας τρελλὸς καθότανε στὴν εἴσοδο
τὴ νύχτα ἀπόψε καὶ μιλοῦσε,
μιλοῦσε βιαστικὰ κι᾿ ὅταν ἀπόσταινε
κάποτε, σκεφτικὰ χαμογελοῦσε.

Μιλοῦσε γιὰ τὴ γνώση, τὴν ὀνόμαζε
τὴν πρώτη ἀδυναμία τῶν ἀνθρώπων.
«Μὰ θὰ μιλήσω ἀπόψε κι᾿ ἂς μὲ δέσουνε,
ξέρω τὰ μυστικὰ τῶν ἅγιων τόπων!

»Ξέρω ὅλο μυστικὰ καὶ γύρω μου ἄφοβα
θὰ τὰ βροντοφωνήσω πάλι.
Α, ἤμουν τρελλὸς τόσον καιρὸ ποὺ σώπαινα
κι᾿ αὐτὰ μοὔχουν βαρύνει τὸ κεφάλι.

»Φίλε μου νἆσαι ἁπλῶς πολυλογάς
χωρὶς οὐσία, θἆσαι βάρος.
Φρόντιζε νἆσαι ὁ πιὸ ἐπικίνδυνος
καὶ μόνος σου νὰ παίρνης θάρρος.

»Νἄχης καρδιὰ κι᾿ ὅλο νὰ εὐφραίνεται
μ᾿ αἴσθημα καὶ φιλοτιμία,
εἶνε... νὰ καρτερᾶς τὸ θάνατο
καὶ νἄρθη μία λιποθυμία!!!

»Εἶδες ὁ φουκαρὰς ὁ τζίτζικας
ψόφησε ἐχτὲς ἀπὸ εἰλικρίνεια.
Τὰ λέγε ἀληθινὰ κ᾿ ἐπίμονα
καὶ μεῖς τὰ παίρναμε γιὰ γκρίνια.

»Στὸ τέλος ἔσκασε ἀπὸ εὐγένεια
κ᾿ ἐπίσημα κυλίστηκε στὸ χῶμα...
Α φαῦλοι, δὲ θὰ μοῦ τὸ κλείσετε
ποτὲ τ᾿ ἀχρεῖο μου τὸ στόμα!»

Καὶ τἄλεγε τόσο ἤρεμα
τόσο γλυκὰ ἡ ματιά του ἐφωτοβόλει,
γελοῦσε ξαφνικὰ κ᾿ ἔτσι χαρούμενα
σὰ νἄταν ἡ καρδιά του περιβόλι!

ΤΗΝ ΩΡΑ ΤΟΥΤΗ...

Τὴν ὥρα τούτη, ὅσο ποτέ, σὲ συλλογιέμαι
ἐρημικὴ ψυχή, ξένε διαβάτη.
Φίλοι κι᾿ ἀγάπες ἦταν γύρω σου! (Πλανιέμαι
ἢ ἀλήθεια λυπημένο εἶχες τὸ μάτι;)

Οὔτε μία ἀγάπη, οὔτε ἕνας φίλος τόσο
ποὺ σὲ μίαν ὥρα σὰν αὐτή,
τὸ χέρι νὰ σοῦ σφίξη. (Θὰ γλυτώσω
τὴ φήμη σου ἀπ᾿ τὴν ψεύτικη γιορτή).

Δὲν ἐστεκόταν, ναί, κανεὶς τόσο κοντά σου
καὶ κάποτε ὅποιον «φίλον» ὀνομάζεις
στὴ μοίρα σου εἶνε πρόκληση, ξεφώνημά σου
στὴν ἐρημιὰ ποὺ ἡ σιωπή της σὲ τρομάζει.

Μονωμένος φριχτά, μὲ ξεσκισμένη
ἐλεεινὰ τὴν πορφύρα σου τοῦ ὀνείρου,
τράβηξες γιὰ μία χώρα ξακουσμένη
κι᾿ ἄφαντη, στὴ βαθιὰ καρδιὰ τοῦ ἀπείρου.

ΒΡΑΔΙ ΣΤΟ ΖΑΠΠΕΙΟ

Τὴν ὥρ᾿ αὐτὴ ποὺ δὲ λυπᾶμαι
κόπη ὁ δεσμὸς μὲ τὴ ζωή.
Εἶμαι ἄδεια θήκη ἀποθεμένη
μέσα στοῦ κόσμου τὴ βοή.

Ἄλλοι μὲ βλέπουν μ᾿ ἕνα βλέμμα
ποὺ ὑπόσχεται τὸν οὐρανό.
Ἄλλοι τὴν κόλαση μοῦ δείχνουν
μέσα σὲ πλαίσιο φωτεινό.

Κάποιοι ἔκπληκτοι μὲ χαιρετοῦνε.
(Πῶς τάχα νὰ τοὺς συγκινῶ;)
Καὶ σκύβουν κάτι γιὰ νὰ ποῦνε,
μὰ ποὺ δὲ θἆναι ἀληθινό.

Τ᾿ ὁμοίωμά μου θἄχη βέβαια
κάποια περίεργη ἱστορία,
μὰ ποὺ ὅλη αὐτὴ δὲ θὰ μοῦ λύνει
τὴν μικρούλα μου ἀπορία...

Γιὰ ὅλα θὰ λένε (Ἐκτὸς ἐμένα
εἶνε ὅλοι τους εἰδοποιημένοι).
Μὰ δὲ θὰ λένε γιὰ τὰ δαιμόνια
ποὺ ἀπὸ μικρὴ μ᾿ ἔχουν παρμένη.

Γιὰ τὴν καρδιὰ ποὺ μὲ χρυσάφι
πληρῶσαν, τάχα ἀληθινό,
κι᾿ ὕστερα μοῦ φωνάζουν πάντα
πὼς ἤτανε τὸ πιὸ φτηνό!

ΕΜΕΝΑ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΜΟΥ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΓΙΑ ΚΕΙΝΟΝ...

Τί θέλω πιὰ νὰ δέχωμαι τὴν προστασία τῆς Μούσας;
Νὰ σφίγγω τὴν καρδιά μου νὰ δεχτῆ
τὶς νέες ἀγάπες, πίστες καὶ χαρές της,
τάχα πὼς εἶναι μοίρα μου κ᾿ εἶνε καὶ διαλεχτή!

Πάει ὁ καιρὸς ποὺ ἀχτιδωτὸ τὸ ἀστέρι τῆς ματιᾶς μου
ἔφεγγε καὶ τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Ὢ τῶν παθῶν δὲν κράτησα ἐγὼ τὴν ἀνόσια Λύρα,
ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.

Καὶ τραγουδοῦσα τὸν καημὸ τῆς ἄσπιλης ψυχῆς μου
μέσ᾿ στῶν δακρύων τὴν εὐχαριστία
κι᾿ ὅλη ἡ χαρὰ τοῦ τραγουδιοῦ μου ἦταν, πὼς τὴ φωνή μου
θὰ τὴν δεχόταν μία βραδιὰ μπρὸς στὴ φτωχή του ἑστία.

Κι᾿ ὡς διάβαζα στὰ μάτια του κάποτε τὴ χαρά του,
ποιὰ δόξα πιὸ ἀκριβῆ νὰ πῶ;
Στὸ χωρισμό μας τοὔφερναν σὰ χελιδόνια οἱ στίχοι
μήνυμα, πὼς ἀπὸ μακριὰ διπλὰ τὸν ἀγαπῶ.

Τώρα καμμιά, καμμιὰν ἠχὼ δὲν ἄφησε ἡ φωνή μου
σπαραχτικὴ ὅταν γέμισε μιᾶς νύχτας τὸ σκοτάδι.
Ὅμως ὅλοι φοβήθηκαν καὶ γὼ πιστεύω ἀκόμα
ἀληθινὰ πὼς τὴ βαριὰ χτύπησα πόρτα τοῦ Ἅδη.

Λοιπὸν γιατί νὰ δέχωμαι τὸ κάλεσμα τῆς Μούσας;
Σαρκάζει ἡ πίστη μέσα μου τῶν θείων καὶ τῶν γηίνων.
Μία ἀνόσια Λύρα τῶν παθῶν σὲ μένα δὲν ταιριάζει.
Ἐμένα τὰ τραγούδια μου ἦταν μόνο γιὰ Κεῖνον.

ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ

Ὁ νέος ποὺ πρόσμενες νἀρθῆ
δὲν ἦρθε μήτε ἀπόψε.
-Μὰ τί θὰ τοὔλεγες; Γιατί;
Ἄσε τὸ μάταιο νὰ χαθῆ.
Τὸ ἄμοιρο φύτρο κόψε.

Μὴ σοῦ πλανεύει τὴν καρδιὰ
τὴ χιλιοπαθημένη,
μία ἀναγελάστρα ἐπιθυμιά.
Στὴν ἐαρινὴν αὐτὴ βραδιὰ
μία πίκρα εἶνε χυμένη.

Μὰ δὲν ἀκοῦς τὴ συμβουλή,
τόσο ἡ μαγεία σὲ δένει.
Μήτε κι᾿ ἀπόψε δὲ θαρθῆ
κ᾿ ἔτσι θὰ γίνη πιὸ πολὺ
τὸ αὔριο ποὺ περιμένει.

Στὰ σκοτεινά του μάτια φῶς
ἡ ἀπουσία θὰ χύση,
τ᾿ ἀδέξια χέρια του, μὲ ὁρμὴ
συγκρατημένη, ἕνας κρυφὸς
καημὸς θὰ τὰ φιλήση

καὶ θὰ τὰ ἰδῶ νὰ μοῦ ἁπλωθοῦν,
νἆναι δειλὰ στὴ νίκη,
γλυκὰ στὴν πίστη πὼς μποροῦν,
κύμα χαδιῶν, νὰ μὲ τραβοῦν
στὸ βάθος σὰ χαλίκι.

ΤΟ ΣΠΙΤΑΚΙ ΤΗΣ

(Στὴν ἀλησμόνητη Κα Μαρία Ἁγιοβλασίτου)

Μακριὰ ᾿π᾿ τοῦ κόσμου τὴ βοή,
τὸ κύμα ἀγνάντια ποὺ γελᾶ,
τῆς ἐξοχῆς κεῖ ποὺ ἡ ζωὴ
γλυκιά, γαλήνια ἀργοκυλᾶ,

Σὰ μιὰ ζωὴ τῆς ἐξοχῆς,
σὰν τῆς ζωῆς παλμὸς κρυφός,
μέσ᾿ τοὺς ἀνθοὺς κάθ᾿ ἐποχῆς,
καμαρωτό, λευκὸ στὸ φῶς,

ζεῖ τὸ σπιτάκι της. Ζεστὸ
σὰ μία καλόδεχτη ἀγκαλιά,
σὰν ἕνα στόμα γελαστό,
χαϊδευτικὴ σὰ μιὰ μιλιά.

Ἐκεῖ ἡ ζωή της σιωπηλὴ
σκορπιέται γύρω καὶ περνᾶ.
Κάθε στολίδι διαλαλεῖ
τὴ χάρη ποὺ τὸ κυβερνᾶ.

Κ᾿ ἡ καλωσύνη της ψυχὴ
ἀχνὴ σὰν κρίνων εὐωδιὰ
κι᾿ ὁ κάθε λόγος της εὐχὴ
σὰ ν᾿ ἀνεβαίνη ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ

ΑΡΛΕΚΙΝΟΣ

Σὰ μᾶς μεθᾶ βαριὰ ἡ ζωή, μᾶς κλέβει τ᾿ ἀγαθά μας.
Τὰ μάτια μας ποὺ μίαν αὐγή, κάτω ἀπὸ βελουδένιο
χέρι, ξαλάγρεψαν γιὰ τοὺς ποὺ δὲ γνωρίσαν τόπους,
ξαναγυρνᾶνε θλιβερὰ καὶ κατακουρασμένα.
Τὰ χείλη μας ποὺ τρύγησαν τῆς μεστωμένης νειότης
τοὺς μελιστάλαχτους καρποὺς κάτω ἀπ᾿ τὴ φλόγα τοῦ ἥλιου,
ὅμοια μαραίνονται σὰν τοὺς καρποὺς ποὺ λησμονιῶνται.
Καὶ τὰ κορμιά μας ποὺ ἡ ὁρμὴ τἄκανε ν᾿ ἀψηφήσουν
καὶ μέσ᾿ στὸν κόκκινο χαμὸ τῆς φλόγας ποὺ λυτρώνει
γιὰ μία στιγμὴ νὰ πέσουνε βαριὰ σὰ μαγεμένα,
μιοάζουνε τ᾿ ἀνεμόδαρτα κλαδιὰ ποὺ τὰ φοβίζει
ἀκόμη κ᾿ ἡ ἀλαφρότατη τῆς ἄνοιξης πνοούλα.

......................................................................
Ἡ θλίψη πέφτει τοῦ βιολιοῦ μέσ᾿ στὴ γεμάτη σάλα
τοῦ ἀποκρηάτικου γλεντιοῦ, τοῦ μεθυσιοῦ, τῆς τρέλλας,
σὰν ἕνας τόνος πιὸ βαθύς. Κάθε γωνιὰ τὴν παίρνει
καὶ στὶς πολύαιμες φλέβες μας φτάνει καὶ μᾶς μεθάει.
Ἡ μουσικὴ πνέει τοῦ χοροῦ καὶ γέρνουν τὰ ζευγάρια,
στὸ ἀγέρι τὸ χαϊδευτικὸ πολύχρωμα λουλούδια,
ἡ ἀνατριχίλα τὰ λυγίζει ἀπ᾿ τὴν κορυφὴ ὡς τὴ ρίζα
κι᾿ ἀνάρια ἀνάρια ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ κρυφὰ φιλιὰ θροΐζουν

..................................................................
Θυμᾶμαι τὴν τρελλὴ νυχτιὰ τῆς ἀποκρηᾶς, θυμᾶμαι
τὸν Ἀρλεκίνο τὸν ψηλὸ σὰ φάντασμα, μὲ κεῖνα
τὰ μάτια του, τὰ δυνατὰ μάτια ποὺ εὐθὺς ποὺ κλείναν
καθ᾿ ἔξοδο κι᾿ ἀπόμενες στὴ μοναξιὰ μαζί τους.
Τὰ χέρια ἐκεῖνα τὰ μακριὰ καὶ τὰ χλωμὰ σὰν κρίνα
ἀναιμικά, ποὺ μ᾿ ὅλη τους τὴν ἁπαλότη ἐκείνη,
σὰν φλόγα ἢ σίδερο νἄτανε, τὴν καρδιά μου
ἔνοιωθα μοὔδεναν σφιχτὰ νὰ μὴν τὴν ξαναφήσουν.

Τὰ χείλη του τὰ κόκκινα τόσο, σὰ νὰ ρουφοῦσαν
τὸ καθαρὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς καὶ παίρνανε τὸ χρῶμα.

....................................................................
Ἔτσι τὸν εἶδα ἀμέτρητες φορὲς μέσ᾿ στὴ ζωή μου
καὶ τὸν ὀνόμασα θεό, δεσπότη τῆς καρδιᾶς μου.
Παιδούλα γλυκοστόχαστη πάνω στὸ κέντημά μου,
κάποιες φορὲς θολώνανε τὰ μάτια μου κι᾿ ὁ νοῦς μου,
ἐπάλλοταν τρεμουλιαστὰ μέσα ἡ μικρὴ καρδιά μου
καὶ μοὔπεφτε τὸ κέντημ᾿ ἀπὸ τὰ βαριά μου χέρια.
Σὰ νέφελο κάποια θαμπὴ περνοῦσε ἐμπρός μου εἰκόνα.

....................................................................
Καὶ μ᾿ ἀκολούθησε μακριὰ σὲ τόπους καὶ σὲ χρόνους.
Δὲν εἶχα οὔτ᾿ ἕνα λούλουδο χλωρὸ μέσ᾿ στὴν καρδιά μου.
Μία πυρκαϊὰ τὰ νέκρωσε καὶ μοναχὰ οἱ σκιές τους
ἀπόμειναν σὰν ὄνειρα θαμπά, γεμάτα φρίκη.
Ὅμως κ᾿ ἐκεῖ περπάτησε μέσ᾿ στὸ θαμπὸ σκοτάδι
ἀπ᾿ ἄλλοτε πιὸ ζωντανὸς καὶ πιὸ ὄμορφος. Δὲν ἦταν
νὰ βρίσκωμαι σὲ μία γωνιὰ τῆς Φύσης μοναχή μου
καὶ νὰ μὴν ἔρθη σὰν καημός, σὰ στεναγμός, σὰ δάκρυ,
ἢ σὰν τρελλὸς παλμὸς χαρᾶς νὰ γίνη συντροφιά μου.
Δὲν ἦταν τόνος μουσικῆς, ρυθμός, χρῶμα, ποὺ φέρνουν
τοῦ νοῦ μεθύσι ἢ τῆς καρδιᾶς καὶ νὰ μὴν ἔρθη, χάρη
τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ μορφὴ τῶν χερουβεὶμ ἢ πάλι
τῆς καλωσύνης ἡ ψυχὴ μὲ τὴ μορφὴ τοῦ κρίνου,
κάποτε τὸ πικρὸ τοῦ πόνου ἀγκάθι μὲ τὴν ὄψη
τῆς ὀμορφιᾶς τοῦ ρόδου ἢ τοῦ ναρκίσσου, ἄλλοτε πάλι
ὁ Ἀρχάγγελος μὲ τὴ ρομφαία νὰ πάρη τὴν ψυχή μου.

(Ἀπόσπασμα ἀπὸ ἕνα πολὺ μεγάλο καὶ ἀσύνδετο κάπως ποίημα) *
* Ἡ ὑποσημείωση ἀνήκει στὴν ποιήτρια.

Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

Τὸ βράδι τῆς μεγάλης πρόβας. Μπαίνουν,
ἄφωνα χελιδόνια, οἱ μουσικοὶ
μαυροντυμένοι, μὲ τ᾿ ὀλάσπρο στῆθος,
μὲ μία βιασύνη ἀργὴ καὶ νευρική.

Οἱ κριτικοί με τὴν καρδιὰ κλεισμένη
ἐπίσημα σ᾿ ἕνα πλαστρὸν σκληρό,
ἀνησυχοῦν τί θἄπρεπε νὰ ποῦνε
γιὰ ἕνα ταλέντο τόσο νεαρό.

Ὁ μουσουργὸς μαζί με δυὸ κυρίους,
ἕνα παιδὶ χαριτωμένο ἐκεῖ
καὶ τίποτε ἄλλο, δὲν μπορεῖ νὰ πείση
πὼς θὰ παιχθῆ δική του μουσική.

Κ᾿ ἔχει μία ἀνησυχία, μὲ τὴ σκέψη
πὼς εἶναι ἀλήθειες τόσο σκοτεινές,
δύσκολες κι ἀφανέρωτες ποὺ μοιάζουν
σὰν τὶς λησμονημένες ζωντανές.

Ντάν! –Τὰ παραπετάσματα κινοῦνται
σὰ νέφη σκοτεινὰ ποὺ ὑποχωροῦν
καὶ φαίνονται τὰ χέρια μιᾶς γυναίκας
ποὺ ψάχνουν στὸ κενὸ καὶ προχωροῦν.-

Νάτη, στὸ μέσο τῆς σκηνῆς ποὺ στέκει
μ᾿ ἕνα γαλήνιο μέτωπο. Γελᾶ
τόσο γλυκά. Στὸ πρόσωπό της τρέχει
ἕνα μεγάλο δάκρυ, ἐνῶ γελᾶ

τόσο γλυκά. –Τὰ χέρια της ὑψώνει
δεμένα στὸ κενό, σὰν ξαφνικὸ
κακὸ νὰ τὴν ἐχτύπησε, λυγίζει
σ᾿ ἕνα χορὸ τρελλό, δαιμονικὸ

κι᾿ ἀφήνει μία φωνὴ σὰν πελαγήσια
βουή· κάτι ἀπὸ μάκρη, ἀπὸ βαθιὰ
ποὺ φτάνει κ᾿ εἶναι δρόσος κι ἁρμονία.-
Βροχὴ τῶν δοξαριῶνε χρυσαφιά.

Κάτι σὰν τὴ φωνὴ τοῦ σπίνου. Φέγγει,
τὸ χεῖλος της καρπὸς χειμωνικὸς
καὶ σκύβει καὶ φιλεῖ τὴ γῆ σὰ νἄταν
ὁ ξεχασμένος τάφος ὁ γλυκός.-

Τὰ χείλη της σαλεύουν. Τρεμουλιάζει
σύσσωμη, ἕνα ἀνοιξιάτικο κλαρὶ
κι᾿ ὅταν ἀνοίξη τὰ κλεισμένα μάτια
ὅλη καθὼς τὸ μέταλλο ἀναρρεῖ.

Καὶ πέφτει μ᾿ ἕνα βόγγο πληγωμένου
ἐνῶ τὰ χείλη της γελοῦν γλυκά.-
Τὰ χέρια της μέσ᾿ στὸ κενὸ σφαδάζουν,
δυὸ χέρια σκλαβωμένα, ἐρημικά.

Καὶ χάνονται πίσω ἀπὸ τὰ γαλάζια
παραπετάσματα ποὺ προχωροῦν
σὰν πνεύματα γαλήνια ποὺ περνοῦνε
χωρὶς ν᾿ ἀνησυχοῦνε καὶ ν᾿ ἀποροῦν.

Οἱ κριτικοὶ κινοῦν βουβὰ τὰ χείλη
σὰν μ᾿ ἀκαταδεξιά: τί λὲς ἐκεῖ!
Κι᾿ ἀνησυχοῦν στ᾿ ἀλήθεια τί θὰ ποῦνε...
«Μιὰ τόσο δίχως χρῶμα μουσική»!

ΣΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ

Ὅλα τὰ ἄνθη τ᾿ ἀγαπῶ
μεθῶ στὸ ἄρωμά των
τὸ βλέμμα νὰ βυθίζεται
ποθῶ στὰ χρώματά των.
Ὑπάρχει ὅμως ἓν λεπτὸν
πολὺ εὐῶδες ἄνθος
ποὺ δὲν μαραίνεται ποτὲ
καὶ τ᾿ ἀγαπῶ μὲ πάθος.
Αὐτὸ δὲ θάλλει στοὺς ἀγροὺς
στοὺς κήπους δὲν ὑπάρχει
καὶ τὰ ἁβρά του πέταλα
ὁ ἥλιος δὲν θάλπει.
Ἔδαφος ἔχει δι᾿ αὐτὸ ἡ τρυφερὰ καρδία
μὲ θέρμη ἀπαράμιλλον καὶ λέγεται Φιλία!

ΣΕ ΣΕΝΑ

Ξέρω νὰ ψάξω καὶ νὰ βρῶ
διαμάντια καὶ ζαφείρια χίλια
κι᾿ ἀπ᾿ τοῦ γιαλοῦ τὸ θησαυρὸ
μαργαριτάρια καὶ κογχύλια

Κ᾿ ἔτσι τεχνόπλεχτα δετὰ
μαζὶ μὲ λουλούδια κι᾿ ἀστέρια
νὰ τὰ φορεῖς καμαρωτὰ
στὸ μέτωπό σου καὶ στὰ χέρια.

Ξέρω στὸ διάβα σου μπροστὰ
ρόδα καὶ κρίνους νὰ μαδήσω
ξέρω μὲ λόγια ταιριαστὰ
τὴ χάρη σου νὰ τραγουδήσω.

Ξέρω πὼς κάτι χωριστὸ
ἀταίριαστο σὲ κάθε ἄλλη
χάρισαν Βάσω μου σὲ Σὲ
Μοῖρες μὲ τὰ πανώρια κάλλη.

ΗΘΕΛΑ

Στὴ φίλη μου Βάσω

Ἤθελα νἄβρισκα γιὰ σὲ λουλούδια δροσισμένα
νἄχουν τὸ χρῶμα τὸ γλυκὸ ἀπ᾿ τὸ θλιμμένο δείλι·
τῆς χαραυγῆς ἡ ἐμορφιὰ θὰ τἄχη μαγεμένα
καὶ ἀπαλὰ νὰ τὰ φιλοῦν οἱ εὐωδιὲς τ᾿ Ἀπρίλη.
Ἤθελα νἄβρισκα γιὰ σὲ γλυκόλαλα ἀηδόνια
ποὺ εἶναι πόνος τῆς καρδιᾶς κάθε κελάδημά τους
ποὺ ἀπ᾿ τῆς λεύκας τὴν κορφὴ καὶ τῆς ἰτιᾶς τὰ κλώνια
λύνουν τὸν κάθε τους καημὸ μὲ τὴ γλυκειὰ λαλιά τους.

...Νά! Διάλεξα στὸν οὐρανὸ
τὰ πιὸ λαμπρὰ ἀστέρια
γιὰ νὰ σκορπίσουνε γιὰ σὲ
τὸ φῶς τους τὸ θλιμμένο
κι᾿ ἀνάμεσά τους νὰ γελᾶ
μὲ ἐμορφιὰ αἰθέρια
τὸ φεγγαράκι ὁλόγιομο
σ᾿ ὁλόχρυσα ντυμένο.

Ἢθελ᾿ ἀκόμη ἀπ᾿ τοῦ γιαλιοῦ
τὴ δροσισμένη ἄκρη
κι᾿ ἀπ᾿ τῆς θαλάσσης τὸ βυθὸ
νὰ μάζευα γιὰ σένα
κογχύλια, διαμαντόπετρες
σὰν τῆς θεᾶς τὸ δάκρυ
νὰ τὰ περνοῦσα σὲ χρυσὸ
σειρήτι ἕνα ἕνα.

Καὶ ὅταν μόνη σιωπηλὴ
σὲ σκέψεις βουτηγμένη
γύρης τὴν ὤρια κεφαλὴ
μὲ τὰ χρυσὰ στολίδια
στὸ χέρι τ᾿ ἀλαβάστρινο
κι᾿ ἡ αὔρα μαγεμένη
φιλῆ τὰ ὁλόχρυσα μαλλιὰ
μὲ χίλια δυὸ παιχνίδια,

Ὅταν τὰ μάτια θλιβερὰ
στῆς Νύχτας τὸ σκοτάδι
καρφώσης μὲ παράπονο,
τότε στὴ κεφαλή σου
νὰ σκορπισθοῦν τὰ λούλουδα
καὶ ἀηδονιῶν κοπάδι
γλυκὰ γλυκὰ νὰ τραγουδῆ
τὴ χάρη τὴ δική σου.

Τὸ φεγγαράκι ἀπὸ ψηλὰ
καὶ τὰ χρυσὰ τ᾿ ἀστέρια
νὰ σοῦ μαγεύουν τὴ θωριὰ
τὸ λιγερό σου σῶμα,
τὰ πετραδάκια τοῦ γιαλοῦ
νὰ λάμπουνε στὰ χέρια
καὶ στὸ γλυκό σου τὸ λαιμό·
καὶ θὲ ν᾿ ἀκοῦς ἀκόμα
τὴ λύρα μου ποὺ μὲ λυγμοὺς
ἀπὸ μακρυὰ θὰ ψέλνη
τὸ ὄνειρο τὸ μαγικό με δοξάρια θλιμμένη!

ΝΕΑ ΧΑΡΑ

Μέσ᾿ στὴν καρδιά μου ἕνα ὄνειρο καινούριο ἔχει φωλιάσει
τὸ νοιώθω μὲ λαχτάρ᾿ ἀπὸ καιρό.
Ὅμως νὰ θαρρευτῶ, ἡ δειλὴ καρδιά μου ν᾿ ἀλαφιάση,
σὰν ἀπὸ κάποιο φόβο δὲν μπορῶ.

Τὰ χάδια του τῆς εὐτυχίας τοὺς οὐρανοὺς μοῦ ἀνοίγουν,
μὰ πρὶν στὰ χείλη μου ἄφτονο φανῆ
τὸ γέλιο, πάλι κλείνουνε καὶ πάλι δάκρια πνίγουν
τὰ μάτια μου καὶ τὴν καρδιά μου... ἀλοί!

Χάλκινη παραστέκεται τσιγγάνα στὰ ὄνειρά μου
κι᾿ ὅλο μου λέει στὸν ἴδιονε σκοπό·
μὲ δάκρια θὰ ὑποδέχουμε τὴν κάθε νέα χαρά μου
καὶ θὰ πεθαίνη κάθε ποὺ ἀγαπῶ.

Μ᾿ ἂς εἶναι, νέο μου ὄνειρο, γιὰ λίγο, ναὶ μονάχα,
χάιδεψε τὶς πληγές μου μίαν αὐγή
καὶ θὰ τὸ νοιώσω ἐγὼ βαθιὰ τὸ χάδι σου... τί τάχα
κι᾿ ἂν θὰ γίνη μία καινούργι᾿ αὐτὸ πληγή;

Η ΕΥΧΗ ΜΟΥ

Τώρα ποὺ ὅλοι σοῦ στέλνουνε ὁλόθερμες εὐχὲς
ὁ δρόμος μπρὸς σ᾿ ἀνοίγεται μὲ ἄνθη στολισμένος
Σὲ συνοδεύουν τἄσματα τὰ γέλοια κ᾿ οἱ χαρές
κι ὁ δρόμος Σου μοσχοβολᾶ μὲ ρόδο ποὖν σπαρμένος

Τώρα ποὺ τὰ πουλάκια ἀκόμα μὲ λαχτάρα
Χίλιες εὐχὲς σοῦ στέλνουν μ᾿ ὁλόγλυκεια φωνή
πρόσεξε καὶ στ᾿ ἀγέρι νὰ δῆς μὲ τί γλυκάδα
σοῦ ψιθυρίζει πάντα τὴν ἰδικὴ μ᾿ Εὐχή

Τὸ ξεύρω πὼς γιὰ Σένα
εἶναι μικρὴ πλασμένη
ἂν τούτοις πίστευσέ με
ἀπὸ καρδιᾶς βγαλμένη

«Μὲ χίλια ροδοπέταλα
Σὲ ραίνω λατρευτή μου
Σοῦ εὔχομαι χρυσὴ ζωή»
αὐτὴ εἶναι ἡ Εὐχή μου.