Σελίδες

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Ο Πατούχας (απόσπασμα)


Το γεγονός της ημέρας εις το χωριό ήτο η εμφάνισις του υιού του Σαϊτονικολή, αγνώστου σχεδόν μέχρι τούδε, όστις ούτω επαρουσιάσθη έξαφνα, μίαν Κυριακήν του 1863, δεκαοκτώ ετών, ανδρούκλακας ως εκεί πάνω, με ανάπτυξιν καταπληκτικήν. Του διαόλου το Σαϊτονικολή, γιο που τον έκαμε! Είδες μπόι, είδες πλάτες; Και τι έχει να γίνει ακόμη όσο ν' αντροπατήσει! Πού 'ταν αυτό το παιδί, κι έτσι μονομιάς επετάχτηκε άντρας θεριεμένος;
Βέβαια στη χώρα δεν ήτο. Το πράγμα εφαίνετο μια ώρα μακριά. Μετά την πρώτην εντύπωσιν, οιφιλόψογοι ήρχισαν να βλέπουν διάφορα ψεγάδια εις τον νέον, και τα εμπαικτικά γέλια διεδέχθησαν τον θαυμασμόν. Ελέγετο δηλαδή ότι, επειδή έζη μέχρι τούδε μακράν των ανθρώπων, βοσκός εις τα βουνά από μικρό παιδί, είχε γίνει ζώον με τα ζώα· μόνο που δεν εκουτούλα. Να μιλήσει καλά καλά δεν ήξευρε και άμα ευρίσκετο μεταξύ ανθρώπων τα 'χανε κι έκανε σαν αγριότραγος που κοιτάζει από πού να φύγει.
Η δε Σπυριδολενιά, διάσημος ψεγαδιάστρα και δια τούτο λίαν επίφοβος, έτοιμη πάντοτε, αν εστραβοπατούσες, να σου βγάλει τραγούδι, όταν τον είδεν έκαμε τάχα πως εφοβήθη, μάνα μου! Έπειτα εγέλασε τον συριστικόν και ξηρόν γέλωτά της και σκύψασα εψιθύρισε προς την παρακαθημένην το εξής αυτοσχέδιον επίγραμμα:
Καλώς τονε που πρόβαλε με τσι μακρές χερούκλες, 
Με τα μεγάλα μάγουλα και με τσι ποδαρούκλες.
Το δίστιχον τούτο, με το οποίον η Σπυριδολενιά εχάραξεν, ως δια μονοκονδυλιάς, την γελοιογραφίαν του νέου, μεταδοθέν από ακοής εις ακοήν, μετά μικρών σκιρτηματικών γελώτων, παρήγαγε πλήμμυραν φαιδρότητος εις τον όμιλον των γυναικών, αίτινες καθήμεναι υπό τον μεγάλον πλάτανον με τα κυριακάτικά των, παρετήρουν τους διερχομένους από το δισταύρι. Μία εξ αυτών κατελήφθη υπό σπασμωδικού ακαταβλήτου γέλωτος και ενώ δια της μιας χειρός εκράτει τα στήθη της, δια της άλλης εκτύπα τον ώμον της Λενιάς:
— Θεοσκοτωμένη, να σκάσω θέλω απού τα γέλια, σε καλό να μου βγούνε!
Όσον δε παρετήρουν τον νέον απομακρυνόμενον, με τα μεγάλα χέρια κρεμάμενα, ως περιττά και δυσοικονόμητα εξαρτήματα, με τα μεγάλα πόδια, εις τα οποία είχε μεταδοθεί το σάστισμα της κεφαλής, όλον εκείνον τον κολοσσόν, όστις από την παραζάλην της ανθρωποφοβίας εβάδιζεν ως στραβός, προσκόπτων εις τους λίθους, η κωμική του επιγράμματος εικών εφαίνετο περισσότερον ταιριαστή και οι γέλωτες δεν έπαυον.
Μετά τινας ώρας το δίστιχον έκαμε το γύρον του χωριού, συνοδευόμενον και υπό εμπαικτικού επιθέτου. Δια να συμπληρώσει το έργον της η Σπυριδολενιά, τον επονόμασε Πατούχαν, εμπνευσθείσα από τους πλατείς του πόδας, το καταπληκτικότερον χαρακτηριστικόν του καταπληκτικού εκείνου εφήβου.
Ο Μανόλης, ο επονομασθείς ούτω Πατούχας, είχε δείξει από μικράς ηλικίας τόσην αγάπην προς την ποιμενικήν ζωήν, ώστε μετά δυσκολίας τον απέσπασεν ο πατήρ του από τα πρόβατα, δια να τον παραδώσει εις τον διδάσκαλον, ένα καλόγηρον, όστις προ ολίγου είχεν ανοίξει σχολείον, όπου έδιδε περισσοτέρους ραβδισμούς παρά μαθήματα. Ο καλόγηρος εδίδασκε τα κοινά ή εκκλησιαστικά λεγόμενα γράμματα και κατήρτιζεν αναγνώστας, δυναμένους να ψάλλουν εις την εκκλησίαν και φέροντας εις την ζώνην, ως έμβλημα της αξίας των, το μακρόν ορειχάλκινον καλαμάρι. Αλλ' εις διάστημα δεκαπέντε ημερών ο Μανόλης δεν κατόρθωσε να μάθει τίποτε περισσότερον από την φράσιν «Σταυρέ βοήθει», την οποία προέτασσον τότε του αλφαβήτου. Ο δε διδάσκαλος, αφού εις μάτην εξήντλησεν εναντίον του όλας τας δευτερευούσας τιμωρίας και έσπασεν εις την ράχην του δεκάδας ράβδων, εδοκίμασε και τον περιβόητον φάλαγγα. Ο Μανόλης, όστις είχε φοβεράν ιδέαν περί του διδακτικού τούτου κολαστηρίου, αντέταξεν απελπιστικήν αντίστασιν αλλ' ο καλόγηρος, βοηθούμενος υπό των πρωτοσκόλων, κατόρθωσε να συλλάβει τας γυμνάς του κνήμας εις τον φάλαγγα και να του μετρήσει εις τα πέλματα παρά μίαν τεσσαράκοντα.
Το παιδίον αιμάσσον τους πόδας, ορκίσθη να μη επανέλθει πλέον εις την κόλασιν εκείνην. Αλλά και ο πατήρ του είχεν ορκισθεί «να τον κάμει άνθρωπον»· δεν ήθελε να μείνει το παιδί του, όπως αυτός, ξύλον απελέκητον και την επιούσαν τον οδήγησε δια της βίας εις το σχολείον, κλαίοντα και ικετεύοντα, και έδωκε προς τον διδάσκαλον την φοβεράν παραγγελίαν: «Μόνο τα κόκαλα γερά, δάσκαλε». Ο δάσκαλος ηκολούθησεν ευσυνειδήτως την πατρικήν εντολήν, αλλ' ο Μανόλης, ο αμεσότερον ενδιαφερόμενος, δεν συνεμερίζετο την γνώμην του πατρός του· και μίαν ημέραν εκσφενδονίσας κατά του δασκάλου την επί καλάμου προσηρμοσμένην φυλλάδα, ετράπη εις φυγήν. Αντί δε να μεταβεί εις την πατρικήν οικίαν, οπόθεν θα οδηγείτο πάλιν την επιούσαν προς τον φοβερόν καλόγηρον, ετράπη την προς τα όρη άγουσαν και μετά τινας ώρας ευρίσκετο εις την μάνδραν του πατρός του.
Όταν έφθασεν εκεί επάνω, εν μέσω των γνωρίμων βουνών, των γνωρίμων δένδρων και των γνωρίμων ζώων, των μόνων του αληθινών γνωρίμων και φίλων, τον κατέλαβεν η συγκίνησις και η χαρά του ανθρώπου του επιστρέφοντος εις την πατρίδα του, την οποίαν δεν ήλπιζε να επανίδει. Και θα εχοροπήδα ως τρελός, αν δεν εμετρίαζε την χαράν του ο φόβος, ότι ο πατήρ του θα ήρχετο, δια να τον επαναφέρει εις το σχολείον. Η επιμονή αύτη του εφαίνετο τελείως αδικαιολόγητος. Τι τα ήθελε τα γράμματα, αφού έτσι ήτο τόσον καλά, τόσον ευχαριστημένος; Αυτός ό,τι επεθύμει δια να είναι ευτυχής, το είχε· ήθελε να είναι βοσκός και ήτο βοσκός. Διατί τον απέσπασαν από την ευτυχίαν του και τον κατεδίκασαν να κάθεται επί ώρας ακίνητος, υπό την απειλήν των βλοσυρών βλεμμάτων ενός κακού ανθρώπου, μεταξύ τεσσάρων τοίχων; Δια να μάθει γράμματα; Τι να τα κάμει τα γράμματα; Αυτός πάντοτε θα εγίνετο βοσκός και κανείς από τους βοσκούς που εγνώριζε δεν ήτο γραμματισμένος. Είχεν άλλως σχηματίσει πεποίθησιν ότι ήτο αδύνατον να μάθει γράμματα. Τα είχε πάρει από φόβον. Έπειτα ο τρόμος, τον οποίον του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, του έφερε τοιαύτην ταραχήν, ώστε παρέλυεν η μνήμη και γλώσσα του ομού. Δια να συνηθίσει να μη λέγει το Α άφλα, έφαγε αμέτρητα χαστούκια· άμα δ' εμάνθανεν έν των γραμμάτων του αλφαβήτου, ελησμόνει το προηγούμενον και άμα ήρχετο πλησίον του ο δάσκαλος, τα ελησμόνει όλα ή έλεγεν άλλ' αντ' άλλων.
Και όμως αυτός, όστις δεν κατόρθωνε να μάθει τα εικοσιτέσσερα γράμματα, εγνώριζεν όλα των τα γιδοπρόβατα ένα ένα· και δεν είχαν λίγα. Πώς συνέβαινεν, ως βοσκόπουλον να είναι ξεφτέρι, και εις το σχολείον ν' αποσβολωθεί έτσι, ώστε να μη διαφέρει από το σκαμνί εις το οποίον εκάθητο; Ημπορούσαν τ' άλλα παιδιά να σφυρίξουν σαν αυτόν και να ρίξουν την πέτρα μακρύτερα «αποβοσκιστή»; Ήξερε κανείς σαν αυτόν τα σημάδια των γιδοπροβάτων; Αυτός και τώρα, αν τον άφηναν, ήτο ικανός ν' αρμέξει και να τυροκομήσει ακόμη.
Όταν επανήλθεν εις τα βουνά του, σαν να έφυγε μία ομίχλη σκοτεινή από τον εγκέφαλόν του και ένα βάρος που εδέσμευε τα μέλη του. Του εφαίνετο ότι ήτο ελεύθερος, όπως τα πουλιά που επετούσαν γύρω του.
Επαναβλέπων τους γονείς και τους αδελφούς του, ποτέ δεν ησθάνθη την χαράν, την οποίαν ησθάνετο επαναβλέπων τώρα τα γνώριμα μέρη, τα πρόβατα και τας αίγας, αίτινες τον προσέβλεπον με μίαν ενατένισιν ευχάριστου εκπλήξεως, ως να του έλεγον: «Καλώς τονε! τι μας έγινες τόσον καιρόν;» Και με γενικόν κωδωνισμόν εφαίνοντο ως να εώρταζαν την επάνοδόν του. Η αληθινή του οικογένεια ήσαν τα άκακα εκείνα ζώα και τ' ακόμη αγαθότερα δένδρα, και οι βράχοι, και τ' αγριολούλουδα που του απηύθυνον, έλεγες, φιλικόν χαιρετισμόν, όπως εσείοντο εις τους κρημνούς. Όλα, ζωντανά και άψυχα, του εγελούσαν με στοργήν, την οποίαν μόνον εις το μητρικόν ίσως πρόσωπον έβλεπε. Και αυτοί οι κόρακες, οίτινες διήρχοντο, κρώζοντες υψηλά εις τον αέρα, του εφαίνοντο φίλοι.
Οι σκύλοι της μάνδρας είχαν σπεύσει εις προϋπάντησίν του, τρελοί από χαράν. Όταν δε συνηντήθησαν, ο Μανόλης εκυλίσθη μετ' αυτών επί των χόρτων, αποδίδων τας θωπείας, ως σκύλαξ, και ομιλών προς αυτούς ως να ήσαν άνθρωποι:
— Εσείς ελέετε πως δε θα ξανάρθω στα ωζά, ε; Κι εγώ το φοβήθηκα. Ε, μωρέ παιδιά, κακά που 'ταν στο χωριό, σα σε βάλουνε και στο σκολειό! Κατέχετε ίντα 'ναι το σκολειό; Ένα σπίτι που πάνε κάθε μέρα τακοπέλια κι εκ' είν' ένας καλόγερος, που τόνε λένε δάσκαλο, και τα δέρνει.
Από ευνόητον λεπτότητα, ο υιός του Σαϊτονικολή απέφυγε να διηγηθεί προς τους φίλους του, το ταπεινωτικόν επεισόδιον του φάλαγγα. Εξέφρασε μόνον προς αυτούς την εναντίον του καλογήρου αγανάκτησίν του και είπεν ότι βέβαια, αν τον συνήντων καμίαν ημέραν, θα του τον εσυγύριζαν καλά με τα δόντια των.
Ως προέβλεπεν ο Μανόλης, ο πατήρ του μετέβη εις την στάνην, με σκοπόν να τον επαναφέρει δια της πειθούς ή και δια της βίας εις το σχολείον. Μετέβη πολλάκις, αλλ' εις μάτην εκοπίασεν. Άμα τον έβλεπεν ο Μανόλης, έφευγεν ως αγρίμι, και εκραύγαζε κλαίων:
— Δε θέλω γράμματα! Δε θέλω!
Εφοβέριζε δε ότι, αν ο πατέρας του επέμενε, θα έπεφτε να σκοτωθεί εις την παρακειμένην χαράδραν.
Και είχε τόσην ειλικρίνειαν εις την φωνήν και τόσην αποφασιστικότητα εις το βλέμμα, ώστε ο Σαϊτονικολής εφοβήθη ότι, αν επιχειρεί να μεταχειρισθεί βίαν, θα εξετέλει την απειλήν του. Επί τέλους δε απελπισθείς, τον αφήκε στην οργήν του Θεού. Θέλω, παιδί μου, να 'χεις χίλια πρόβατα, μα σα δε θες εσύ, ουρά μην αποστάξεις. Και θα δούμε ποιος θα το μετανιώσει.
Εις την ερημίαν, εις την σιγήν των βουνών και των χειμαδιών, ο Μανόλης δεν εβράδυνε να εξαγριωθεί τελείως. Εις τούτο δε συνετέλεσε μεγάλως και η φοβερά ανάμνησις του σχολείου. Ο φόβος, που του ενέπνευσεν ο δάσκαλος, μετεβλήθη εις γενικήν ανθρωποφοβίαν. Εφοβείτο με το δέος του αγρίου ζώου και, όπως τούτο, άμα έβλεπεν άνθρωπον, ήτο έτοιμος να τραπεί εις φυγήν και να κρυβεί. Οι μόνοι άνθρωποι τους οποίους δεν εφοβείτο ήσαν οι σύντροφοί του, ποιμένες και τυροκόμοι, ημιάγριοι, ως αυτός. Αλλ' ενώ ούτοι κατέβαινον από καιρού εις καιρόν εις το χωριό, δια να εκκλησιάζονται και μεταλαμβάνουν, ο Μανόλης ουδέ την ανάγκην ταύτην ησθάνετο. Από την θρησκείαν διετήρει μίαν ιδέαν στοιχειώδη και αμυδράν. Εγνώριζε συγκεχυμένα τινά περί Κολάσεως και Παραδείσου, ήξευρε το «Πάτερ ημών» και το «Χριστός ανέστη» αξιοθρηνήτως στρεβλωμένα, αλλ' η προσευχή του συνίστατο κυρίως εις σταυρούς και γονυκλισίας. Όταν ήστραπτε κι εβρόντα, εσταυροκοπείτο έμφοβος, ψιθυρίζων: «Μήστητί μου, Κύριε, μήστητί μου Κύριε!» Διότι την βροντήν εθεώρει ως την απειλήν της θείας αγανακτήσεως, όπως εις τηνχαρμονήν* της ανθισμένης και φωτολουσμένης φύσεως έλβεπε το μειδίαμα της θείας αγαθότητος. Ο Θεός του ήτο γέρων πελώριος, με βαθύν λευκόν πώγωνα και δασείας οφρύς, κατοικών εις τον ευρύν ουρανόν, οπόθεν το οργισμένον του βλέμμα διέχυνε την φρικαλέαν αστραπήν μεταξύ των νεφών.
Δεν ελύπησε τόσον τους γονείς του η εγκατάλειψις των μαθημάτων, όσον τους ανησύχει η λήθη των θρησκευτικών του καθηκόντων. Έτος και πλέον είχε παρέλθει από της αποδράσεώς του και κατά το διάστημα τούτο ούτε εκοινώνησεν, ούτε ελειτουργήθη εις εκκλησίαν. Και έφτυσεν αίμα ο πατέρας του δια να τον πείσει να μεταβεί εις το χωριό, απλώς και μόνον δια να μεταλάβει. Του έδωκεν υποσχέσεις, τον εφοβέρισεν ότι θα εκολάζετο, του είπεν ότι η μητέρα του έκλαιεν, επιθυμούσα να τον ίδει, αλλ' έμεινεν αμετάπειστός· μόνον δε όταν του είπεν ότι, επιμένων να μη πηγαίνει εις την εκκλησίαν και να μη μεταλαβαίνει, θα εγίνετο Τούρκος, διότι και οι Τούρκοι ούτε εις την εκκλησίαν πηγαίνουν, ούτε μεταλαβαίνουν, ήρχισε να σκέπτεται και επί τέλους συγκατένευσεν.
Εις το χωριό κατέβη νύκτα και το πρωί μεταβάς εις την εκκλησίαν, ελούφαξεν εις μίαν γωνίαν, ως λαγός, όστις αισθάνεται τον γύπα περιιπτάμενον, αφού δ' εκοινώνησεν, ανεχώρησεν αμέσως εις τα όρη. Βαθμηδόν όμως ανεθάρρησεν, και κατέβαινε δύο και τρεις φορές το έτος, δια να πηγαίνει εις την εκκλησίαν. Διετήρει όμως πάντοτε την νευρικήν ανησυχίαν και το σπινθηροβόλημα των οφθαλμών θηρίου ατελώς δαμασθέντος.
Εις την βαθμιαίαν ταύτην εξημέρωσιν συνετέλεσαν προ πάντων αι προσπάθειαι της μητρός του, ήτις συνοδεύουσα αυτόν εις την εκκλησίαν, τον εδίδασκε πώς να φέρεται. Μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, έπρεπε να μένει επ' ολίγον εις την αυλήν της εκκλησίας και να χαιρετά τους χωριανούς, θέτων το χέρι επί του στήθους και υποκλίνων την κεφαλήν: «Καλή μέρα τ'ς αφεντιάς σας». Έπειτα ν' ακροάται τους χωριανούς συζητούντας και λύοντας τας διαφοράς των, ενώπιον των προεστών, «για να παίρνει πράξη». Εις το τέλος δε, όταν θα εξήρχετο ο παπάς, να πλησιάζει, να του φιλεί το χέρι και να φεύγει. Ο Μανόλης ηκολούθει τας συμβουλάς της μητρός του επί τινα καιρόν και ήρχισε μάλιστα να του αρέσει η εκκλησία, προπάντων όταν εμοίραζαν κόλλυβα ή άρτον.
Αλλά δεν ηδύνατο ακόμη να εξοικειωθεί με τους ανθρώπους, τινές δε ήρχισαν να μαντεύουν την ανθρωποφοβίαν του, διότι τοιαύτα φαινόμενα δεν ήσαν τότε και δεν είναι ίσως ακόμη σπάνια εις τινα χωριά της Κρήτης. Ημέραν τινά, μετά την απόλυσιν της λειτουργίας, ο Βούργαρης, ένας αστείος χωρικός, τον επλησίασε με τρόπον και αιφνιδίως δι' όλης του της πνοής εξεφύσησε δούπον βροντώδη, πουφ! Ο δε Μανόλης, εκταραχθείς, ως αίλουρος, ανεπήδησε και ετράπη εις φυγήν, ενώ κατόπιν αυτού οι χωρικοί ανεκάγχαζον και εκραύγαζον, όπως κατόπιν λαγού φεύγοντος και καταδιωκομένου υπό σκύλων:
— Ου, μωρέ, πιάσ' τονε!
Μετά το κωμικόν τούτο πάθημα, διέκοψεν επί μακρόν πάλιν τας προς τους ανθρώπους σχέσεις του. Οσάκις δε κατέβαινε δια να μεταλάβει, δεν εχρονοτρίβει πλέον εις την αυλήν, αλλ' αμέσως ανεχώρει.(...)
 
[Από το σημείο αυτό αρχίζουν οι δυσκολίες της προσαρμογής που οδηγούν τον Πατούχα σε «κουζουλάδες». Μια τέτοια κουζουλάδα είναι και το επεισόδιο που ακολουθεί.]
Κατ' επανάληψιν διάφοροι είχαν καλέσει τον Μανόλην να χορεύσει αλλ' αυτός δεν εδέχθη, λέγων ότι δεν είχε διάθεσιν. Το βεβαιότερον είναι ότι δεν είχε πεποίθησιν εις την ορχηστρικήν του δεξιότητα. Μολονότι είχε καταβάλει πολλάς προσπαθείας, δια να μάθει, είχεν ακόμη τοιαύτην σκαιότητα και δυσκαμψίαν εις τας κινήσεις, ώστε ελέγετο ότι εχόρευεν «ως να εσάκιαζεν άχερα». Του εφαίνετο δε ότι τα βλέμματα εστρέφοντο σκωπτικά προς τα πόδια του και τούτο έφερεν εις σύγχυσιν τα κάτω του άκρα, ως εάν οι ποδαρούκλες είχαν ιδίαν αίσθησιν και φιλοτιμίαν. Αλλ' όταν, επαναληφθέντος του πηδηκτού, είδε τον Τερερέν, ιστάμενον παρά την εστίαν και απαντώντα εις τα δίστιχα του νέου, όστις εχόρευεν εις τον «κάδον», ενόμισεν ότι έπρεπεν να χορεύσει, δια να εξουδετερώσει την επίδειξιν του εχθρού, δι' άλλης επιδείξεως. Αυτός δεν ήξευρε να τραγουδεί, αλλά και ο Τερερές δεν ήξευρε να χορεύει. Μετά τινας λοιπόν στροφάς του πηδηκτού, ανέσυρε την πλατείαν χειρίδα εις τον ώμον, ως έπραττεν, οσάκις εκεντάτο υπό του οίστρου της κουζουλάδας και έπιασεν εις τον κάβο.
Όλα σχεδόν τα πρόσωπα εφαίδρυνεν η εμφάνισίς του εις την κορυφήν του χορού· ο δε Αστρονόμος, ευρισκόμενος μεταξύ των θεατών, εφώναξε προς τον τυφλόν λυράρην:
— Τσι δυνατότερές σου δοξαριές, Αλεξαντρή! Γιατί κατές ποιος ήπιασε στον κάβο;
Το πρόσωπον του τυφλού έγινε ιλαρότερον, ενώ η κεφαλή του ένευεν ότι εμάντευσεν. Είχεν ήδη ακούσει ένα κτύπον ποδός, όστις ετράνταξεν το έδαφος και μόνον τούτο ήτο αρκετόν δια να εννοήσει ότι έσυρε τον χορόν ο Μανόλης.
— Να σε χαρούμε, λιοντάρι του χωριού μας! εφώναξε και αυτός προς τον Μανόλην και το δοξάρι του έγινε ζωηρότερον.
Αλλά και όσοι είχαν την μεγαλυτέραν διάθεσιν να γελάσουν με τον Μανόλην, ηναγκάζοντο ν' αναγνωρίσουν ότι παρουσίαζε το εξωτερικόν σπανίας σωματικής δυνάμεως και ευρωστίας. Και τι θα εγίνετο ακόμη! Χωρίς δε την αγροικίαν του, θα ηδύνατο να καταλεχθή και μεταξύ των ωραιοτέρων νέων του χωριού.
—Όρτσες! εφώναξε μετ' ολίγον προς τον λυράρην ο Μανόλης, αρχίσας να ενθουσιάζεται.
Ενώ δε η λύρα έκρουε τας γοργοροτέρας στροφάς του πηδηκτού, ο Μανόλης, ανεπήδα εις ύψος μέγα. Και ενώ ήτο μετέωρος, εκτύπα με την παλάμην, οτέ μεν την μίαν, οτέ δε την άλλην του κνήμην. Έπειτα ελύγιζε προς τα οπίσω το σώμα ή κάμπτων τα γόνατα και χαμηλώνων μέχρι του εδάφους ανεπήδα με θαυμαστήν ελαστικότητα. Και άλλοτε μεν εξέπεμπε στεναγμούς, άλλοτε δε ουρλιαστικάς επιφωνήσεις ενθουσιασμού. Ο δε Αλεξανδρής εφαίνετο αγωνιζόμενος να τον κουράσει και έπαιζε συνεχώς σχεδόν όρτσες. Ο Μανόλης όμως, όχι μόνον δεν εκουράζετο, αλλά και περισσότερον ενθουσιάζετο· ήρχισε δε μετ' ολίγον να τονίζει τον ρυθμόν, με συριγμούς τόσον οξείς και δυνατούς, ώστε οι γυναίκες έφραζαν τ' αυτιά των.
Επάνω εις τον ενθουσιασμόν του διέκρινε τον Τερερέν και διερχόμενος του έρριπτε κρύφια βλέμματα, έτοιμος, ως εφαίνετο, να του δώσει και λάκτισμα, κατά τον ρυθμόν του πηδηκτού. Ίσως δε και εξαιτίας του Τερερέ απεφάσισε, μετά τας άλλας επιδείξεις, να επιδείξει και την φωνήν του. Αλλ' ο αριθμός των διστίχων, τα οποία εγνώριζεν, ήτο πολύ περιορισμένος και ηναγκάζετο να τα επαναλαμβάνει. Ο δε Τερερές, του οποίου η μοχθηρία ήτο τόση, ώστε να υπερνικά και τον φόβον του, επωφελήθη την ευκαιρίαν δια να τον πειράξει. Και ηκούσθη η φωνή του, να απευθύνει κατά του Μανόλη σκωπτικόν βέλος:
Τη μαντινάδα δυο βολές δεν πρέπει να τη λέεις,
γιατί θαρρούν οι κοπελιές πως άλλη δεν κατέεις.
Οι ρώθωνες του Μανόλη διεστάλησαν από πνοήν οργής και το βλέμμα του εστράφη άγριον προς την εστίαν, όπου εστέκετο ο εχθρός. Προς στιγμήν εσκέφθη ν' αφήσει τον χορόν και να τον αρπάξει από τον λαιμόν. Αλλ' έπειτα του εφάνη απαραίτητον να δώσει μίαν δια στίχου απάντησιν, δια να δείξει ότι δεν ήτο ζώον, ως ήθελε να τον παραστήσει ο Τερερές. Κατέβαλε λοιπόν υπερτάτην προσπάθειαν και κατόρθωσε ν' αυτοσχεδιάσει μίαν απάντησιν την οποίαν ετόνισε με φοβερόν του ποδός κτύπον:
Βάστα τσι μαντινάδες σου, λέγε τσι σίμα σίμα, 
Να μη σε δέσω πέρα κιε να στέκεις, σαν το χτήμα
.

Δια να κατασκευάσει το δίστιχόν του ο Μανόλης ηναγκάσθη να κατασκευάσει και μίαν νέαν λέξιν, το επίρρημα «σίμα σίμα». Και έκαμε μίαν αρχήν, η οποία έμελλε να λάβει τας διαστάσεις τας οποίας γνωρίζομεν εις την ποίησιν και την πεζογραφίαν.
Γέλωτες υπεδέχθησαν την απάντησιν, διότι ήτο πασίγνωστον το δέσιμον και το κρέμασμα του Τερερέ, όπως ήσαν γνωσταί και αι απειλαί του τελευταίου, αι οποίαι επροκάλεσαν την εκδίκησιν εκείνην. Η εντΰπωσις δε την οποίαν έκαμε το δίστιχον ικανοποίησε τον Μανόλην. Η οργή του έπαυσεν, εγέλα δε και αυτός μετά των άλλων. Μόνον όταν διήρχετο, χορεύων πλησίον του Τερερέ, εστράφη προς αυτόν και έκαμε κίνημα απειλητικόν, και επιφώνημα, όπως φοβερίζουν τα παιδιά:
— Ούου!
Νέους γέλωτας θορυβωδέστερους εκίνησε το παιχνίδι του Μανόλη και το ανατίναγμα του Τερερέ, ο οποίος έγινε πελιδνός.
— Φταίει δα ο φονιάς; εψιθύρισεν ούτος, σκύψας προς τον εκεί πλησίον καθήμενον Αστρονόμον.
— Μωρέ, άφησ' τα λόγια, του είπεν ο Νικολάκης, γιατί αν σ' ακούσει και σου χυθεί, όλοι δεν θα μπορέσομε να σε γλιτώσομ' απού τα χέρια του. Αυτός είναι, μωρέ, θεριό· δεν τονε θωρείς;
Ο Μανόλης, ενθαρρυνθείς από την πρώτην επιτυχίαν, κατεγίνετο, ενώ εξηκολούθει να χορεύει, εις νέον αυτοσχεδίασμα. Και ο ποιητικός αγών θα ετελείωνε, φαίνεται, κατά τρόπον πολύ δυσάρεστον δια τον μάγον, αν μία εμφάνισις δεν έστρεφεν αλλού την προσοχή του Μανόλη και των άλλων.
Πέντε Τούρκοι, γνωστά πρωτοπαλίκαρα, επιζητούντα συχνά έριδας με Χριστιανούς, είχαν εισέλθει προ μικρού. Ένεκα του θορύβου και του συνωστισμού γύρω εις τον χορόν, ελάχιστοι τους είχαν ίδει κατά τας πρώτας στιγμάς. Οι Τούρκοι είχαν σταθεί πλησίον της εισόδου και εφαίνοντο περιμένοντες την προσφοράν καθεκλών δια να καθίσουν. Αλλ' όταν τους διέκριναν οι χορεύοντες και οι περί τον χορόν ιστάμενοι, όλα τα πρόσωπα συνοφρυώθηκαν. Κρυφομιλήματα ήρχισαν, οι δε νεότεροι απηύθυναν προς τους Τούρκους βλέμματα απορίας και οργής. Οι Τούρκοι όμως ετήρουν αυθάδη απάθειαν και ως να μη έδιδαν προσοχήν εις τας εχθρικάς εκδηλώσεις, τας οποίας έβλεπαν γύρω των, εδείκνυαν και διαθέσεις να λάβουν μέρος εις τον χορόν.
Μετ' ολίγον όμως τους επλησίασεν ο προεστός Αέρας, ο οποίος, αφού τους εκαλησπέρισεν, είπε:
— Δε μου λέτε, αγαδάκια, ιντά 'ρθετε επαέ να κάμετε;
— Ήρθαμε να χορέψομε, απήντησεν εις εκ των Τούρκων.
— Δεν το πιστεύγω πως ήρθατε να χορέψετε. Επά 'ν' όλο Χριστιανοί, με τσι γυναίκες και τσ' αδερφήδες τως, κι αν ήρθετε για να χορέψετε, έπρεπε να φέρετε κι απατοί σας τσ' αδερφήδες και τσι γυναίκες σας.
— Εμείς θα φέρομε τσι γυναίκες μας να χορέψουνε με τσι Ρωμιούς; είπεν ο Τούρκος, πλησιάζων απειλητικώς τον Αέρα.
Ο πηδηκτός αυτομάτως είχε μεταβληθεί εις σιγανόν και το δοξάρι του τυφλού μόλις έθιγε τας χορδάς. Σιγή ομοία προς την νηνεμίαν, ήτις προηγείται της καταιγίδος έγινεν επί τινας στιγμάς και όλα τα βλέμματα ήσαν προσηλωμένα εις τους Τούρκους και τον προεστόν, ο οποίος είπε:
— Σα δεν κάνει να χορέψουν οι γυναίκες σας με Ρωμιούς, πώς θα χορέψουν οι δικές μας με Τούρκους;
— Άφησ' τ' αυτά, είπεν άλλος εκ των Τούρκων, κι εμείς, μια που 'ρθαμε, θα χορέψομε.
Και έκαμε ν' απωθήσει τον Αέραν και να προχωρήσει εις τον κύκλον του χορού. Αλλ' ο προεστός τον ήρπασεν από τον βραχίονα με το χέρι στιβαρόν και είπεν εντόνως:
— Η Γιανιτσαριά, μωρέ, πέρασε. Κι όποιος θέλει να κάμει το Γιανίτσαρο, τρώει ξυλιές.
 Όι, δεν επέρασε, μωρέ ταυλόπιστε, η Γιανιτσαριά και θα το δεις, είπεν ο Τούρκος, απωθήσας με σφοδρότητα τον προεστόν.
Οι Τούρκοι έβαλαν τα χέρια εις τους πασαλήδες, αλλ' εις την στιγμήν όρμησαν κατ' αυτών διάφοροι νέοι.
— Ο χορός να μη σκολάσει! εφώναξε και ο Πατούχας και υψώσας ως ρόπαλον βαρείαν καθέκλαν, ερρίφθη εις την συμπλοκήν.
Η αντίστασις των Τούρκων διήρκεσε πολύ ολίγον. Ο θρασύτερος εξ αυτών, ο λεγόμενος Σαμπρής, έπεσεν εις τα πρόθυρα με την κεφαλήν σπασμένην από κτύπημα του Πατούχα. Υπό τα κτυπήματα δε των ράβδων και των καθεκλών, οι πασαλήδες εξέφυγαν από τα χέρια των άλλων, οίτινες εζήτησαν σωτηρίαν εις την φυγήν. Ο Μανόλης και οι άλλοι νέοι τούς κατεδίωξαν μέχρι της τουρκικής συνοικίας, όπου και άλλοι Τούρκοι προστρέξαντες εις βοήθειά των, έπαθαν τα αυτά και χειρότερα, δια να μάθουν ότι ο γιανιτσαρισμός είχε περάσει...
Όταν την επιούσαν, εξύπνησεν ο Μανόλης εις της αδελφής του, όπως είχε κοιμηθεί, έμαθε δύο ευχάριστα πράγματα· ότι η διαγωγή του κατά την συμπλοκήν με τους Τούρκους είχεν ενθουσιάσει τους χωριανούς και ότι ο Σμυρνιός είχεν αρραβωνιάσει την θυγατέρα του Συμβούλου. Τι θα έλεγε τώρα η Ζερβουδοπούλα; Θα επέμενεν ακόμη εις την άρνησίν της, τώρα ότε, από μεν τον Σμυρνιόν δεν είχε πλέον ελπίδα, αυτόν δε είχε περιβάλλει ηρωική αίγλη;
Μετ' ολίγον διευθύνετο προς την οικίαν της Ζερβούδαινας, χαρούμενος και σιγοτραγουδών. Αλλά καθ' οδόν, ακούσας να τον φωνάζουν, εστράφη και είδε την Σπυριδολενιάν. Το πρόσωπον της ψεγαδιάστρας δεν είχεν την ημέραν εκείνην την συνήθη σκωπτικήν έκφρασιν.
— Μανολιό, του είπε, θέλω να φιλήσω τη χέρα που 'σπασε οψές την κεφαλή του Σαμπρή. Μα, να φύγεις, παιδί μου, να φύγεις, γιατ' ήμαθα πως σε γυρεύγουν οι ζαπτιέδες. Να φύγεις γλήγορα!
Ο Μανόλης εταράχθη, αλλ' έπειτα είπε με πείσμα:
— Ας με ζυγώσουνε. Δεν πάω ποθές.
Και εξηκολούθησε τον δρόμον του. Δεν είχε δε απομακρυνθεί πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου έναν Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη δια να φύγει προς τα οπίσω, αλλ' είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε:
— Στάσου ορέ Πατούχα!
Ο Μανόλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας.
— Ίντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανόλης.
— Θα το μαθαίνεις κάτω. Να μπαίνεις στο χάπσι και το μαθαίνεις.
— Στο χάπσι θα με βάλετε; είπεν ο Μανόλης, όστις τότε ήρχισε να εννοεί όλην την σοβαρότητα της καταστάσεως.
Περί της φυλακής είχε την φοβεροτέραν ιδέαν, διότι είχεν ακούσει ότι οι φυλακισμένοι εδεσμεύοντο χειροπόδαρα με βαρείας αλύσεις και εμαστιγώνοντο σχεδόν καθημερινώς. Και άλλοι μεν απέθνησκαν εις την φυλακήν, άλλοι δε εξήρχοντο με υγείαν δια παντός κατεστραμμένην. Αλλά και μόνον η ιδέα ότι θα έχανε την ελευθερίαν του και μετ' αυτής την Ζερβουδοπούλαν, τώρα ότε ήτο σχεδόν βέβαιος περί της συναινέσεώς της, τον έφερεν εις απελπισίαν. Η ιδέα τοιούτου κινδύνου τού έδωκε την δύναμιν ν' αποτινάξει τους χωροφύλακας και, δια δύο λακτισμάτων, να τους κυλήσει κατά γης αμφοτέρους. Έπειτα ετράπη εις φυγήν. Αλλ' όταν έφθασεν εις την γωνίαν του δρόμου, εστράφη μίαν στιγμήν προς τους Αλβανούς και συγκάμψας τον βραχίονα, εφώναξε προς αυτούς, προσπαθών να μιμηθεί την προφοράν των:
— Να, ορέ κασίδηδες!
Πού να τον φθάσουν πλέον οι Αλβανοί; Έτρεχε με ταχύτητα αιγάγρου. Εντοσούτω, δεν παρέλειψε να περάσει από τον δρόμον της Ζερβούδαινας. Εκεί εβράδυνε το βήμα του. Η χήρα εστέκετο εις την θύραν· μέσα δ' εκάθητο η Μαργή και είχε τα μάτια κόκκινα από δάκρυα.
— Φεύγω, γιατί με ζυγώνουν οι Αρναούτες, είπε προς την μητέρα ο Μανόλης. Μόνο να μ' ανημένει το Μαρούλι. Ύστερ' από λίγον καιρό, θα 'ρθω να την επάρω.
Και έφυγε προς τα όρη, χωρίς ν' ακούσει την απάντησιν την οποίαν του έδωκεν η Μαργή:
— Καλλιά να βγουν τα μάτια σου!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου