Πυροβολούσε
συνεχώς, υποχωρώντας με το δάχτυλο στη
σκανδάλη υποχωρούσε στην αρχή δεξιά κι ύστερα
αριστερά - ώσπου αισθάνθηκε στη πλάτη του τον
τοίχο. Αλλά ο τοίχος δεν ήταν εμπόδιο στο Διαμαντένιο
Γαληνευτή και άρχισε να βυθίζεται μέσα του
σιγά σιγά σα να διέσχιζε έναν θάμνο.
Σπιθαμή με σπιθαμή ξαναγινόταν τοίχος. ο
τοίχος στο μέρος όπου είχε περάσει
έγιανε απ' την πληγή που του 'χαν κάνει
τα κύτταρα του σώματος του Διαμαντένιου Γαληνευτή.
Εκείνοι που τον καταδιώκανε κάναν κράτει στ' άλογά
τους (ήσαν όλοι δούρειοι οι ίπποι τους) και
ήσυχα-ήσυχα ακολούθησαν τα ίχνη του
μέσα στον τοίχο. Εκεί έγινε η μάχη. Ο
τοίχος φουσκώνοντας που και που, τους
ρουφούσε μέσα του. Βογκούσε συνεχώς - αλλά
ο ήχος των πυροβολισμών ήταν μουντός σαν πνιγμένος
ώσπου χάθηκαν ολότελα. Τα γυάλινα άλογα ξαναβγήκαν
απ' τον τοίχο ένα -ένα: Το τελευταίο τον
κουβαλούσε μέσα του - αντί για τον
αναβάτη του. Είχε προσχωρήσει σ' αυτούς
που τον κυνηγούσαν, είχε γίνει ένας
απ' αυτούς. Κι εδώ τελειώνει η ιστορία του Διαμαντένιου
γαληνευτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου