Σελίδες

Πέμπτη 9 Μαΐου 2013

Οι Μουσικοί της Bourbon Street ...


Νέγρος ξυπόλυτος , σαξοφωνίστας …
της Bourbon Street ο τυφλός τραγουδιστής ,
μέλος απόκρυφης βουντού ορχήστρας
βέβηλης αίρεσης χρισμένος σαλπιγκτής.

Με πάθος άκρατο χάλκινους ήχους
στην περιρέουσα αχλή διασκορπά ,
έμμετρος βρυχηθμός γδέρνει τους τοίχους
το γόνυ κλίνει ... η ψυχή σε προσκυνά.

Φρουρός αρχέγονος μοιραίου λάθους
με στόμφο ρήτορα κρυφής συναγωγής ,
κάλφας και πρόμαχος άμετρου πάθους
σε τύμβο πελιδνό λαθραίας αρετής.

Υπόδουλος αισχρού κατεστημένου
άθελα φθίνεις στης ανάγκης την τριβή ,
σαν κληρονόμος θυρεού καθημαγμένου
κίβδηλα εύσημα εισπράττεις αμοιβή.

Ίσκιος μετέωρος ... ζέχνει το πάλκο
καρφιά επάνω σου μάτια χαοτικά ,
σέρνοντας κρύφτηκες στου νου την τάφρο ...
έχιδνας κέντρισμα τροφή στα σωθικά.

Γλιστρούν ανάλαφρα τα δάχτυλα σου
καθώς θωπεύουν τις ατσάλινες χορδές ,
διαμελίζοντας τα κύτταρά σου
αγνό προσάναμα στου είναι τις φωτιές.

Μέσα στις φλέβες σου πικρό αφιόνι
με απερίγραπτη αναίδεια κυλά ,
ισχνό το σώμα σου ... κερί που λειώνει
την ύπαρξή σου το κενό απορροφά.

Ο σκλάβος ήσουνα θεάς αρχαίας
ερήμου άνεμος στων στίχων τη ροή ,
ρυθμός κρυστάλλινος τόλμης πηγαίας
πάφλαζε η έμπνευση με χείμαρρου ορμή.

Σπινθίρισμα στην κόγχη του ματιού σου
το πυροτέχνημα ... η άπιαστη στιγμή,
αιχμάλωτος στην κόψη του σπαθιού σου
στρεβλό γρανάζι σε σπασμένη μηχανή.

Μονής εικόνισμα σεπτό θυμίζεις
σαν αναλίσκεσαι στης ρίμας το βωμό ,
όρια σπάζοντας τ`όραμα κτίζεις
σε λήθης πέλαγος ... τέναγος ζοφερό.

Ελέους ρέκβιεμ ... οίκτου βιμπράτο ...
έκκληση κάνει στων αστέγων τον Θεό ,
καλύβα ψάθινη θέλω στο βάλτο ...
τ`άστρα να βλέπω μέσα στο θολό νερό.

Οίστρου ταξίδεμα στα μαύρα τάστα
ισορροπία στης καρδιάς την μωβ χορδή ,
τα blues του ίλιγγου λεύτερα άστα
ρίγος να απλώνεται σαν νεκρική ωδή.

Μοιάζεις αρχάγγελος σε κάποιο τέμπλο
αγκιστρωμένος στην κατάρα του φευγιού ,
νύχτα ασέληνη ... μαγείας πέπλο
μονομαχείς με την αρρώστια του κορμιού.

Μισοξημέρωμα ... κι Bourbon πάλι
στον Mississippi τ` όνειρό της ακουμπά ,
σκιές και χρώματα ... έκστασης ζάλη
μόνη παράμερα η ανάγκη ξεψυχά.

Στου θάνατου τα παγωμένα χέρια
σαν έρθει η ώρα και γυμνός παραδοθείς ,
με σεβασμό θα εκφρασθούν τ`αστέρια
όταν της λύτρωσης την πόρτα θα διαβείς.

Κηλίδα κόκκινη ... νωπό το αίμα ...
τα μπλάβα σύννεφα λογχίζει πορφυρός ,
ο ήλιος θάλεγα φάνταζε ψέμα ...
αλλά με χάϊδεψε ... κι ένοιωσα μιαρός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου