Ι
Ἀπόψε, ἡ λύπη μου εἶναι μιὰ λύπη καραβιῶνποὺ ἀνοίγουν μέσα μου ἀποβάθρες καὶ λιμάνια
τὰ μήκη καὶ τὰ πλάτη χαμένων ταξιδιῶν
τῆς ἀπεραντοσύνης τὰ ὑδάτινα στεφάνια.
Ἀπόψε, ἡ λύπη μου εἶναι μιὰ λύπη μηχανῶν
χτύπων ὑπόκωφων μεταλλικῶν ποὺ ἠχοῦν
σὰν τὰ τρένα μὲς στὰ τοῦνελ τῶν θεῶν
σὰν καμπάνες ποὺ τὸν θάνατο μετροῦν.
Ἀπόψε, ἡ λύπη μου εἶναι μιὰ λύπη ὑφασμάτων
κουρτίνες ποὺ μισοκρύβουν ἄγνωστες ματιές
τὴ σκοτεινὴ μητρόπολη —χυτήριο φαντασμάτων—
τὰ νήματα τῆς μοίρας· μιὰ λύπη ἀπὸ κλωστές.
Ἀπόψε, σ᾿ ἕναν κόσμο λυπημένων θεατῶν
τρύπες τ᾿ ἄστρα στὰ πέπλα τῶν νεκρῶν.
ΙΙ
Σὰν τὸ φῶς ποὺ ἀρνήθηκε τὴ φύσηγιὰ νὰ μπορέσει στὸν ὕπνο σου ὁ θεός
νὰ δεῖ τὴν τελευταία του δύση.
Σὰν τὴ θάλασσα πού ᾿χει ὑποχωρήσει
μιὰς κι ἕνας μικρὸς ἀστερισμός
στὰ χείλη σου ἔχει ναυαγήσει.
Σὰν τὸν κόσμο ποὺ πάει νὰ σβήσει
—παρατεταμένος στεναγμός—
μονάχα γιὰ νὰ σὲ συγκινήσει.
Σὰν τὸν νεκρὸ ἐγώ, ποὺ στὰ ὄνειρά του
ράβει τὴν πληγὴ στὴ φόδρα τοῦ θανάτου.
ΙΙΙ
Ἀπ᾿ τὸν ὁρίζοντα τῶν λυπημένων σου ματιῶνὣς καὶ τὸ φῶς ἀδυνατεῖ νὰ δραπετεύσει·
ἴσως ἄλλοτε νά ᾿σουν τὸ κέντρο οὐρανῶν
ὁ πυρήνας ποὺ ὁ θεὸς εἶχε πιστέψει.
Στὸν ὁρίζοντα τῶν λυπημένων σου ματιῶν
τίποτε δὲν ἐπιζεῖ, οὔτε ἐλάχιστη μιὰ νεύση
κι ἀπ᾿ τὴν κατάρρευση ὅλων τῶν εὐχῶν
μήτε μίσος μήτε ἀγάπη θὰ ἐπιστρέψει.
Ἀπ᾿ τὶς ἀπόκοσμες αἴθουσες τῶν κάστρων
ὅπου ἔρωτας σήμαινε ποτὸ καὶ προσευχή
ὣς τὸν ἄτλαντα τῶν μαραμένων ἄστρων
καὶ τῆς ἐλπίδας τὴν οὐράνια φυσική
λὲς καὶ σμίγει ὁ ὠκεανὸς τῶν ἐποχῶν
μὲ τὸν ὁρίζοντα τῶν λυπημένων σου ματιῶν.
-------------------------------
Πῶς ἔπεσε τὸ βράδυ! — χειρονομία ὑποταγῆς. Πικρὸ καὶ σκυθρωπὸ κι ἀνώνυμο τὸ πλῆθος καταποντίζεται στὸ ὑγρὸ πηγάδι τῆς ψυχῆς· βουβὸς ὁ στεναγμός, μεταμοντέρνο τὸ ἦθος.
Πόλεις στοῦ πεπρωμένου τὴν ἄγονη γραμμή. Ἴσκιοι νὰ θυμίζουν πιὸ γρήγορα ἀπ᾿ τὸ σῶμα πὼς μεγάλωσε ἡ ψυχή. Ἀνακολουθία κι αὐτή ποὺ τρόμαξε τὴν πρόοδο, τὴν ἔριξε σὲ κῶμα.
Γυμνὰ σὰν θωρηκτὰ τὰ σπίτια καὶ τὰ κτίρια. Τὰ γέλια ποὺ ἠχοῦν —σκοτεινὴ παραφωνία— τῆς θλίψης ἔγιναν τὰ ἰσχυρότερα πειστήρια.
Μὰ ἐμεῖς, σὰν τὴ δίψα ποὺ δὲν ἔχει ὑπομονή ριγμένοι καταγῆς, σὲ θυελλώδη ἀπελπισία χείλη μὲ χείλη ζοῦμε τὴν αἰώνια μας ζωή.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ἀπ᾿ τὸν ὁρίζοντα τῶν λυπημένων σου ματιῶν ὣς καὶ τὸ φῶς ἀδυνατεῖ νὰ δραπετεύσει· ἴσως ἄλλοτε νά ᾿σουν τὸ κέντρο οὐρανῶν ὁ πυρήνας ποὺ ὁ θεὸς εἶχε πιστέψει.
Στὸν ὁρίζοντα τῶν λυπημένων σου ματιῶν τίποτε δὲν ἐπιζεῖ, οὔτε ἐλάχιστη μιὰ νεύση κι ἀπ᾿ τὴν κατάρρευση ὅλων τῶν εὐχῶν μήτε μίσος μήτε ἀγάπη θὰ ἐπιστρέψει.
Ἀπ᾿ τὶς ἀπόκοσμες αἴθουσες τῶν κάστρων ὅπου ἔρωτας σήμαινε ποτὸ καὶ προσευχή ὣς τὸν ἄτλαντα τῶν μαραμένων ἄστρων
καὶ τῆς ἐλπίδας τὴν οὐράνια φυσική
λὲς καὶ σμίγει ὁ ὠκεανὸς τῶν ἐποχῶν μὲ τὸν ὁρίζοντα τῶν λυπημένων σου ματιῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου