(ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ τετράδια ἑνὸς τραυλοῦ Ἐρημίτη)
ΧΑΜΗΛΟΦΩΝΟ
Ἔλα, ἀδελφέ μου, μοίρασε τὴ στέγη σου μαζί μου.
Τὸ σεληνόφως δὲν λευκαίνει πιὰ τὰ κυπαρίσσια.
Πότε κοιτώντας τὸν πεντοζάλη τῶν κυμάτων
κατὰ τὸ σύθαμπο
πότε τὰ ἀστείρευτα σίδερα τῆς φυλακῆς μου
τὸ βράδυ πέφτει βρίσκοντάς με σκυμμένο
νὰ διαβάζω τὶς διακλαδώσεις τοῦ ἁλατιοῦ
πάνω στὸ ἐλευθερωμένο κορδόνι τοῦ χιτώνα μου.
Σφυρίζουν τότε τὰ μηνίγγια μου ἀπὸ τὸ πολὺ
πού 'μεινα μόνος. Κι εἶναι Νοέμβριος σταθερά.
Ὅπως τὰ σύννεφα λευτερώνουν τὴ βροχὴ
τὴ βροχὴ ποὺ ἀναπηδᾶ στὸ χῶμα πρὸς τὰ πάνω
ἔτσι θαρρῶ ἡ θάλασσα ἀναδύει τὴν ψυχή μου.
Μὲ τρικυμίες καὶ φαντάσματα καὶ γέλια
ποὺ κάθε τόσο μέσα ἀπ' τὴν ὑγρασία ἐπιστρέφουν
γιὰ νὰ γυρίσουν τὸν κόσμο μὲ βάρκα τὴ φωνή σου.
Νά κοίτα: καταμεσῆς τοῦ πελάγους, ὁ νοῦς μου
σκαρφαλώνει στὸ φτερὸ τοῦ καρχαρία· χτίζει
μιὰ ἐκκλησιὰ πού 'παψε μὲ αἷμα τὴ θάλασσα νὰ εὐλογεῖ
κι ἀπὸ βαθιὰ κι ἀπὸ μακριὰ κάτι ἄλλο μὲ προσμένει.
Κι ἀπὸ βαθιὰ κι ἀπὸ μακριὰ ὁ κόσμος ἀργεῖ
τὰ σπλάχνα του ν' ἀδειάσει —
Ἔλα, ἀδελφέ μου, μοίρασε τὴ στέγη σου μαζί μου.
Κάποιος ἀπ' τοὺς δυό μας πεθαίνει γιὰ πρώτη του φορά.
(Ἀπὸ τὸ Τετράδιο 1)
ΜΝΗΜΗ ΚΙΤΡΙΝΗ ΣΑΝ ΑΙΜΑ
Δίχως κεφάλι ἀλλὰ μὲ ἥσυχα
καὶ μεγάλα πορφυρένια μάτια
στοὺς ἀγροὺς μιᾶς ἄνοιξης
ἀλλοτινῆς κολυμπήσαμε.
Μακρινὸς ἀντίλαλος χαρᾶς
θάμπωνε ἀκόμη τὰ ῥόδα τῆς γῆς
τὸ θυμίαμα καλοῦσε τοὺς Ἀγγέλους
ὥσπου μονωδοί, λές, μιᾶς νοσταλγίας
τῆς ἐρημιᾶς τὸ θάμπος μετρήσαμε
μὲ ὅρκους ποὺ χαράσσονταν στὶς πέτρες
καὶ σβήνονταν στὴ βροχή.
Ἀσχημάτιστοι καὶ γυμνοὶ σὰν τὸ νερὸ
πέρα ἀπὸ τὸ σάστισμα
—ὅπως συμβαίνει συνήθως—
ἡ μέρα κραυγάζει τὴν ἀγωνία
ὁ τρόμος κοιμᾶται στὸ προσκεφάλι
καὶ χωρὶς νὰ εἴμαστε τίποτ' ἄλλο
παρὰ μόνο τ' ὄνομά μας
στὴν ἀρχὴ ἡ λέξη ἦταν Θεός.
(Ἀπὸ τὸ Τετράδιο 2)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου