το σοβαρο κοριτσι
Ὑπάρχει µιὰ ἐλιὰ στὴ µέση τῆς χώρας τῶν πάγων
Ὑπάρχει ἕνας δαίµονας ποὺ κάθεται ὀκλαδὸν
στὴν κορφή της
Τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς πετά
µὲ βία στὸ σκοτάδι
Ὑπάρχει ἕνα κορίτσι ποὺ κάθεται ὀκλαδὸν στὴ σκιὰ
τοῦ δέντρου
Στρώνει τὰ µαῦρα της µαλλιὰ γιὰ νὰ µὴν τραυµατι-
σθοῦν ἐκεῖνοι
Τὸ παιχνίδι της εἶναι πιὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τοῦ δαίµονα
Τὸ παιχνίδι της εἶναι πιὸ ἀληθινὸ γιατὶ δὲν εἶναι
παιχνίδι
Τὸ παιχνίδι της δὲν εἶναι παιχνίδι γιατὶ δὲν χρειά-
ζεται
νὰ ξεριζώσει καὶ νὰ πετάξει τίποτα καὶ κανέναν στὸ
σκοτάδι
ὥστε νὰ πείσει ἔτσι τὸν ἑαυτό της πὼς µόνο αὐτὸ
ὑπάρχει.
---------------------------------------------------
δεν θα χρειαζομουνα τιποτα
Τὴν αὐγὴ τὸ µαρτυροῦνε οἱ κοῖλες φωτιὲς
στὰ λειβάδια: στὰ κρυφά, στὰ κρυφὰ
σφαγιάζονται οἱ προσευχές µας
οἱ µόνοι µας σύντροφοι τὰ δέντρα!
Ἐκεῖ ἐγώ, ἐκεῖ, προκειµένου νὰ κυλήσω
µέσα στὴν αἰωνιότητα ὅπως ὁ ὕπνος
τῶν βρεφῶν, τὸν Θεὸ συχνὰ ὀνειρεύοµαι
καὶ νοιώθω τὰ λόγια τῆς λευκῆς ὑποµονῆς Του
Εἶµαι αὐτός, µοῦ λένε, ποὺ γυρίζοντας
τὰ χέρια του δεξιὰ κι ἀριστερά, δίνει,
παίρνει καὶ ξαναδίνει τὸ πιάτο του
στοὺς ὁρῶντες τὴν κοιλάδα τοῦ θανάτου
Τότε εὐθὺς καταλαβαίνω: ἂν τέσσερα
µόλις χέρια τὴν ἴδια στιγµὴ ἄγγιζαν µία πέτρα
τὸν κόσµο ὁλάκερο θὰ µποροῦσε αὐτὴ νὰ σηκώσει
Κι ἔτσι γι’ αὐτὰ τὰ χέρια µονάχος περιπλανιέµαι
Τὰ χέρια, ποὺ µὲ τὰ δικά µου χέρια
τὴν ὄψη τοῦ κόσµου τὴν ἁµαρτωλή, µὲ τὶς ἕξι
κοφτερὲς γωνιές της, γιὰ πάντα θὰ σκεπάσουν
Ἄχ, ἂν µόνο βρισκόταν κάποιος ποιητὴς
καὶ στὴν πέτρα νὰ χάραζε τὶς λέξεις
Ἐν τῇ ἀγήρῳ µακαριότητι,
ἂν ἔστω ἕνα παιδὶ ὑπῆρχε ἐδῶ γύρω
ν’ ἀγγείλει τ’ Ἀνθεστήρια τῶν χρόνων τῆς ἄµµου
δὲν θὰ χρειαζόµουν τίποτα ἀπ’ ὅλα τοῦτα
Δὲν θὰ χρειαζόµουν καὶ τὸ τελευταῖο χέρι
ποὺ θὰ µὲ δείξει, λέγοντας: «αὐτὸν τὸν ἤξερα,
ἤτανε φίλος». Δὲν θὰ χρειαζόµουν
τίποτα. Αὐτὴ ἡ γῆ θὰ ἤτανε δική µου.
---------------------------------------
παραινεσεις για την θεραπεία της ψυχης
1.
Ἂν ὁ χρόνος ἐκπορθεῖτο,
στὴ θάλασσα θὰ ἐπιστρέφαµε
Ἐκεῖ, ἐκεῖ θὰ ἔλειωνε ἡ σάρκα µας ἀβοήθητη
Ἐκεῖ θὰ µέναµε γυµνοὶ καὶ µόνοι.
2.
Ποτὲ τὸν δρόµο δὲν δείχνουν οἱ νεκροὶ
οἱ νεκροὶ δὲν ξέρουν:
τὸ σκοτάδι µπροστά µας σκάβουν
ἄλλοτε γιὰ θάνατο κι ἄλλοτε γιὰ γέννα
Χαµήλωσε, λοιπόν, τοὺς ὤµους κι ἄκουγε
τὸν ἦχο τους ψηλὰ στὸν ἀέρα
Θὰ µάθεις ὅλη τὴν ἀλήθεια
σὰν τὸ ψάρι ποὺ πιάνεται στ’ ἀγκίστρι.
3.
Στάζει ὁ θάνατος
στάζει ἀπ’ τὶς καρδιὲς τῶν νεκρῶν
σ’ ἐκεῖνες τῶν ζωντανῶν
Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια συµµαχία τῆς Ἀγάπης
Οἱ πάγοι λειώνουν, ὁ πυρετὸς
κι ὁ ἱδρώτας ξαναρχίζουν
καθὼς τὴ µαύρη χολὴ του καταπίνεις
Μὴν πεῖς: ἐγὼ εἶµαι ἄλλος
Μὴν πεῖς: θάνατος ὁ βαρὺς κάνθαρος
ποὺ ἀνάµεσα στ’ ἄστρα αἰωρεῖται.
4.
Ἡ καρέκλα δὲν εἶναι τραπέζι
Τὸ τραπέζι δὲν εἶναι τριαντάφυλλο
Τὸ τριαντάφυλλο δὲν εἶναι κυπαρίσσι
Τὸ κυπαρίσσι δὲν εἶναι φεγγάρι
Ξέχασε γρήγορα αὐτὴ τὴ γλώσσα ἂν θέλεις
πάνω στὶς ἑφτὰ νύχτες νὰ ὑψωθεῖς
µὲ τοῦ Ἀρνηµένου µεθώντας τὸ κρασί.
5.
O τρόµος τοῦ θηρευτῆ κι ὁ τρόµος τοῦ θηράµατος
εἶναι καὶ οἱ δυὸ ἀπαλλαγµένοι ἀπὸ κάθε ἁµαρτία
Γι’ αὐτό, δύσκολα τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον ξεχωρίζεις:
Τὸ ἴδιο πυρακτωµένο πουκάµισο φορᾶνε
ποὺ ὑφάναν τὰ χέρια τῆς Ἀγάπης!
Κανεὶς τὸ πουκάµισο αὐτὸ δὲν µπορεῖ ἀπὸ πάνω του
νὰ βγάλει. Ἔτσι ὁ κόσµος µὲ µιὰ φωτιὰ µοιάζει
ποὺ ἂν ἔσβηνε ποτὲ, λάθος τοῦτο θὰ λογιζόταν
Ὄχι, λοιπόν, δὲν πρέπει Ἀγάπη νὰ σηµαίνει
σβήσιµο τοῦ τρόµου, ἀλλὰ ἀναγωγὴ τῆς θλίψης
ἀναγωγὴ τῆς κίνησης, στὴν ἐπιθυµία µας
νὰ ἐπιφέρουµε τὴ γαλήνη στὸν τροµαγµένο.
6.
Στὴ γέφυρα ποὺ χτίζεις καὶ δὲν πολυστολίζεις
γιατὶ πρέπει, ὢ ναί, ὡς γέφυρα πρέπει νὰ συνεχίσεις
Τώρα σ’ αὐτὴν προπάντων τὸ βῆµα σου ὁδήγα
Ξέρει ἕνα βραδυνὸ τραγούδι γιὰ τὸν ἔρωτα
Ξέρει τί περισώζει ὁ θάνατος ποὺ δὲν βλέπουµε.
-------------------------------------------------------------
Ἕνας νεκρὸς χτύπησε τὴν πόρτα,
µὰ τοῦ εἶπα νὰ περιµένει·
µὲ προσήλωση τὴν ὥρα ἐκείνη
τὸ ἄσπρο ἔβαφα σκήνωµά του
Ἔτσι τὴ σπάνια σκέφτηκα λύπη:
τοῦ φεγγαριοῦ νὰ βλέπεις τὴ βούρτσα
καὶ τὴ µπογιά, ἐνῶ τὸ σῶµα
ἀκόµη χαίρεται τὸ ἀπόγευµα στὴ γῆ.
---------------------------------------------------------------------------------
Ἀλλὰ δὲν πρόσεχα
ὅτι τὸν ἑαυτό µου προσπερνοῦσα
Ἕνα γεράκι, πές, σηµατωρό µου
εἶχα βαφτισµένο
ποὺ ὅσο κοντά µου τὸ καλοῦσα
τόσο µακρύτερα κείνο πετοῦσε
Κάποτε πορτούλα ἄνοιξα
στὴν ἄλλη τοῦ Χρόνου ἡλικία
κι οἱ γέροντες ἀκόµη
νέοι στὰ µάτια µου φανῆκαν.
Ὑπάρχει µιὰ ἐλιὰ στὴ µέση τῆς χώρας τῶν πάγων
Ὑπάρχει ἕνας δαίµονας ποὺ κάθεται ὀκλαδὸν
στὴν κορφή της
Τραβᾶ πρὸς τὰ κάτω τοὺς ζωντανοὺς καὶ τοὺς πετά
µὲ βία στὸ σκοτάδι
Ὑπάρχει ἕνα κορίτσι ποὺ κάθεται ὀκλαδὸν στὴ σκιὰ
τοῦ δέντρου
Στρώνει τὰ µαῦρα της µαλλιὰ γιὰ νὰ µὴν τραυµατι-
σθοῦν ἐκεῖνοι
Τὸ παιχνίδι της εἶναι πιὸ ἀληθινὸ ἀπὸ τοῦ δαίµονα
Τὸ παιχνίδι της εἶναι πιὸ ἀληθινὸ γιατὶ δὲν εἶναι
παιχνίδι
Τὸ παιχνίδι της δὲν εἶναι παιχνίδι γιατὶ δὲν χρειά-
ζεται
νὰ ξεριζώσει καὶ νὰ πετάξει τίποτα καὶ κανέναν στὸ
σκοτάδι
ὥστε νὰ πείσει ἔτσι τὸν ἑαυτό της πὼς µόνο αὐτὸ
ὑπάρχει.
---------------------------------------------------
δεν θα χρειαζομουνα τιποτα
Τὴν αὐγὴ τὸ µαρτυροῦνε οἱ κοῖλες φωτιὲς
στὰ λειβάδια: στὰ κρυφά, στὰ κρυφὰ
σφαγιάζονται οἱ προσευχές µας
οἱ µόνοι µας σύντροφοι τὰ δέντρα!
Ἐκεῖ ἐγώ, ἐκεῖ, προκειµένου νὰ κυλήσω
µέσα στὴν αἰωνιότητα ὅπως ὁ ὕπνος
τῶν βρεφῶν, τὸν Θεὸ συχνὰ ὀνειρεύοµαι
καὶ νοιώθω τὰ λόγια τῆς λευκῆς ὑποµονῆς Του
Εἶµαι αὐτός, µοῦ λένε, ποὺ γυρίζοντας
τὰ χέρια του δεξιὰ κι ἀριστερά, δίνει,
παίρνει καὶ ξαναδίνει τὸ πιάτο του
στοὺς ὁρῶντες τὴν κοιλάδα τοῦ θανάτου
Τότε εὐθὺς καταλαβαίνω: ἂν τέσσερα
µόλις χέρια τὴν ἴδια στιγµὴ ἄγγιζαν µία πέτρα
τὸν κόσµο ὁλάκερο θὰ µποροῦσε αὐτὴ νὰ σηκώσει
Κι ἔτσι γι’ αὐτὰ τὰ χέρια µονάχος περιπλανιέµαι
Τὰ χέρια, ποὺ µὲ τὰ δικά µου χέρια
τὴν ὄψη τοῦ κόσµου τὴν ἁµαρτωλή, µὲ τὶς ἕξι
κοφτερὲς γωνιές της, γιὰ πάντα θὰ σκεπάσουν
Ἄχ, ἂν µόνο βρισκόταν κάποιος ποιητὴς
καὶ στὴν πέτρα νὰ χάραζε τὶς λέξεις
Ἐν τῇ ἀγήρῳ µακαριότητι,
ἂν ἔστω ἕνα παιδὶ ὑπῆρχε ἐδῶ γύρω
ν’ ἀγγείλει τ’ Ἀνθεστήρια τῶν χρόνων τῆς ἄµµου
δὲν θὰ χρειαζόµουν τίποτα ἀπ’ ὅλα τοῦτα
Δὲν θὰ χρειαζόµουν καὶ τὸ τελευταῖο χέρι
ποὺ θὰ µὲ δείξει, λέγοντας: «αὐτὸν τὸν ἤξερα,
ἤτανε φίλος». Δὲν θὰ χρειαζόµουν
τίποτα. Αὐτὴ ἡ γῆ θὰ ἤτανε δική µου.
---------------------------------------
παραινεσεις για την θεραπεία της ψυχης
1.
Ἂν ὁ χρόνος ἐκπορθεῖτο,
στὴ θάλασσα θὰ ἐπιστρέφαµε
Ἐκεῖ, ἐκεῖ θὰ ἔλειωνε ἡ σάρκα µας ἀβοήθητη
Ἐκεῖ θὰ µέναµε γυµνοὶ καὶ µόνοι.
2.
Ποτὲ τὸν δρόµο δὲν δείχνουν οἱ νεκροὶ
οἱ νεκροὶ δὲν ξέρουν:
τὸ σκοτάδι µπροστά µας σκάβουν
ἄλλοτε γιὰ θάνατο κι ἄλλοτε γιὰ γέννα
Χαµήλωσε, λοιπόν, τοὺς ὤµους κι ἄκουγε
τὸν ἦχο τους ψηλὰ στὸν ἀέρα
Θὰ µάθεις ὅλη τὴν ἀλήθεια
σὰν τὸ ψάρι ποὺ πιάνεται στ’ ἀγκίστρι.
3.
Στάζει ὁ θάνατος
στάζει ἀπ’ τὶς καρδιὲς τῶν νεκρῶν
σ’ ἐκεῖνες τῶν ζωντανῶν
Αὐτὴ εἶναι ἡ τέλεια συµµαχία τῆς Ἀγάπης
Οἱ πάγοι λειώνουν, ὁ πυρετὸς
κι ὁ ἱδρώτας ξαναρχίζουν
καθὼς τὴ µαύρη χολὴ του καταπίνεις
Μὴν πεῖς: ἐγὼ εἶµαι ἄλλος
Μὴν πεῖς: θάνατος ὁ βαρὺς κάνθαρος
ποὺ ἀνάµεσα στ’ ἄστρα αἰωρεῖται.
4.
Ἡ καρέκλα δὲν εἶναι τραπέζι
Τὸ τραπέζι δὲν εἶναι τριαντάφυλλο
Τὸ τριαντάφυλλο δὲν εἶναι κυπαρίσσι
Τὸ κυπαρίσσι δὲν εἶναι φεγγάρι
Ξέχασε γρήγορα αὐτὴ τὴ γλώσσα ἂν θέλεις
πάνω στὶς ἑφτὰ νύχτες νὰ ὑψωθεῖς
µὲ τοῦ Ἀρνηµένου µεθώντας τὸ κρασί.
5.
O τρόµος τοῦ θηρευτῆ κι ὁ τρόµος τοῦ θηράµατος
εἶναι καὶ οἱ δυὸ ἀπαλλαγµένοι ἀπὸ κάθε ἁµαρτία
Γι’ αὐτό, δύσκολα τὸν ἕναν ἀπὸ τὸν ἄλλον ξεχωρίζεις:
Τὸ ἴδιο πυρακτωµένο πουκάµισο φορᾶνε
ποὺ ὑφάναν τὰ χέρια τῆς Ἀγάπης!
Κανεὶς τὸ πουκάµισο αὐτὸ δὲν µπορεῖ ἀπὸ πάνω του
νὰ βγάλει. Ἔτσι ὁ κόσµος µὲ µιὰ φωτιὰ µοιάζει
ποὺ ἂν ἔσβηνε ποτὲ, λάθος τοῦτο θὰ λογιζόταν
Ὄχι, λοιπόν, δὲν πρέπει Ἀγάπη νὰ σηµαίνει
σβήσιµο τοῦ τρόµου, ἀλλὰ ἀναγωγὴ τῆς θλίψης
ἀναγωγὴ τῆς κίνησης, στὴν ἐπιθυµία µας
νὰ ἐπιφέρουµε τὴ γαλήνη στὸν τροµαγµένο.
6.
Στὴ γέφυρα ποὺ χτίζεις καὶ δὲν πολυστολίζεις
γιατὶ πρέπει, ὢ ναί, ὡς γέφυρα πρέπει νὰ συνεχίσεις
Τώρα σ’ αὐτὴν προπάντων τὸ βῆµα σου ὁδήγα
Ξέρει ἕνα βραδυνὸ τραγούδι γιὰ τὸν ἔρωτα
Ξέρει τί περισώζει ὁ θάνατος ποὺ δὲν βλέπουµε.
-------------------------------------------------------------
Αναχωρηση
µὰ τοῦ εἶπα νὰ περιµένει·
µὲ προσήλωση τὴν ὥρα ἐκείνη
τὸ ἄσπρο ἔβαφα σκήνωµά του
Ἔτσι τὴ σπάνια σκέφτηκα λύπη:
τοῦ φεγγαριοῦ νὰ βλέπεις τὴ βούρτσα
καὶ τὴ µπογιά, ἐνῶ τὸ σῶµα
ἀκόµη χαίρεται τὸ ἀπόγευµα στὴ γῆ.
---------------------------------------------------------------------------------
Ο καθρεπτης
Ἀλλὰ δὲν πρόσεχα
ὅτι τὸν ἑαυτό µου προσπερνοῦσα
Ἕνα γεράκι, πές, σηµατωρό µου
εἶχα βαφτισµένο
ποὺ ὅσο κοντά µου τὸ καλοῦσα
τόσο µακρύτερα κείνο πετοῦσε
Κάποτε πορτούλα ἄνοιξα
στὴν ἄλλη τοῦ Χρόνου ἡλικία
κι οἱ γέροντες ἀκόµη
νέοι στὰ µάτια µου φανῆκαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου