Αρχή τής ύπαρξής μου η περιδίνηση
και τα πρώτα φιλιά. Και ιδού εγώ
ήλιος μικρός και γύρω μου
η αείροη νεφέλη.
Αχνίζει το νεόκοπο σώμα,
απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα,
με τους ατμούς τού θόλου μου
και της ψυχής μου τους κοχλασμούς,
για να πληρωθούν οι μασχάλες μου ύδατα,
γεωγέννητος
και τώρα
γεωφόρος.
Αποβάλλω στους πράσινους δρόμους
το κέλυφος το ασπιδοφόρο.
Και οι μέσα δαγκάνες με ανυψώνουν
στο μαλακό χώμα τής γόησσας γης
κι οι πατούσες αποτυπώνουν
τα πρώτα ίχνη
της περιδιάβασης.
Θαλπωρή ωαρίου το σώμα το Άχραντο
που με περιείχε
και βύζαινα την Αμάλθεια
με τα μαστάρια ξέχειλα ζωής
και τα χείλη ηδονικά στις ρώγες.
Έσκυψα και ντύθηκα μαζί σας το σαρκίο μου
κι άπλωσα στους καρπούς χέρια πολύκλαδα,
και στο χώμα ριζίδια χλωρά και
πορφυρές βύθισα ρίζες
και ευφραινόμουν την ευφροσύνη την πλούσια,
συνδαιτυμόνες μου,
αδέλφια τής κοινής Μητέρας
και του πατέρα τού άγνωστου.
Κι έπαιζα κύκλους και κλωθο-
γύριζα, μεθυσμένος που άγγιξα τη ζεστή -
μες στο αίμα τού τάραντου
και των ψαριών το σπαρτάρισμα,
καθώς μέσα σε φλόγες -
καρδιά σας.
Φως και φτερό στ' ανάλαφρα γόνατα,
κύκλιοι χοροί και κραυγές τερψιλαρύγγιες
στις άγριες ρεματιές και στα δασιά μουστάκια
ή
τα σείστρα των γοφών
και το φεγγάρι τής παρθένας μήτρας
σε έκσταση.
Κυκλοδίωκτο σπέρμα στις ζεστές λαγόνες των γυναικών
τους ομοίους μου γέννησα αδελφούς κι αδελφές μου.
Και πορεύτηκα τη χλόη με τον ήλιο παραμάσχαλα
και καβάλα στον τράχηλο τον κοινό μας απόγονο τον αντίμαχο
που θα γευόταν
τη σάρκα και το αίμα
του αδελφού του.
Κι έσκυψα κι είδα τα παγόβουνα μέσα μου
και τη λάβα που πέτρωσε το κόκκινο αίμα.
Κι η μητέρα Γη δεν είχε να μου στρώσει τραπέζι
και το πρώτο μαχαίρι ανήμπορο
να μοιράσει βολβούς.
Δεινόσαυρων πτώματα και βροντόσαυρων ρόγχοι
κι ένα βράδυ κόκκινο ατέρμονου πυρετού
κι άγριο το μάτι τής Άβυσσος
στις πρώτες εκλείψεις τής μέρας.
Κι ήρθε και στάθηκε πάνω μου
αμείλικτο το πνεύμα τής Ανάγκης.
Τράβηξε με το μαύρο της δάχτυλο
βουτηγμένο στη λάβα
τη γραμμή που χώριζε τον κύκλο στα δυο.
Κι είδα πως άλλος ήμουν εγώ
κι είδα πως άλλος ήταν ο διπλανός
και τον ξεχώρισα.
Κι ευθύς ο σπαραγμός στα σωθικά
κι ευθύς το μαχαίρι στον καινούργιο μας στόχο,
Άβελ, Άβελ -ή όπως αλλιώς-
καιρός να λιγοστέψουμε,
καιρός να πολλαπλασιάσουμε τα πράγματα.
Και είναι Δέντρο αυτό
και Στάχυς το άλλο
και Βότρυς.
Και είναι η κόρη αυτή
που πλαγιάζει το σπέρμα μου
στην καινούργια τροχιά τής δικής μου καλύβας.
Ο Ζυγός κάπου θα κλίνει
και ψηλά ανεβάζοντας το πελώριο το τάσι,
Σελήνη και Ήλιος,
τη σπορά των θεών θα επικαλεστώ
και κάτω χαμηλά
των ολιγόζωων βροτών οι σπόνδυλοι
θα υψώσουν πυραμίδες, ναούς και μαυσωλεία
στο ύψος τού ελεύθερου μετώπου.
Και θα βάλω φτερά
ότι με γοητεύει η πτώση μου,
και θα βάλω αλυσίδες στον σκλάβο μου αδελφό,
τι πώς αλλιώς θα τον ελευθερώσω;
Ο δούλος εγώ
που έγινα αφέντης
σε δούλους
που θα γίνουν
αφέντες μου.
Το Τόξο η εξουσία μου κι ο Πέλεκυς,
τα πρώτα ιερογλυφικά
και οι χρησμοί
μαζί με την εξ ύψους παρηγοριά.
Και σκιάζω τους υποτακτικούς μου και τους δίνω
τα όπλα που στεριώνουν
τα καλά και συμφέροντα.
Κι ο τροχός γυρίζει μέσα στα χέρια μου.
Χτυπώ με το πόδι το τύμπανο το πελώριο της γης
και κρατώ στα δόντια το μαχαίρι τού πυρρίχιου
και στις μετόπες ψηλά τις οπλές των αλόγων.
Και ρυθμός της Ανάγκης
πολυσήμαντος παλίντονος αρμονία τής καιομένης βάτου,
άσμα χορευτικό τής πυρκαγιάς,
που σέρνει και βλασταίνει το Ρόδο
στο κέρας το μοναδικό τής εξουσίας.
Και μέσ' απ' το χορό ανεβαίνω απελεύθερος
με κρασί τού Διόνυσου
και το ζεστό το αίμα των Μαινάδων.
Με τους θύρσους στο χέρι
και παρέα τους Κορύβαντες
πάνω χύνομαι στις ροές των κυμάτων
κι ο κηρόδετος αυλός συνταιριάζει
το ρυθμό των ελάτινων κουπιών.
Γεμίζουν φτερά τα πελάγη
και σωρεύω τα πλούτη
που κινούν τους τροχούς
των μεγάλων αλλαγών.
Το κορμί μου στη φάμπρικα
κι η γυναίκα
κι η πρώτη μου τρυφερή σπορά στον αφέντη μου.
Δικό μου τίποτα.
Μονάχα η πίστη στη βουλή τού Ουράνιου Πατέρα
κι ο παραδείσιος ο τόπος ο χλοερός.
Βρίζω το αρχοντολόι
κι αναδεύουν γερακίσια φτερά
τα δασιά μου μουστάκια.
Οι αντένες στα μπράτσα μου
κι οι τροχαλίες
που αναποδογυρίζουν
τ' απάνω κάτω
το χώμα τού κόσμου.
Και στύβω στις μηχανές τον ιδρώτα
και πλάθω
ιδέες και μονέδα
να ξαγοράσω ακίνδυνα
την υποταγή,
ο πριν δουλοπάροικος
και νυν αφέντης.
και τα πρώτα φιλιά. Και ιδού εγώ
ήλιος μικρός και γύρω μου
η αείροη νεφέλη.
Αχνίζει το νεόκοπο σώμα,
απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα,
με τους ατμούς τού θόλου μου
και της ψυχής μου τους κοχλασμούς,
για να πληρωθούν οι μασχάλες μου ύδατα,
γεωγέννητος
και τώρα
γεωφόρος.
Αποβάλλω στους πράσινους δρόμους
το κέλυφος το ασπιδοφόρο.
Και οι μέσα δαγκάνες με ανυψώνουν
στο μαλακό χώμα τής γόησσας γης
κι οι πατούσες αποτυπώνουν
τα πρώτα ίχνη
της περιδιάβασης.
Θαλπωρή ωαρίου το σώμα το Άχραντο
που με περιείχε
και βύζαινα την Αμάλθεια
με τα μαστάρια ξέχειλα ζωής
και τα χείλη ηδονικά στις ρώγες.
Έσκυψα και ντύθηκα μαζί σας το σαρκίο μου
κι άπλωσα στους καρπούς χέρια πολύκλαδα,
και στο χώμα ριζίδια χλωρά και
πορφυρές βύθισα ρίζες
και ευφραινόμουν την ευφροσύνη την πλούσια,
συνδαιτυμόνες μου,
αδέλφια τής κοινής Μητέρας
και του πατέρα τού άγνωστου.
Κι έπαιζα κύκλους και κλωθο-
γύριζα, μεθυσμένος που άγγιξα τη ζεστή -
μες στο αίμα τού τάραντου
και των ψαριών το σπαρτάρισμα,
καθώς μέσα σε φλόγες -
καρδιά σας.
Φως και φτερό στ' ανάλαφρα γόνατα,
κύκλιοι χοροί και κραυγές τερψιλαρύγγιες
στις άγριες ρεματιές και στα δασιά μουστάκια
ή
τα σείστρα των γοφών
και το φεγγάρι τής παρθένας μήτρας
σε έκσταση.
Κυκλοδίωκτο σπέρμα στις ζεστές λαγόνες των γυναικών
τους ομοίους μου γέννησα αδελφούς κι αδελφές μου.
Και πορεύτηκα τη χλόη με τον ήλιο παραμάσχαλα
και καβάλα στον τράχηλο τον κοινό μας απόγονο τον αντίμαχο
που θα γευόταν
τη σάρκα και το αίμα
του αδελφού του.
Κι έσκυψα κι είδα τα παγόβουνα μέσα μου
και τη λάβα που πέτρωσε το κόκκινο αίμα.
Κι η μητέρα Γη δεν είχε να μου στρώσει τραπέζι
και το πρώτο μαχαίρι ανήμπορο
να μοιράσει βολβούς.
Δεινόσαυρων πτώματα και βροντόσαυρων ρόγχοι
κι ένα βράδυ κόκκινο ατέρμονου πυρετού
κι άγριο το μάτι τής Άβυσσος
στις πρώτες εκλείψεις τής μέρας.
Κι ήρθε και στάθηκε πάνω μου
αμείλικτο το πνεύμα τής Ανάγκης.
Τράβηξε με το μαύρο της δάχτυλο
βουτηγμένο στη λάβα
τη γραμμή που χώριζε τον κύκλο στα δυο.
Κι είδα πως άλλος ήμουν εγώ
κι είδα πως άλλος ήταν ο διπλανός
και τον ξεχώρισα.
Κι ευθύς ο σπαραγμός στα σωθικά
κι ευθύς το μαχαίρι στον καινούργιο μας στόχο,
Άβελ, Άβελ -ή όπως αλλιώς-
καιρός να λιγοστέψουμε,
καιρός να πολλαπλασιάσουμε τα πράγματα.
Και είναι Δέντρο αυτό
και Στάχυς το άλλο
και Βότρυς.
Και είναι η κόρη αυτή
που πλαγιάζει το σπέρμα μου
στην καινούργια τροχιά τής δικής μου καλύβας.
Ο Ζυγός κάπου θα κλίνει
και ψηλά ανεβάζοντας το πελώριο το τάσι,
Σελήνη και Ήλιος,
τη σπορά των θεών θα επικαλεστώ
και κάτω χαμηλά
των ολιγόζωων βροτών οι σπόνδυλοι
θα υψώσουν πυραμίδες, ναούς και μαυσωλεία
στο ύψος τού ελεύθερου μετώπου.
Και θα βάλω φτερά
ότι με γοητεύει η πτώση μου,
και θα βάλω αλυσίδες στον σκλάβο μου αδελφό,
τι πώς αλλιώς θα τον ελευθερώσω;
Ο δούλος εγώ
που έγινα αφέντης
σε δούλους
που θα γίνουν
αφέντες μου.
Το Τόξο η εξουσία μου κι ο Πέλεκυς,
τα πρώτα ιερογλυφικά
και οι χρησμοί
μαζί με την εξ ύψους παρηγοριά.
Και σκιάζω τους υποτακτικούς μου και τους δίνω
τα όπλα που στεριώνουν
τα καλά και συμφέροντα.
Κι ο τροχός γυρίζει μέσα στα χέρια μου.
Χτυπώ με το πόδι το τύμπανο το πελώριο της γης
και κρατώ στα δόντια το μαχαίρι τού πυρρίχιου
και στις μετόπες ψηλά τις οπλές των αλόγων.
Και ρυθμός της Ανάγκης
πολυσήμαντος παλίντονος αρμονία τής καιομένης βάτου,
άσμα χορευτικό τής πυρκαγιάς,
που σέρνει και βλασταίνει το Ρόδο
στο κέρας το μοναδικό τής εξουσίας.
Και μέσ' απ' το χορό ανεβαίνω απελεύθερος
με κρασί τού Διόνυσου
και το ζεστό το αίμα των Μαινάδων.
Με τους θύρσους στο χέρι
και παρέα τους Κορύβαντες
πάνω χύνομαι στις ροές των κυμάτων
κι ο κηρόδετος αυλός συνταιριάζει
το ρυθμό των ελάτινων κουπιών.
Γεμίζουν φτερά τα πελάγη
και σωρεύω τα πλούτη
που κινούν τους τροχούς
των μεγάλων αλλαγών.
Το κορμί μου στη φάμπρικα
κι η γυναίκα
κι η πρώτη μου τρυφερή σπορά στον αφέντη μου.
Δικό μου τίποτα.
Μονάχα η πίστη στη βουλή τού Ουράνιου Πατέρα
κι ο παραδείσιος ο τόπος ο χλοερός.
Βρίζω το αρχοντολόι
κι αναδεύουν γερακίσια φτερά
τα δασιά μου μουστάκια.
Οι αντένες στα μπράτσα μου
κι οι τροχαλίες
που αναποδογυρίζουν
τ' απάνω κάτω
το χώμα τού κόσμου.
Και στύβω στις μηχανές τον ιδρώτα
και πλάθω
ιδέες και μονέδα
να ξαγοράσω ακίνδυνα
την υποταγή,
ο πριν δουλοπάροικος
και νυν αφέντης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου