χαράζει η μέρα
άνθος γαρδένιας
από ζεστό ψωμί
στη χόβολη των άστρων
ψήνουν καφέ οι έρωτες
μ’ έναν καημό
οι δρόμοι γίνονται ξανά διασταυρώσεις
κι ένα κλειδί
διαβάζει αριθμούς πάνω απ’ τις πόρτες
κι εγώ γυρεύω εσένα
πιο λυπημένος κι απ’ τους κάμπους
μετά το θερισμό
κι ούτ’ ένα δρεπάνι δε λείπει
από τούτο τον πόνο
---
σε τούτο εδώ το ποίημα
έχω φυλάξει μαρτυρίες καθρεφτών
ιστορικά φωνών αόρατων
κι ανάσες ποτηριών θρυμματισμένες
μα δε ζητώ να μάθω
τη γλώσσα των πουλιών που ’χεις σκοτώσει
---
αργά έμαθα να φεύγω
με μια σφαίρα πανσέληνου
στ’ ολόμαυρο στήθος της νύχτας μου
αντίο
αντίο χρόνια όμορφα
σε σένα που φέραν τα χέρια σου
ένα μετέωρο ψυχής πάνω απ’ την άβυσσο
στο νέο που υπήρξα
αντίο
άσε με τώρα να μελετώ
θανάτους γυναικών που αγαπήθηκαν
τα βράδια οι νεκροί να με τρομάζουν
που μεσ’ απ’ το μηδέν του γέλιου τους γυρνούν
μία πικρή ακολουθία υακίνθων
έναν καημό
έναν κόσμο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου