Ένα χαμένο κορμί
είναι ο ιδανικός μουσαφίρης.
Κάθεται και δεν πιάνει
χώρο στον καναπέ.
Αποπατεί και δεν λερώνει.
Αντιμετωπίζει το μόχθο
και τα κειμήλια εκατό χρόνων
οικογενειακής ζωής σαν ένα
σκηνικό που στήθηκε
για τις ανάγκες της παραμονής του.
Μόνον όταν αποχωρεί
τρομάζουν οι οικοδεσπότες.
Για τέσσερις μέρες
φιλοξενούσαν ένα φάντασμα.
----
Μεταποιούνται ενδύματα
φωνάζει μια επιγραφή
κάτω απ’ το γραφείο μου.
Έχει μακριά μανίκια,
αυτό το πουκάμισο.
Αυτό το σακάκι
φαίνεται ρηχό σ’ εμένα
που δεν έχω πλάτες.
Λέω να πάω να τους βρω.
Να μεταποιήσουν επιτέλους
το κορμί μου,
μπας και γίνει ζωή.
----
Ξεχειλίζω απ’ αγάπη.
Σαν το σάλιο που κρέμεται
σε χείλη βρέφους που κοιμάται
στην αγκαλιά της γιαγιάς του.
Γυμνοσάλιαγκας
σ’ αρχαίο μάρμαρο.
Βήχας ασθματικού
που του φράζουν το στόμα
τα σάλια και δεν μπορούν
να γίνουν φλέμα,
να τα φτύσει. Όλο λέω
να την φτύσω την αγάπη
κι ακόμα δεν μπορώ.
Γεροσαλιάρης.
----
Πρόσωπα σπαταλημένα ελαφρώς
με ανεμελιά και χάρη
μια εποχή που κατόρθωσε
ν’ αγγίξει μια συνετώς φυλαγμένη
πτυχή μας,
που χάθηκε κι αυτή
μαζί με όλα τ’ άλλα,
αφήνοντας μόνον την αθωότητά μας
ανεπιθύμητη φωτογραφία
μοναδική κληρονομιά στο μέλλον.
----
Έχασα τις βαρείες
τις περισπωμένες,
εκείνη την υπογεγραμμένη
κάτω απ’ το βαθύ ωμέγα.
Έχασα τις δασυνόμενες
λέξεις, τα δασύτριχα
εφηβαία. Τώρα που όλες
τα ξυρίζετε και γίνατε
ανορθόγραφες συντόνισα
τις στύσεις μου κι εγώ
στο μονοτονικό.
---
Ένας άντρας με το σκύλο του
στην αποβάθρα του Ναυπλίου,
Άνοιξη Κυριακή
δεν θυμάται καν αν αγάπησε,
αν τον αγάπησαν, αν είχε δεθεί
με όρκους και φιλιά
στα κάλλη, σαν το σκυλί
στην αλυσίδα του, και προχωράει:
οι γυναίκες συγχωρούνται εν ζωή,
οι άντρες μετά θάνατον.
----
Έστρωσα το τραπέζι για έναν.
Για μένα. Άναψα την τιβί.
Κάθισα. Για να σωθεί ο καπιταλισμός
απαιτούνται θυσίες απ’ όλους μας.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ρωτούσες
αν μπορούσες να περάσεις.
Μπορούσες. Έσβησα την τιβί.
Σηκώθηκα. Ο καπιταλισμός
αιμορραγεί και πεθαίνει. Είπα.
Άλλαξα τραπεζομάντιλο.
Έστρωσα το τραπέζι για δύο.
----
είναι ο ιδανικός μουσαφίρης.
Κάθεται και δεν πιάνει
χώρο στον καναπέ.
Αποπατεί και δεν λερώνει.
Αντιμετωπίζει το μόχθο
και τα κειμήλια εκατό χρόνων
οικογενειακής ζωής σαν ένα
σκηνικό που στήθηκε
για τις ανάγκες της παραμονής του.
Μόνον όταν αποχωρεί
τρομάζουν οι οικοδεσπότες.
Για τέσσερις μέρες
φιλοξενούσαν ένα φάντασμα.
----
Μεταποιούνται ενδύματα
φωνάζει μια επιγραφή
κάτω απ’ το γραφείο μου.
Έχει μακριά μανίκια,
αυτό το πουκάμισο.
Αυτό το σακάκι
φαίνεται ρηχό σ’ εμένα
που δεν έχω πλάτες.
Λέω να πάω να τους βρω.
Να μεταποιήσουν επιτέλους
το κορμί μου,
μπας και γίνει ζωή.
----
Ξεχειλίζω απ’ αγάπη.
Σαν το σάλιο που κρέμεται
σε χείλη βρέφους που κοιμάται
στην αγκαλιά της γιαγιάς του.
Γυμνοσάλιαγκας
σ’ αρχαίο μάρμαρο.
Βήχας ασθματικού
που του φράζουν το στόμα
τα σάλια και δεν μπορούν
να γίνουν φλέμα,
να τα φτύσει. Όλο λέω
να την φτύσω την αγάπη
κι ακόμα δεν μπορώ.
Γεροσαλιάρης.
----
Πρόσωπα σπαταλημένα ελαφρώς
με ανεμελιά και χάρη
μια εποχή που κατόρθωσε
ν’ αγγίξει μια συνετώς φυλαγμένη
πτυχή μας,
που χάθηκε κι αυτή
μαζί με όλα τ’ άλλα,
αφήνοντας μόνον την αθωότητά μας
ανεπιθύμητη φωτογραφία
μοναδική κληρονομιά στο μέλλον.
----
Έχασα τις βαρείες
τις περισπωμένες,
εκείνη την υπογεγραμμένη
κάτω απ’ το βαθύ ωμέγα.
Έχασα τις δασυνόμενες
λέξεις, τα δασύτριχα
εφηβαία. Τώρα που όλες
τα ξυρίζετε και γίνατε
ανορθόγραφες συντόνισα
τις στύσεις μου κι εγώ
στο μονοτονικό.
---
Ένας άντρας με το σκύλο του
στην αποβάθρα του Ναυπλίου,
Άνοιξη Κυριακή
δεν θυμάται καν αν αγάπησε,
αν τον αγάπησαν, αν είχε δεθεί
με όρκους και φιλιά
στα κάλλη, σαν το σκυλί
στην αλυσίδα του, και προχωράει:
οι γυναίκες συγχωρούνται εν ζωή,
οι άντρες μετά θάνατον.
----
Έστρωσα το τραπέζι για έναν.
Τέσσερις είναι οι εποχές του χρόνου.
Μια εποχή για την επανάσταση.
Μια εποχή που θρηνεί την επανάσταση.
Μια εποχή που νοσταλγεί την επανάσταση.
Μια εποχή που προετοιμάζει την επανάσταση:
η δικιά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου