Ο κόσμος οσμίζεται-
μύρισε καμένο!
Έστειλαν κάποιους.
Λάμπουν!
Κάσκες!
Απίθανες μποτάρες!
Πέστε στους πυροσβέστες:
στη φλεγόμενη καρδιά μπαίνουν με χάδια.
Εγώ ο ίδιος
τα δακρυσμένα μάτια μου βαρέλια θα κυλήσω.
Αφήστε στα πλευρά μου να ακουμπήσω.
Πετιέμαι!Πετιέμαι!Πετιέμαι!
Γκρεμίστηκαν.
Δεν πετιέσαι έξω από την καρδιά σου!
Στο φλεγόμενο πρόσωπο
απ'τη σχισμάδα των χειλιών
βγήκε ένα απανθρακωμένο φιλάκι που βιάζεται να μεγαλώσει.
Μαμά!
Να τραγουδήσω δεν μπορώ.
Στην εκκλησούλα της καρδιάς μου είναι πιασμένο
το στασίδι!
Καμένες μορφές λέξεων και αριθμών
βγαίνουν από το κρανίο μου
σαν παιδιά από σπίτι που καίγεται.
Έτσι όπως ο φόβος
για να πιαστούν στον ουρανό
τέντωσε
τα καιόμενα χέρια του Λουζιτάνια.
Στον κόσμο που τρέμει
στων διαμερισμάτων την ησυχία
εκατόφθαλμη λάμψη ορμά απ'το περβάζι.
Τελευταία μου κραυγή,-
τουλάχιστον εσύ
πως καίομαι, φώναξε το στους αιώνες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου