Γυμνά τα πέλματα, οι φτέρνες, δοκιμασμένος ο αστράγαλος πιο πάνω, ορατές
όλες οι φλέβες, ανατριχιάζοντας ξυπόλυτος
όλες οι φλέβες, ανατριχιάζοντας ξυπόλυτος
- το ένα πόδι στην βρεγμένη άμμο με τις δώδεκα χιλιάδες πεθαμένες αχιβάδες,
φύκια ξερά, εκεί που άλλαζε πλευρό συνέχεια η γυμνή γυναίκα κι ο ήλιος
τη ζεμάτιζε, την αγαπούσε,
φύκια ξερά, εκεί που άλλαζε πλευρό συνέχεια η γυμνή γυναίκα κι ο ήλιος
τη ζεμάτιζε, την αγαπούσε,
το άλλο πόδι στο κυματάκι, λίγο, μια σταλιά, γουλιά-γουλιά να έρχεται,
να φεύγει, να ξανάρχεται, αιώνες τώρα.
να φεύγει, να ξανάρχεται, αιώνες τώρα.
Ακόμη πιο βαθειά, ακούω πεντακάθαρα:
η θάλασσα – πολλά φουστάνια, μισοφόρια δαντελωτά, τσιτσίδι εν τούτοις,
η αθεόφοβη.
η αθεόφοβη.
Γνωρίζω πως τα βοτσαλάκια κάτω από νυχτερινά πατήματα ερωτευμένων
ελειάνθησαν (πολλές περαντζάδες πάνω-κάτω, χέρι-χέρι), τρίβοντας το ένα το
άλλο ελειάνθησαν.
Έρχεται το νερό κατόπιν – δροσιά στην κάψα της γυαλάδας τους, κι ευθύς
αμέσως πάλι οι τριγμοί (αφή, ανίκητο μυστήριο, πολλά τραγούδια ξέρεις), οι
λυγμοί, οι σκληρύνσεις, οι καταποντισμοί,
ελειάνθησαν (πολλές περαντζάδες πάνω-κάτω, χέρι-χέρι), τρίβοντας το ένα το
άλλο ελειάνθησαν.
Έρχεται το νερό κατόπιν – δροσιά στην κάψα της γυαλάδας τους, κι ευθύς
αμέσως πάλι οι τριγμοί (αφή, ανίκητο μυστήριο, πολλά τραγούδια ξέρεις), οι
λυγμοί, οι σκληρύνσεις, οι καταποντισμοί,
όλο και κάποιο παροπλισμένο τρεχαντήρι θα αρέσκεται να βλέπει (τρίμματα,
θρύψαλα, διάττοντες η παλαιά μπογιά του),
θρύψαλα, διάττοντες η παλαιά μπογιά του),
όλο και κάποιο φως – η σελήνη, ας πούμε, τυχαία τάχα, ένα κλεφτοφάναρο
(τρεμίζων κύκλος), καθυστερεί
(τρεμίζων κύκλος), καθυστερεί
κι έτσι όπως είναι μουσκεμένα λάμπουνε πάνω τους οι κεραμιδιές ραβδώσεις,
η απαλότης των φαιών, τα κάθιδρα πρασινάκια, εκείνα που μοιάζουν με εντόσθια
βιαίως ξεπαρθενεμένου στρειδιού (άλλο πάλι κι ετούτο!): όλα με τις Πλειάδες στους
οφθαλμούς τους.
η απαλότης των φαιών, τα κάθιδρα πρασινάκια, εκείνα που μοιάζουν με εντόσθια
βιαίως ξεπαρθενεμένου στρειδιού (άλλο πάλι κι ετούτο!): όλα με τις Πλειάδες στους
οφθαλμούς τους.
Τι νύχτα
ατόφια σε μια χούφτα βότσαλα, σε δύο χούφτες νερό θαλάσσης αλμυρό
τι νύχτα
άνευ προηγουμένου…
«Ο Θεός», συλλογάμαι, «συντελείται διαρκώς».
Συλλογάμαι πως ζούμε την Συντέλεια, ενώ την αναμένουμε, οι αδαείς, να φανεί:
πόδι με μπότα, μπαμ και κάτω. Ενώ κατ’ ουσίαν είναι ήδη εδώ. Όπως και πριν
ήταν εδώ. Όπως θα είναι και μετά εδώ. Αδιαλείπτως:
πόδι με μπότα, μπαμ και κάτω. Ενώ κατ’ ουσίαν είναι ήδη εδώ. Όπως και πριν
ήταν εδώ. Όπως θα είναι και μετά εδώ. Αδιαλείπτως:
πόδι ξυπόλυτο,
σαν το δικό μου
στο κυματάκι.
το βρήκαμε στο στο facebook απ’ όπου και αναδημοσιεύεται εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου