Σελίδες

Σάββατο 9 Μαρτίου 2013

Τεφροδόχος

Οι φλέβες του θεού (απόσπ.)

Αλλά καθώς προείπαν
στα παληά πανηγύρια της εξοχής
οι πραματευτάδες
οι γελωτοποιοί και οι αλήτες
βόρειοι πανίσχυροι Άνεμοι
αλαλάζοντες εξεχύθυκαν
τα χόρτα και η βλάστηση όλη
αναστέναξαν
όρμησαν τα αιμάτινα
φριχτά μαλλιά της Φωτιάς
από τις σεμνές δενδρώδεις πλαγιές
οργίστηκεν η θάλασσα
και στους βράχους εβλαστήμησε
ημερονύκτια τρία
σαρκοφάγα πτερέοντα
αρπακτικά
από βροντή και σίδηρον
εξέσκισαν
τα πετεινά του Ουρανού
και έτριζεν από φόβο
το κωδωνοστάσιο
στο εξωκλήσι της Ελεούσας Παρθένου
κ’ ετότες εφάνηκαν
οι επικατάρατοι κυνηγοί
τυλιγμένοι σε φαιούς επενδύτες
με κείνα τα μισά χάλκινα
φεγγάρια στο κεφάλι
από χείλη σκοτεινά σπηλαιώδη
έβγαιναν κοφτερά θρύψαλα χιονιού
και κρύος ατμός
-έγινεν ο τόπος γόος και χους
γόος και χους-
και τα κίτρινα ραβδιά
των οδοιπόρων
με τα χαμηλόφωτα μάτια
της υπομονής
τα ετσάκισαν οι αδίστακτοι
και ιδού
στα σκεβρωμένα δένδρα του καημού
εκρέμασαν τους οδοιπόρους

Κι ολοένα εφούσκωναν
των πυρομανών οι φωνές
και υψηλά στην ακρούλα
άρπαξαν δυνατά
τις πλεξούδες της κόρης
με τα δόντια τις έκοψαν
και τις πήραν
άρπαξαν δυνατά
το πουκάμισό της
και το επήραν
και η κόρη απόμεινε
Πελαγία ονόματι
γυμνή και ωσάν από πέτρα
με τους μηρούς αιματόβρεχτους
κι ολοτρέμοντες
και είδε και είδε
από τα δάχτυλά της να εκτινάσσεται
το αθώον εργόχειρο
λευκό κυματιστό πουλί σκοτωμένο
μες στους ογκώδεις καπνούς
να βυθίζεται
και τα επούρανα ερράγισαν
και εφάνηκαν οι μεγάλες
οι κατακόκκινες φλέβες του Θεού
και η Πελαγία
-στο κατώφλι της έσβυσε
το χαμομήλι κι ο δυόσμος-
ολίγο κατ’ ολίγον
σωριάστηκε
ούρλιαξε και απέθανε

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου