Τη μέρα που γεννήθηκες
και γιόμισες την πλάση
το μπόι σου δε χώραγε
την πόρτα να περάσει.
Κοιμάσαι λιονταρόπουλο
κι ο ύπνος σου δε θρέφει
και τ’ άγρια μεσάνυχτα
κρυφός καημός σου γνέφει.
Ξύπνα ν’ ακούσεις τη φωνή
που σήκωσαν τ’ αγρίμια
τα ήμερα κρυφτήκανε
και βγήκαν τα θρασίμια.
Να πάρεις λιονταρόπουλο
τη δημοσιά να φτάσεις
κι αν εύρεις κόσμο ξέγνοιαστο
την ώρα σου μη χάσεις.
Μη λυπηθείς τη μάνα σου
τ’ αδέρφια σου, κανένα
κι αν χρειαστεί στο δρόμο σου
μη λυπηθείς και μένα.
και γιόμισες την πλάση
το μπόι σου δε χώραγε
την πόρτα να περάσει.
Κοιμάσαι λιονταρόπουλο
κι ο ύπνος σου δε θρέφει
και τ’ άγρια μεσάνυχτα
κρυφός καημός σου γνέφει.
Ξύπνα ν’ ακούσεις τη φωνή
που σήκωσαν τ’ αγρίμια
τα ήμερα κρυφτήκανε
και βγήκαν τα θρασίμια.
Να πάρεις λιονταρόπουλο
τη δημοσιά να φτάσεις
κι αν εύρεις κόσμο ξέγνοιαστο
την ώρα σου μη χάσεις.
Μη λυπηθείς τη μάνα σου
τ’ αδέρφια σου, κανένα
κι αν χρειαστεί στο δρόμο σου
μη λυπηθείς και μένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου