Καρέκλες στην αυλή κι ανθρώποι γίναν ένα
-σαν τους χωριάτες μες στο χάνι, όπου βρεθεί·
(μα εδώ ψηλά κανένας δε με βλέπει εμένα).
Στην άκρη ξεχωρίζει κόκκινο βαθύ.
Κάθεται, ξέρω, εκεί στου κάγκελου το ξύλο,
σα να μην ήθελε και σα να μη μπορεί.
Βιάζεται, βιάζεται κι αυτή να πιάσει φίλο,
μα, Θε μου, τι να της ειπείς που’ναι μικρή;
Φαίνεται ακόμα, χτυπητό στην ώρα χρώμα,
κάτου απ’ τα κεραμίδια τα κιτρινωπά.
Δεν τη φιλούσα με το ζόρι μες στο στόμα,
να λέγω τώρα πως κι εκείνη μ’ αγαπά;
Σουρούπωσε. Άμα δε βλέπει άλλο το μάτι,
θα πάω σφυρίζοντας στην άκρη στο γκρεμό.
Σγουρά μου πεύκα, εγώ είμαι γιος του Νυχτοπάτη
που δεν του μάθανε κανένας το χαμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου