Τὰ κύματα σὲ γύμνωσαν καὶ σ’ ἔχουν φέρει
Κατάντικρυ στὰ διάφανα τοπία καὶ φύκια
Μέσα σου ἀκόμη ἀχνίζει τὸ νωπὸ μαντήλι
Τοῦ γυρισμοῦ σου, ποὺ βοσκάει τὸ μεσημέρι
Τὸ ρίγος πέρασε ἀπ’ τὴ σάρκα ὡς τὰ σκουλήκια
Ἀπὸ τὸν ὥριμο οὐρανὸ πέφτουν τ’ ἀστέρια
Τὰ μέτωπα χτυποῦν κι ἀπὸ τὸν κάθε χτύπο
Κορυδαλλοὶ πετοῦν στῶν κοριτσιῶν τὰ βρύα
Στὴν παχυλὴ γαλήνη ψάχνονται τὰ χέρια
M’ ἀντὶ νὰ βροῦν αὐγὴ γυρνοῦν στὸν κῆπο
Μιὰ γούρνα ὑμνολογοῦν κι ἐνὸς καρποῦ τὸ μέλι
Ἀπὸ τὶς ρίζες μιὰ ζητωκραυγὴ ἀνεβαίνει
Χρώματα μύρια κρέμασε τὸ συντριβάνι
Τὴ μέλισσά του ἕνας ἀνθὸς ἄσπρος τὴ θέλει
Μὲ κάτι μέσα μου ἕνας τζίτζικας μὲ δένει
Ξανὰ θ’ ἀστράψει ἡ σκέψη ἀπὸ γδυτὴ γαλήνη
Ζητώντας ἄλλα χώματα ’λαφριά στ’ ἀστέρια
Τὰ δάχτυλα νὰ γίνουνε μουσικὰ ράμφη
Χαρά μου! νὰ μὲ στάζεις ὕδωρ γλυκειὰ κρήνη
Καὶ γύρω μου νὰ φέρνεις ἀγριοπεριστέρια
Ὢ πιὸ μακριὰ ἀπ’ τὸ πέλαγο πετρώνουν ὕπνοι
Ὕπνοι πετρώνουν σὲ νησάκια ἀπὸ κοράλια
Σὲ μιὰ ὑακίνθινη μεριὰ τῆς γῆς χορταίνουν
Ἀνθοὶ μὲ μάτια παιδικά· τὸ πρωτοΰπνι
Στὰ νέφη στέλνουνε δροσιὲς τὰ πορτοκάλια
Τί κύματα τί λίμνες τί πλωτὰ ποτάμια
Τί θημωνιὲς ἀέρινες στοῦ ἥλιου τὴ μάχη
Μὲς στὰ νερὰ τὰ πρόσχαρα κυκλοφοροῦνε
Ματιὲς ἀπ’ τῶν παραθυριῶν τὰ θαμπὰ τζάμια
Φωνὲς ἀπὸ τὰ βήματα κι ἀπὸ τὸ στάχυ
Φεγγάρια ἀπογευματινὰ στὰ μονοπάτια
Στ’ αὐτιὰ τῶν θάμνων κρεμασμένα σκουλαρίκια
Καὶ κάπου ἐκεῖ φεγγοβολὲς φυγῆς κρυμμένες
Ποὺ τὶς τσιμποῦν ράμφη πουλιῶν καὶ μάτια
Χιλιάδες φεύγουν ἀπὸ μέσα μου καΐκια
Τί κύματα τί λίμνες τί πλωτὰ ποτάμια
Γράφουν στῆς γῆς τὴν πίκρα τοῦ καιροῦ τὸ χάρτη
Ὅσο κι ἂν σπέρνονται στὴ σκέψη δροσεράνθια
Κι ὅσο κι ἂν φτιάνει αὐλοὺς ἡ μοίρα ἀπὸ καλάμια
Πάντα θὰ κρύβεται ἀπό μᾶς ἕνα κατάρτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου