Σελίδες

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

Τα στερνά της αυγής (απόσπασμα 2)

Εκείνοι που πρόδωσαν, για τ΄αργύρια και το χρήμα στης σκλαβιάς τους το μίζερο θ΄απομείνουν, κι απάνω στην εποχή που δεν έχει για να μοιράσει θ΄αρχίσουνε να παραπατάνε όπως οι ετοιμοθάνατοι, με το μολύβι στα στήθια, ανταμοιβή στη βλακεία. Έδωσε τα μισά υπάρχοντά του πιά ο καθείς στην αναίδεια, κι άν τα λόγια δραπετεύουν απο τα χείλη ξελογιάζοντας τις βραδυές, στα σιγανά - στα σιωπηλά θα αναληφτούν οι αλήθειες την ώρα που θα έχει το χέρι του ο Θεός στο μέτωπό μας. κι ο θάνατος πιασμένος θα είναι, χέρι με χέρι με τη ζωή, πράμα που στα πιό άσχημα συμβαίνει.
Έλα, και τι να πούνε οι άλλοι; πως να φωνάξουν και να ονομάσουν αυτό που δεν φαίνεται, κι όμως είναι απο μακριά ορατό, βαθειά μέσα μας. Ακόμα μοιάζεις με "κλέφτη" της άνοιξης που σέρνει τ΄αγέρι, ώσπου τη φύτρα σου νά΄βρεις, απο παντού, κοιτά να σε πιάσει το κάθε χέρι μπάς και σ΄αρπάξει τη γλύκα ή το δηλητήριο που βαστάς. Ψυχή, κι ακούστηκε βόμβος λές κι η καρδιά ξεστόμισε λόγο με το κόκκινο στα χείλια και τρόμαξε το σύννεφο που απλώνει το γκρίζο στον ουρανό καθώς φτιάνει ευθείες φωτός συννουσιάζοντας τον με τη γη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου