Ακόμα θυμάμαι. Δυο
μαύρα μάτια που καίγανε μέσα στη νύχτα. Πριν ξεσπάσει η άλλη φωτιά.
Εκείνη που δεν έλεγε να σβήσει, κι’ όμως τά’σβηνε όλα στο διάβα της.
Δεν έχω ξεχάσει. Τη μυρωδιά του ασβέστη, στην αυλή. Τη μυρωδιά του φρεσκοβαμμένου ασβέστη. Και τους μενεξέδες.
Οι μυρωδιές μας σημαδεύουν, λένε. Ξυπνάνε εικόνες για πάντα θαμμένες. Βαθιά θαμμένες. Βαθιά, κάτω από τη γη. Σαν τη ζωή μας.
Η μυρωδιά του
ασβέστη πάντα με ξυπνάει, πάντα με ζωντανεύει. Κι’ είναι σαν να σβήνει
για λίγο από τα ρουθούνια μου εκείνη την άλλη μυρωδιά. Τη μυρωδιά της
τελευταίας ανάμνησης, που τα σκέπασε όλα. Τη μυρωδιά του αίματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου