Σελίδες

Δευτέρα 10 Δεκεμβρίου 2012

Ο Καβάφης και η κριτική

 
   Δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι ο ποιητής Κ.Π. Καβάφης αδικήθηκε ή αγνοήθηκε από την κριτική, κατά το διάστημα των περίπου πενήντα χρόνων (1886-1932) της δημόσιας ποιητικής παρουσίας του. Εισέπραξε επαίνους, πρώιμες και εύστοχες ερμηνευτικές παρατηρήσεις για τα ποιήματά του, τα οποία εκτοξεύονταν δίκην προκηρύξεων από την οδό Λέψιους ή δημοσιεύονταν σποραδικά σε ποικίλα περιοδικά και εφημερίδες, όχι μόνον της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου, αλλά και της Αθήνας και του εκτός εθνικού κέντρου Ελληνισμού. Οι οπαδοί άναψαν θυμιάματα και λιβανωτούς· οι αντίπαλοι τον αντιμετώπισαν με πλήρη άρνηση -πολύ συχνά με ιδιαίτερα κακόβουλα σχόλια, καταφεύγοντας σε εξωλογοτεχνικές αξιολογήσεις. Ένα έργο σαν το δικό του, που εκόμιζε τόσα καινοφανή στοιχεία σε μιαν εποχή κατά την οποία ο μοντερνισμός δεν είχε ακόμη εμφανιστεί στην Ελλάδα, ήταν λογικό και αναμενόμενο να προκαλέσει συγκρούσεις, εντάσεις και διαφωνίες. «Αν η φράση του Ζιντ για τον Ανατόλ Φρανς "δεν πολυπιστεύω στην επιβίωση εκείνων πάνω στους οποίους ο κόσμος όλος συνεννοείται" μπορεί να έχει ακόμα κάποιο νόημα, η περίπτωση του Καβάφη έρχεται αναμφίβολα να το επικυρώσει. Σ' όλες τις λογοτεχνίες, και στη δική μας όχι λιγότερο, η "συνεννόηση" πάνω στους μεγάλους δεν ήταν ποτέ ο κανόνας. [...] Αλλά η περίπτωση του Καβάφη δεν έχει βέβαια προηγούμενο: σ' αυτήν η ασυνεννοησία είναι μια έννοια σχεδόν ανώδυνη· θα μπορούσαμε καλύτερα να μιλάμε για σύγχυση». Έτσι άρχιζε, εδώ και σαράντα ακριβώς χρόνια, ο Παν. Μουλλάς το διεξοδικό μελέτημά του «Ο Καβάφης και η άρνηση. Σταθμοί της αντικαβαφικής κριτικής», που δημοσίευσε ψευδωνύμως στην Επιθεώρηση Τέχνης, στηριγμένος προφανώς στις καθοδηγητικές ενδείξεις της Βιβλιογραφίας Κ.Π. Καβάφη του Γ.Κ. Κατσίμπαλη.  
   Η ιδιαιτερότητα, λοιπόν, που παρουσιάζει η αναμέτρηση της κριτικής με την καβαφική ποίηση έγκειται στο γεγονός ότι κατά μεγάλο μέρος και για μεγάλο χρονικό διάστημα θολώνονται τα κριτήριά της από άκριτους θαυμαστές και από άφρονες αντιπάλους. Η λογοτεχνία μας του 20ού αιώνα δεν έχει, θαρρώ, να επιδείξει άλλη τέτοια αντιπαράθεση, με τόσην ένταση και διάρκεια. Οι αναπόφευκτες ενδοπαροικιακές έριδες και συγκρούσεις στο στενό, κάποτε ασφυκτικό λογοτεχνικό περιβάλλον της Αλεξάνδρειας και του Καΐρου μεταφέρθηκαν με τον καιρό στην Αθήνα, όπου η εικόνα που έχει διαμορφωθεί για τον ποιητή, τουλάχιστον ώς τα μέσα της δεκαετίας του 1910, είναι η εικόνα ενός αξιοπερίεργου ποιητικού φαινομένου με άδηλη τύχη και εξίσου άδηλο μέλλον. Οι ελάχιστες προσωπικές γνωριμίες του Καβάφη με λογοτέχνες της κυρίως Ελλάδος, όπως και οι λιγοστές ανταποκρίσεις που εμφανίζονται στα αθηναϊκά έντυπα, υπογεγραμμένες από ανθρώπους του κέντρου που επισκέπτονται την Αίγυπτο, ενισχύουν την εντύπωση ότι ο Καβάφης είναι ένας ποιητής ο οποίος δεν μετέχει στις κάθε λογής λογοτεχνικές ζυμώσεις, δεν συμφύρεται με τη «βαλκανική σκόνη» της Αθήνας, δεν υπερασπίζεται με φανατισμό τη δημοτική και δεν μπορεί να ενταχθεί στον ποιητικό κανόνα της εποχής, όπως έχει κρυσταλλωθεί ο κανόνας αυτός από την επιβλητική παρουσία του Παλαμά και της κυριαρχούσας γενιάς του 1880. Είναι, πολλαπλώς, μία εξαίρεση. Φαίνεται (γιατί, στην πραγματικότητα δεν είναι) ξένος και απόμακρος από όλα τούτα. Αν συνυπολογίσουμε και τις ηθικολογικές αντιδράσεις που αρχίζει να προκαλεί η μετά το 1911 καβαφική ποίηση στην εγγενή σεμνοτυφία της ελληνικής κοινωνίας, οσάκις πρόκειται για κάτι απαγορευμένο που δημοσιοποιείται ή που εκφράζεται μέσω της τέχνης, έχουμε μπροστά μας όλους τους άξονες γύρω από τους οποίους κινήθηκε (και κάποτε εξακολουθεί να κινείται ώς τις μέρες μας) η αντικαβαφική κριτική.  
   Τα βασικά αντικαβαφικά επιχειρήματα διατύπωσε το 1912 στο γνωστό λίβελό του ο ψευδώνυμος Ροβέρτος Κάμπος, η ταυτότητα του οποίου εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν συμπίπτει με εκείνη του Πέτρου Μάγνη. Θα τα επαναλάβουν αργότερα και με κάθε αφορμή όλοι όσοι δεν συμπαθούν τον Αλεξανδρινό και την ποίησή του. Τα επιχειρήματα του Κάμπου συνόψισε επιγραμματικά ο Στρατής Τσίρκας: «Πεζή γλώσσα, ξεραΐλα ιδεών, απουσία αισθήματος, περιγραφών, χάρης, αρμονίας. Κι ένα δειλό υπονοούμενο για τα ωραία σώματα». Ήταν αναμενόμενο το γεγονός ότι τα πρώτα αυτοτελή βιβλία περί Καβάφη θα προέρχονταν από Αλεξανδρινούς, από ανθρώπους δηλαδή που τον γνώρισαν από κοντά· όπως ήταν επόμενο, οι κρίσεις τους για τον ποιητή νοθεύονται από την εικόνα που είχαν σχηματίσει για τον άνθρωπο Καβάφη. Ο Μαλάνος παλεύει και προαναγγέλλει, ήδη από το 1926, την εκτενή μελέτη του για τον Καβάφη, η οποία τελικώς τυπώνεται εσπευσμένα από τον Γκοβόστη στην Αθήνα, με άπειρα τυπογραφικά λάθη, και κυκλοφορεί το Μάιο του 1933, ενώ είναι ακόμη νωπό το χώμα στον τάφο του ποιητή. Το βιβλίο αυτό θα αποτελέσει για τα επόμενα 25 χρόνια τον κανόνα της καβαφικής κριτικής και θα αναδείξει το συγγραφέα του ως τον μοναδικό αυθεντικό καβαφολόγο. Τα ίχνη του Μαλάνου θα ακολουθήσει έναν χρόνο αργότερα και ο Γλαύκος Αλιθέρσης. Στους Αιγυπτιώτες που κινούνται συνεχώς στους ρυθμούς του αντικαβαφισμού, έρχονται να προστεθούν και ορισμένα ηχηρά ονόματα της πρωτεύουσας· δεν είναι ούτε λίγα ούτε αμελητέα: Φώτος Πολίτης, Σπύρος Μελάς, Ταγκόπουλοι (πατέρας και γιος), Ι. Ζερβός, Ηλίας Βουτιερίδης, Αριστος Καμπάνης, Πέτρος Βλαστός και, αναποφεύκτως, Κωστής Παλαμάς.  
   Δεν πρέπει να λησμονούμε πως μέχρι το θάνατο του Καβάφη ουσιαστικά δεν είχε γραφτεί κανένα βιβλίο για το έργο του. Δεν θεωρώ ότι τα μικρόσχημα και ισχνά σε έκταση τεύχη που τύπωσε για τον ποιητή ο πάντα αμφιρρέπων και αμφίθυμος Γιώργος Βρισιμιτζάκης αποτελούν βιβλία -ίσως ούτε και με την ισχύουσα βιβλιοθηκονομική έννοια του όρου. Πρέπει, πάντως, να αναγνωρίσουμε στον Βρισιμιτζάκη ότι εγκαιρότατα υπέδειξε την πολιτική πλευρά του Καβάφη (αν και με άτολμο και διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι θα κάνει πολύ αργότερα ο Τσίρκας) και ότι η μέθοδος εργασίας του υπαινίσσεται, αν δεν το δηλώνει ευκρινώς, πως ο μοναδικός τρόπος προσέγγισης που αρμόζει στην καβαφική ποίηση είναι οι επιμέρους ομόκεντρες μελέτες, και όχι το ένα και μοναδικό, φιλόδοξο και εξαντλητικό, βιβλίο.  
   Μετά το ιστορικής σημασίας άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου το 1903, αν θελήσει κανείς να επισημάνει τους σταθμούς της καβαφικής κριτικής ασφαλώς θα μνημόνευε τα όσα έχει γράψει ο Τέλλος Αγρας, καθώς βρίσκονται σήμερα συγκεντρωμένα και προσιτά στον οικείο τόμο των «Κριτικών» του. Θα μνημόνευε, ακόμη, τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο, ο οποίος έχει γράψει πως η γενιά του ήταν προορισμένη να καταλάβει τον Καβάφη· το απέδειξε σχολιάζοντας από νωρίς με ευνοϊκό τρόπο τα ποιήματα του Καβάφη και γράφοντας ο ίδιος το 1946 ένα ολόκληρο, ανθεκτικό βιβλίο για τον ποιητή. Δίπλα τους στέκονται, με ενδιαφέρουσες κριτικές συνεισφορές, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Κλέων Παράσχος, ο Κώστας Ουράνης, ο Άλκης Θρύλος και (περιστασιακά) η Γαλάτεια Καζαντζάκη, για να αναφέρω μερικά ονόματα. Η περίπτωση του Άλκη Θρύλου, συμβατικού και συχνά άστοχου κριτικού, παρουσιάζει επιπλέον ενδιαφέρον: σε ανύποπτο χρόνο διακινδυνεύει μία πρόβλεψη που θα επαληθευτεί στο ακέραιο πολλά χρόνια αργότερα. Αν η καβαφική ποίηση, γράφει, μεταφραστεί και μπορέσει «να αποδοθεί πιστά και δημιουργικά σε ξένες γλώσσες, θα καταπλήξει». Η στάση της γενιάς του '30 καλύπτει ευρύ φάσμα αντιδράσεων: από την πλήρη αρχική άρνηση (Θεοτοκάς) ώς την επιφυλακτική αποδοχή (Σεφέρης) ή την πλήρη παραδοχή (Ν. Κάλας). Η περίπτωση του Θεοτοκά βρίσκω να είναι πολύ ενδιαφέρουσα, όχι τόσο ως κριτικός λόγος, αλλά ως ανθρώπινη στάση και ως τόλμη δημόσιας αναθεώρησης των απόψεών του. Οι σχέσεις Σεφέρη-Καβάφη και η ισόβια εμμονή του Σεφέρη να εξηγήσει και να ερμηνεύσει πειστικά για τον εαυτό του το απροσδόκητο φαινόμενο του Καβάφη έχουν απασχολήσει αρκετές φορές τη νεότερη κριτική. Υποδεικνύω πρόχειρα τη μελέτη του Νάσου Βαγενά «Ο Καβάφης της κριτικής και ο Καβάφης του Σεφέρη», όπου φωτίζεται από μιαν άλλη σκοπιά η περιβόητη και οριακή σεφερική διάλεξη «Κ.Π. Καβάφης, Θ.Σ. Ελιοτ· παράλληλοι», η οποία, μαζί με τα άλλα σχόλια του Σεφέρη στα ποιήματα του Αλεξανδρινού, ασφαλώς τροφοδότησε τον ερευνητικό και ερμηνευτικό οίστρο του Τσίρκα. Θα άξιζε, πάντως, πέρα από συγκεκριμένες μελέτες και άρθρα που έγραψαν οι ποιητές της γενιάς του '30 για τον Αλεξανδρινό, να διερευνηθούν τα ποιητικά αντανακλαστικά τους απέναντι στα καβαφικά ποιήματα.  
   Το πρώτο βιβλίο του Τσίρκα για τον Καβάφη (1958) σηματοδοτεί τη βαθμιαία και όχι ανώδυνη μεταστροφή της Αριστεράς απέναντι στον ποιητή. Οι διανοούμενοι της Αριστεράς στο σύνολό τους είχαν χαρακτηρίσει τον Καβάφη ποιητή της παρακμής και είχαν συνταχθεί με τη μονόπλευρη προσέγγιση Μαλάνου, βάσει της οποίας ολόκληρη η καβαφική ποίηση ερμηνεύεται από την ερωτική ιδιαιτερότητά του, χωρίς κανένα αντίκρισμα και καμία ανταπόκριση στα παροικιακά και στα δημόσια γεγονότα του ευρύτερου ελληνικού χώρου. Οι ριζοσπαστικές και κάποτε ακραίες θέσεις του Τσίρκα θα ανοίξουν έναν άλλον ορίζοντα και, σε σημαντικό βαθμό, θα ανατρέψουν την ακαμψία της ορθόδοξης κομματικής γραμμής και θα θέσουν υπό ισχυρή αμφισβήτηση την αυθεντία του Μαλάνου, όπως εμμέσως πλην σαφώς την είχε αμφισβητήσει προηγουμένως και ο Σεφέρης. Η μεταστροφή της Αριστεράς επισημοποιείται με το καβαφικό αφιέρωμα της Επιθεώρησης Τέχνης (1963) και, επικουρικώς, με την κυκλοφορία την ίδια χρονιά της συλλογής του Γιάννη Ρίτσου 12 ποιήματα για τον Καβάφη. Η στάση της Αριστεράς είναι και το μόνο θέμα που δεν θίγεται και δεν εξετάζεται από τον Μουλλά στο μελέτημα που ανέφερα στην αρχή. Να υποθέσουμε, άραγε, ότι θα ήταν βαριά μια τέτοια «αυτοκριτική» στις σελίδες της Επιθεώρησης Τέχνης που φιλοξενούσε το κείμενο του Μουλλά; Όπως και να 'χει το πράγμα, ο μείζων εορτασμός του 1963 για την επέτειο των 100 χρόνων από τη γέννηση του Καβάφη, καθώς και ο εξίσου αποδοτικός εορτασμός του 1983 άνοιξαν καινούριες προοπτικές για την αξιολόγηση και την επανεκτίμηση, όχι μόνον της καβαφικής ποίησης αλλά ολόκληρου του καβαφικού έργου (ικανό μέρος του οποίου ήταν άγνωστο και απρόσιτο έως τότε), χωρίς τις αγκυλώσεις του παρελθόντος. Όταν κάποτε αποκτήσουμε μιαν ιστορία της νεοελληνικής κριτικής, ασφαλώς θα αποτελέσει ξεχωριστό κεφάλαιο η αναμέτρηση της κριτικής μας με την ιδιόρρυθμη και μοναδική περίπτωση του Κ.Π. Καβάφη, επειδή σχετίζεται με χρόνια προβλήματα και ιδεολογικές εμμονές που ταλάνισαν για πολλές δεκαετίες τον ελληνικό κριτικό λόγο.

από:http://www.nearchos.gr/Daskalo.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου