Σύρθηκα στα στενά μουχλιασμένα λαγούμια, βαθιά μες στη γη. Το
σπαθί αυλακώνοντας τα σκοτάδια, προχωρούσε κατά πάνω μου απειλητικό.
Έκλεισα τα μάτια κι είπα μια μικρή προσευχή, όλη-όλη δυο λόγια. Που
περίσσευε τόπος να κάνω το σταυρό μου, έτσι που ήμουν σφηνωμένος σαν την
ψίχα μέσα στο ξύλο του κλώνου.
Περάσανε στιγμές τραγικής αγωνίας. Το λαγούμι αντηχούσε ως πέρα τους χτύπους της καρδιάς μου. Δειλά-δειλά ξανάνοιξα τα βλέφαρα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω τα μάτια μου. Μια στραφτερή δέσμη φωτός, ολόιδια με το σπαθί που είδα, χυνόταν απ’ την τρύπα στο βάθος. Γύρω στο άνοιγμα θροΐζανε λουλούδια.
Άρχισα να γελώ και να κλαίω, βγάζοντας άναρθρες κραυγές όπως τ’ αγρίμια.
Περάσανε στιγμές τραγικής αγωνίας. Το λαγούμι αντηχούσε ως πέρα τους χτύπους της καρδιάς μου. Δειλά-δειλά ξανάνοιξα τα βλέφαρα.
Δεν μπορούσα να πιστέψω τα μάτια μου. Μια στραφτερή δέσμη φωτός, ολόιδια με το σπαθί που είδα, χυνόταν απ’ την τρύπα στο βάθος. Γύρω στο άνοιγμα θροΐζανε λουλούδια.
Άρχισα να γελώ και να κλαίω, βγάζοντας άναρθρες κραυγές όπως τ’ αγρίμια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου