Σελίδες

Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου 2012

Λάφυρα / Βέης Γιώργος

1
Την πρώτη φορά πέρασα σχεδόν από πάνω του
σα να ήθελε να με τραβήξει,
να με πάρει στο φως και στις σκιές του-
δεν έδωσα και πολύ σημασία
το αεροπλάνο υποσχόταν άλλωστε νέους ορίζοντες
από το παράθυρο μου μπέρδευα ξανά
αποστάσεις κι επιθυμίες.
Τώρα που περπατώ
ένα – ένα τα μονοπάτια του
και το ακούω,
δεν έχουν τέλος τα τραγούδια του
μετρώ στους κορμούς δέος
και φρόνηση
δάσος με τις σημύδες.
2
…κατάλαβε αμέσως ότι δεν θα έμενε τίποτε όρθιο πια έτρεξε με όση δύναμη είχε να φτάσει πρώτο στο άνοιγμα της μάντρας να χυθεί από στο βουνό να βρει άγριο κοπάδι δεν θα έμενε τίποτε πίσω ούτε να βοσκήσει ούτε σταγόνα νερό να πιει κι έτρεξε οι φλόγες τού έκαιγαν ήδη τα κέρατα ένα μικρό δίπλα του είχε γίνει μπάλα φωτιάς και τον τρέλαναν οι στριγκλιές από την κάπνα δεν έβλεπε τίποτε πήρε λάθος δρόμο και κουτούλησε τον τσοπάνο κάρβουνο αλλά ήταν κάρβουνο ο τσοπάνος του; και δεν μπορούσε να τρέξει άλλο ούτε έβλεπε το αυτοκίνητο ήταν έτοιμο να του τρυπήσει τα πλευρά μόλις πρόλαβε να στρίψει στη ρεματιά αλλά μπερδεύτηκε στα σκίνα και πήρε φωτιά από κάτω του σύρθηκε στις πέτρες να την σβήσει αλλά καίγανε πιο πολύ τώρα τα σωθικά του οι πέτρες καίγανε πιο πολύ κόλλησαν πάνω του αλλά δεν ήταν να γυρίσει πουθενά ήξερε ότι θα έμενε εκεί δεν είχε μάθει τίποτε μόνο να είναι ήξερε αλλά θα ξυπνούσε δίποδο άτριχο στο όνειρο του Θεού να του ζητήσει λόγο και μαχαίρι να σφάξει όλα τα άλλα δίποδα στο δάσος που γέλαγαν μύριζαν ανθρωπίλα και ούρα κι είχαν λόγο γύρναγαν μέσα στα βάτα να κάνουν τι δεν ήθελε πια άνθρωπος να γίνει αλλά να μην καίγεται ήθελε και να πεθάνει ήθελε μέσα στον κάμπο ήρεμο με τ ΄ αδέρφια του αλλά δεν πρόλαβε κι έγινε άνθρωπος να κάψει το κριάρι….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου